Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ


Χριστιάνα Χατζηγεωργίου
Δικηγόρος – Barrister at Law (Gray’s Inn) – LLM Comercial Law
ch.law@cytanet.com.cy


Φίλησα λάθος βάτραχο ή ο βάτραχος φίλησε λάθος πριγκίπισσα!
Και τώρα τι γίνεται?

Αγαπητοί αναγνώστες εγκαινιάζοντας την νομική στήλη αυτού του blogspot θα ήθελα να κάνω αρχή με τα θέματα που προκύπτουν όταν ένα ζευγάρι αποφασίσει να χωρίσει. Όπως αναφέρει ο τίτλος του άρθρου σε κάποια στιγμή είτε η σύζυγος θα συνειδητοποιήσει πως φίλησε λάθος βάτραχο ή ο σύζυγος θα μετανιώσει που φίλησε την συγκεκριμένη πριγκίπισσα και τότε το παραμύθι τελειώνει και ξεκινά ένας αγώνας για κάποιους δύσκολος, εάν αποκτηθήκαν παιδιά και περιουσία κατά την διάρκεια του γάμου και για κάποιους πιο εύκολος εάν απλά οι σύζυγοι θα πάρουν τα πράγματα τους από ένα ενοικιαζόμενο σπίτι και ο καθένας θα ακολουθήσει τον δρόμο του.

Αν και εμείς οι Δικηγόροι τις περισσότερες φορές ασχολούμαστε με το ψυχολογικό κόστος που επιφέρει ένας χωρισμός για σκοπούς της παρούσας στήλης θα αναφερθώ στις νομικές πρόνοιες τις οποίες προβλέπει η Κυπριακή Νομοθεσία και που θα πρέπει ο κάθε άνθρωπος που αποφασίζει να χωρίσει να έχει υπόψη του.

Στο σημερινό μου άρθρο θα προσπαθήσω με απλή γλώσσα να αναφερθώ στις πρόνοιες που αφορούν την ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Στην Κύπρο έχει θεσπιστεί ειδική Νομοθεσία για την ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και είναι ο Νόμος περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος 232(Ι)/1991. Στην Κύπρο δικαιοδοσία για την ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων έχουν τα Οικογενειακά Δικαστήρια.

Ο κάθε σύζυγος δικαιούται να καταχωρήσει σχετική αίτηση στο δικαστήριο κατά του άλλου συζύγου ζητώντας μέρος της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου συζύγου εντός προθεσμίας τριών ετών από τότε που λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Εάν παρέλθει η προθεσμία αυτή, τότε ο σύζυγος χάνει το δικαίωμα του να ζητήσει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου. Επίσης το δικαίωμα έγερσης της αξίωσης δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε και δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται.

Η βασική αρχή στην ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων και οικονομικών θεμάτων των συζύγων είναι ότι σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο σύζυγος που συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, όσο διήρκεσε ο μεταξύ τους γάμος, δικαιούται να λάβει πίσω όσα ωφελήθηκε ο άλλος σύζυγος από την συμβολή αυτή.


Η μέτρηση της αύξησης της περιουσίας του ενός συζύγου γίνεται ως εξής: Υπολογίζεται πρώτα ποια ήταν η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων του κατά την ημέρα που έλαβε χώρα ο γάμος. Ακολούθως, υπολογίζεται η αξία της περιουσίας του κατά τον χρόνο της διάστασης. Εάν έχει προκύψει αύξηση, τότε ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει ένα μέρος της αυξήσεως αυτής, αναλόγως του πόσο συνέβαλε στην αύξηση αυτή. Δεν υπολογίζονται στην αύξηση κληρονομιές ή δωρεές που έλαβε ο σύζυγος όσο διαρκούσε ο γάμος, ούτε τα χρήματα που τυχόν εισέπραξε από την πώληση περιουσίας που είχε λάβει από κληρονομιά ή δωρεά.


Για παράδειγμα θα αναφέρω ένα απλό σενάριο: εάν κατά τον χρόνο του γάμου του ο ένας σύζυγος είχε περιουσία, ήτοι κινητά, ακίνητα, τραπεζικούς λογαριασμούς, μετοχές κλπ. αξίας €200.000,  ενώ κατά τον χρόνο της διάστασης η περιουσία του αποτιμάται σε €300.000, η αύξηση της περιουσίας του είναι €100.000. Επί του ποσού των €100.000 ο άλλος σύζυγος δικαιούται να ζητήσει το ποσοστό κατά το οποίο συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.

Ο πιο πάνω νόμος προνοεί ότι η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρετε ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
Επομένως, στο παράδειγμά μας, εάν η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ήταν €100.000 ο νόμος επιτρέπει στον άλλον να αξιώσει κατ’ αρχάς το 1/3, δηλαδή €33.333. Αυτό όμως δεν απαγορεύει στον κάθε σύζυγο να αποδείξει ότι η συμμετοχή του άλλου συζύγου ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 1/3. Ο σύζυγος του οποίου η περιουσία αυξήθηκε μπορεί να αποδείξει ότι ο άλλος σύζυγος δεν τον βοήθησε καθόλου κατά την διάρκεια της κοινής ζωής τους, άρα ότι ο άλλος δεν δικαιούται ούτε το 1/3. Ο άλλος σύζυγος, αντιθέτως, θα επιδιώξει να αποδείξει ότι συνέβαλε πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, άρα δικαιούται ποσοστού μεγαλύτερου του 1/3, πχ. δικαιούται το μισό της αυξήσεως της περιουσίας του άλλου.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Νόμος προβλέπει ότι συνεισφορά σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.
Τις περισσότερες φορές η επίλυση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Μέχρι την τελική και οριστική επίλυση των διαφορών υπάρχει ο κίνδυνος ο σύζυγος ο οποίος έχει εις το όνομα του ή υπό τον έλεγχο του περιουσία επί της οποίας έχει αξίωση ο άλλος σύζυγος να την αποξενώσει.
Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποξένωσης περιουσίας μέχρι την τελική ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων ο σύζυγος ο οποίος καταχωρεί την αίτηση για απόδοση συνεισφοράς στην περιουσία έχει δικαίωμα να αιτηθεί από το Δικαστήριο προσωρινό Διάταγμα δια του οποίου απαγορεύεται εις τον άλλο σύζυγο να αποξενώσει με οποιοδήποτε τρόπο την επίδικη περιουσία μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως από το Δικαστήριο. Να σημειωθεί ότι η αίτηση για ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων και για έκδοση του προσωρινού Διατάγματος μπορούν να καταχωρηθούν αμέσως μετά την διάσταση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου