Απόλλων και Άρτεμις - Apollon and Artemis (Diana)


Στην κορυφή του Ολύμπου ζούσε μια πολύ όμορφη και ευγενική γυναίκα, κόρη Τιτάνα, που την έλεγαν Λητώ. Ο Δίας την αγάπησε και την πήρε δεύτερη του γυναίκα. Η Ήρα όμως, μάλωσε μαζί της και έδιωξε τη Λητώ από το βουνό. Διάταξε επίσης όλους να της αρνηθούν κάθε βοήθεια. Έτσι η Λητώ έτρεχε σαν άγριο ελάφι από τόπο σε τόπο και δεν μπορούσε να βρει μέρος να ξεκουραστεί. Δεν μπορούσε να σταματήσει γιατί η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια της και οι πέτρες της φώναζαν να συνεχίσει να περπατά. Ακόμα και τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα και οι άνθρωποι φώναζαν και αυτοί μαζί.
Μια μέρα πήγε κοντά στη θάλασσα και καθώς έτρεχε φώναξε τον θεό Ποσειδώνα να τη βοηθήσει. Ο Ποσειδώνας την άκουσε και τη λυπήθηκε. Έστειλε λοιπόν ένα δελφίνι να την πάρει μακριά.
Το δελφίνι την πήρε στη Δήλο, ένα μικρό νησί που έπλεε στη θάλασσα σαν βάρκα. Εκεί η Λητώ ήταν προστατευμένη γιατί το νησί ανήκε στον Ποσειδώνα και οι διαταγές της Ήρας δεν είχαν πέραση.
Ο Ποσειδώνας έβαλε τέσσερις μαρμάρινες κολόνες κάτω από το νησί για να το στερεώσει και το έδεσε δυνατά με μεγάλες αλυσίδες που έφταναν μέχρι τον πάτο της θάλασσας. Έτσι τα κύματα της θάλασσας δεν μπορούσαν πια να το κουνήσουν.
Η Λητώ έμεινε στο νησί και με τον καιρό γέννησε στη Δήλο δίδυμα παιδιά. Τον Απόλλωνα και την Άρτεμις.
Όταν η είδηση έφτασε στον Όλυμπο η χαρά ήταν μεγάλη. Ο ήλιος χόρευε πάνω στα νερά και οι κύκνοι έκαναν εφτά φορές τον γύρω του νησιού κελαηδώντας. Το φεγγάρι σταμάτησε το δρόμο του και έστειλε τις αχτίνες του να φιλήσουν τα μωρά μέσα στη κούνια τους. Η Ήρα ξέχασε το θυμό της και πρόσταξε όλα όσα ήταν πάνω στη γη και ψηλά στον ουρανό να συμπεριφέρονται με καλοσύνη στη Λητώ.
Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν γρήγορα.
Ο Απόλλωνας έγινε ψηλός, δυνατός και όμορφος. Το πρόσωπο του ήταν φωτεινό όσο οι αχτίνες του ήλιου και όπου πήγαινε έπαιρνε μαζί του την ευθυμία και τη χαρά. Ο Δίας του χάρισε ένα ζευγάρι κύκνους και ένα χρυσό άρμα. Του έδωσε ακόμη μια λύρα, που μ' αυτήν έπαιζε τη πιο γλυκιά μουσική και του χάρισε ένα ασημένιο τόξο με μυτερές σαίτες, που ποτέ δεν αστοχούσαν.
Οι άνθρωποι τον ονόμασαν Φοίβο, άλλοι Μουσηγέτη και άλλοι Αργυρότοξο, από το ασημένιο τόξο του.
Η Άρτεμις ήταν ψηλή, με πολλή χάρη και ομορφιά. Της άρεσε πολύ να γυρίζει μέσα στα δάση με τις νέες που την υπηρετούσαν και που λέγονταν νύμφες. Αυτή προστάτευε τα ελάφια και όλα τα άκακα ζώα του δάσους ενώ κυνηγούσε τους λύκους, τις αρκούδες και άλλα άγρια θηρία.
Σ' όλες τις χώρες την αγαπούσαν και την φοβόντουσαν και ο Δίας την έκανε βασίλισσα των λαγκαδιών και θεά του κυνηγιού.


Στην κορυφή του Ολύμπου ζούσε μια πολύ όμορφη και ευγενική γυναίκα, κόρη Τιτάνα, που την έλεγαν Λητώ. Ο Δίας την αγάπησε και την πήρε δεύτερη του γυναίκα. Η Ήρα όμως, μάλωσε μαζί της και έδιωξε τη Λητώ από το βουνό. Διάταξε επίσης όλους να της αρνηθούν κάθε βοήθεια. Έτσι η Λητώ έτρεχε σαν άγριο ελάφι από τόπο σε τόπο και δεν μπορούσε να βρει μέρος να ξεκουραστεί. Δεν μπορούσε να σταματήσει γιατί η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια της και οι πέτρες της φώναζαν να συνεχίσει να περπατά. Ακόμα και τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα και οι άνθρωποι φώναζαν και αυτοί μαζί.
Μια μέρα πήγε κοντά στη θάλασσα και καθώς έτρεχε φώναξε τον θεό Ποσειδώνα να τη βοηθήσει. Ο Ποσειδώνας την άκουσε και τη λυπήθηκε. Έστειλε λοιπόν ένα δελφίνι να την πάρει μακριά.
Το δελφίνι την πήρε στη Δήλο, ένα μικρό νησί που έπλεε στη θάλασσα σαν βάρκα. Εκεί η Λητώ ήταν προστατευμένη γιατί το νησί ανήκε στον Ποσειδώνα και οι διαταγές της Ήρας δεν είχαν πέραση.
Ο Ποσειδώνας έβαλε τέσσερις μαρμάρινες κολόνες κάτω από το νησί για να το στερεώσει και το έδεσε δυνατά με μεγάλες αλυσίδες που έφταναν μέχρι τον πάτο της θάλασσας. Έτσι τα κύματα της θάλασσας δεν μπορούσαν πια να το κουνήσουν.
Η Λητώ έμεινε στο νησί και με τον καιρό γέννησε στη Δήλο δίδυμα παιδιά. Τον Απόλλωνα και την Άρτεμις.
Όταν η είδηση έφτασε στον Όλυμπο η χαρά ήταν μεγάλη. Ο ήλιος χόρευε πάνω στα νερά και οι κύκνοι έκαναν εφτά φορές τον γύρω του νησιού κελαηδώντας. Το φεγγάρι σταμάτησε το δρόμο του και έστειλε τις αχτίνες του να φιλήσουν τα μωρά μέσα στη κούνια τους. Η Ήρα ξέχασε το θυμό της και πρόσταξε όλα όσα ήταν πάνω στη γη και ψηλά στον ουρανό να συμπεριφέρονται με καλοσύνη στη Λητώ.
Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν γρήγορα.
Ο Απόλλωνας έγινε ψηλός, δυνατός και όμορφος. Το πρόσωπο του ήταν φωτεινό όσο οι αχτίνες του ήλιου και όπου πήγαινε έπαιρνε μαζί του την ευθυμία και τη χαρά. Ο Δίας του χάρισε ένα ζευγάρι κύκνους και ένα χρυσό άρμα. Του έδωσε ακόμη μια λύρα, που μ' αυτήν έπαιζε τη πιο γλυκιά μουσική και του χάρισε ένα ασημένιο τόξο με μυτερές σαίτες, που ποτέ δεν αστοχούσαν.
Οι άνθρωποι τον ονόμασαν Φοίβο, άλλοι Μουσηγέτη και άλλοι Αργυρότοξο, από το ασημένιο τόξο του.
Η Άρτεμις ήταν ψηλή, με πολλή χάρη και ομορφιά. Της άρεσε πολύ να γυρίζει μέσα στα δάση με τις νέες που την υπηρετούσαν και που λέγονταν νύμφες. Αυτή προστάτευε τα ελάφια και όλα τα άκακα ζώα του δάσους ενώ κυνηγούσε τους λύκους, τις αρκούδες και άλλα άγρια θηρία.
Σ' όλες τις χώρες την αγαπούσαν και την φοβόντουσαν και ο Δίας την έκανε βασίλισσα των λαγκαδιών και θεά του κυνηγιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου