Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

BILL GATES




Ο πατέρας του Μπιλ Γκέιτς ήταν εισαγγελέας και η μητέρα του, Μαίρη Μάξγουελ, ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτονκαι πρόεδρος της United Way International. Το 1968, σε ηλικία 13 ετών, ο Μπιλ Γκέιτς φοιτά στο ιδιωτικό σχολείο Lakeside και εκεί θα έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με το αντικείμενο πάνω στο οποίο επρόκειτο να πραγματοποιήσει μεγάλη σταδιοδρομία: Τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Ο Μπιλ Γκέιτς και οι συμμαθητές του χρησιμοποίησαν κατά τη διάρκεια ενός πειραματικού προγράμματος ένα υπολογιστή, τον DEC PDP–10. που ανήκε στην εταιρεία Computer Center Corporation, από την οποία το σχολείο είχε «ενοικιάσει» ένα πακέτο ωρών χρήσης. Αυτή ήταν η αρχή μιας μεγάλης καριέρας. Ο Μπιλ Γκέιτς, ο Πολ Άλεν (Paul Allen) και μερικοί ακόμη συμμαθητές τους (που αργότερα προσλήφθηκαν όλοι στην Microsoft), έγιναν αχώριστοι φίλοι με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η ενασχόληση τους με τον υπολογιστή, όμως, τους δημιούργησε διάφορα προβλήματα στο σχολείο, αφού είτε καθυστερούσαν στα μαθήματα είτε πήγαιναν αδιάβαστοι είτε «μαγείρευαν» τις ώρες, ώστε να βρίσκονται όσο το δυνατόν περισσότερο στην αίθουσα των υπολογιστών, καταναλώνοντας μάλιστα μέσα σε λίγες εβδομάδες όλες το πακέτο διαθέσιμων ωρών του σχολείου. Έτσι, το φθινόπωρο του 1968 το σχολείο έρχεται σε συμφωνία με μια άλλη, νέα εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών για τους μαθητές.
Η αχώριστη παρέα του Μπιλ Γκέιτς και του Πωλ Άλεν, όμως, δεν άργησε να προκαλέσει ένα σωρό προβλήματα τόσο στο λογισμικό του υπολογιστή, αφού κατάφεραν να το υπερκεράσουν, δημιουργώντας διάφορα μπλακ – άουτ, και να μπουν στο σύστημα ασφαλείας, όπου άλλαξαν τα στοιχεία και τις ώρες χρήσης του υπολογιστή, έσβησαν όλα τα αρχεία μαζί με τις ώρες χρήσης και επανέφεραν όλο το πακέτο ωρών στο μηδέν. Όταν τελικά έγιναν αντιληπτοί, πλήρωσαν το ατόπημα τους με μια μικρή αποβολή και με μερικές εβδομάδες αποκλεισμού από το σύστημα. Στα τέλη του 1968 ο Γκέιτς, ο Άλλεν και άλλοι δύο από το γκρουπ των συμμαθητών, οι Ρικ Ουέιλαντ και Κεντ Ίβανς (Ric Weiland και Kent Evans) ιδρύουν την εταιρεία λογισμικού "Lakeside Programmers Group". Η ίδια εταιρεία που τους είχε εκδιώξει από το σύστημά της τους προσλαμβάνει για να εντοπίσουν τις αδυναμίες του λογισμικού της και, ως αντάλλαγμα, τους προσφέρει απεριόριστο χρόνο στον υπολογιστή.
Τον Μάρτιο του 1970 η εταιρεία αναστέλλει τη λειτουργία της και η συντροφιά των νεαρών προγραμματιστών βρίσκεται και πάλι χωρίς πρόσβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ανακαλύπτουν, όμως, μια ασφαλιστική εταιρεία, την "Information Sciences Inc.", η οποία τους εμπιστεύεται τη δημιουργία λογισμικού για το πρόγραμμα πληρωμών, προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα, εκτός από την χρήση των υπολογιστών της, και χρηματική αμοιβή - εάν και εφόσον από τα προγράμματα της ομάδας προέκυπταν κέρδη. Εκείνη την περίοδο, τα μέλη της ομάδας ζήτησαν από τον Μπιλ να αποχωρήσει, αφού η συγκεκριμένη εργασία δεν επαρκούσε για όλους, όμως ο Γκέιτς τους πείθει τελικά να παραμείνει. Δύο χρόνια αργότερα, το 1972, ο Γκέιτς και ο Άλεν ιδρύουν την "Traf – O – Data" και σχεδιάζουν έναν υπολογιστή που θα ρύθμιζε την κυκλοφορία στους δρόμους. Για την εργασία τους αυτή έλαβαν ως αμοιβή το ποσό των $20.000. Η εταιρεία είχε διάρκεια ζωής μέχρι το τέλος των σπουδών του Μπιλ. Λίγο αργότερα, οι δύο φίλοι εισάγουν το σχολείο τους στο νέο σύστημα πληροφορικής και εισπράττουν $4.200 ως ανταμοιβή.
Στα 17 τους χρόνια, οι δύο συμμαθητές, φίλοι και συνεργάτες προσκαλούνται από την TRW, όχι μόνο για να ανακαλύψουν όλες αδυναμίες του συστήματος της εταιρείας αλλά και για να προτείνουν πιθανές λύσεις. Στα 1973 ο Γκάρι Κίλνταλ (Gary Kildall) σχεδιάζει ένα απλό λειτουργικό σύστημα, το οποίο ονόμασε CP/M χρησιμοποιώντας τη γλώσσα προγραμματισμού PL/M και αφήνει ανοικτό τον κώδικά του για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ο Μπιλ Γκέιτς εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ενώ παράλληλα αποφασίζει να φοιτήσει και στο Μαθηματικό τμήμα του ίδιου πανεπιστημίου. Όμως, ο Μπιλ "χάνεται" για άλλη μια φορά στο Κέντρο Πληροφορικής του Πανεπιστημίου.
Στο Λέικ Σάιντ ο Γκέιτς, ο Άλεν και ένας ακόμη φίλος τους, ο Πολ Γκίλμπερτ, ειδικός στις συνδέσεις δικτύων υπολογιστών, κατασκευάζουν ένα μηχάνημα, χρησιμοποιώντας τον επεξεργαστή 8008 του 1Kb της Intel. Ο ομάδα είχε την ευκαιρία να κάνει μια επίδειξη του προϊόντος της, ωστόσο μετά την αποτυχία της παρουσίασης η ιδέα της ίδρυσης μιας εταιρείας που θα παρήγαγε υπολογιστές εγκαταλείφθηκε εντελώς. Στα τέλη του πρώτου χρόνου στο Χάρβαρντ ο Γκέιτς πείθει τον Άλεν να μετακομίσει, προκειμένου να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Έτσι, το καλοκαίρι του 1974 οι δύο φίλοι βρίσκονται να δουλεύουν μαζί στην εταιρεία υπολογιστών Χόνεϊγουελ (Honeywell) και προς το τέλος του καλοκαιριού ο Άλεν επιμένει όλο και περισσότερο στην ιδέα ίδρυσης μιας εταιρείας λογισμικού. Ο Γκέιτς, όμως, είχε τους ενδοιασμούς του, αφού μέχρι στιγμής τουλάχιστον, το επαγγελματικό ενδιαφέρον του για την Πληροφορική δεν ήταν μεγαλύτερο από εκείνο για την Νομική.
Το Δεκέμβριο του 1974 παρουσιάζεται και κυκλοφορεί ο πρώτος υπολογιστής Altair 8800 και οι δύο φίλοι και συμμαθητές συνειδητοποιούν ότι η αγορά των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι έτοιμη να εκτοξευθεί στα ύψη και επίσης πως η ανάγκη δημιουργίας λογισμικού για τα καινούργια μηχανήματα είναι πλέον επιτακτική. Στους υπολογιστές της General Electric, στους οποίους ο Γκέιτς και ο Άλλεν είχαν τις πρώτες τους εμπειρίες, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν ήταν η BASIC, η ίδια που χρησιμοποιούσαν και στους σχολικούς υπολογιστές DEC. Μέσα σε λίγες μέρες ο Μπιλ Γκέιτς επικοινωνεί με την MITS, την εταιρεία παραγωγής των ηλεκτρονικών υπολογιστών Altair και προτείνει τη δημιουργία ενός εξειδικευμένου λογισμικού για τους υπολογιστές της. Η εταιρεία δέχεται την πρόταση και ο Γκέιτς ρίχνεται με φρενίτιδα στη δημιουργία του. Μέσα σε οκτώ εβδομάδες το νέο λογισμικό είναι έτοιμο, ενώ την ίδια ώρα ο Άλεν κατασκευάζει ένα προσομοιωτή του Altair και πηγαίνει στην εν λόγω εταιρεία με το πρόγραμμα ανά χείρας για την πρώτη δοκιμή που στέφεται από απόλυτη επιτυχία.
Αμέσως μετά οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η εταιρεία αγοράζει το λογισμικό, το οποίο κυκλοφορεί στην αγορά με το όνομα Altair Basic και τον Απρίλιο του 1975 ο Γκέϊτς και ο Άλεν ιδρύουν την εταιρεία Microsoft. Συγχρόνως πωλούν τη BASIC που δημιούργησαν στην Intel και την NCR και προσλαμβάνουν στην εταιρεία τους τούς δύο συμμαθητές τους, τον Μαρκ Μακντόναλντ (Marc MacDonald) και Ρικ Ουέιλαντ (Ric Weiland). Τον Ιανουάριο του 1979 ο Μπιλ Γκέϊτς μεταφέρει τη Microsoft και τους 16 υπαλλήλους της στο Σιάτλ(Ουάσιγκτον) και προσλαμβάνει έξυπνους ανθρώπους, που δεν έχουν, όμως, καμία προηγούμενη εμπειρία σε ανάλογη θέση.
Το 1980 η ΙΒΜ, σκοπεύοντας να παρουσιάσει στην αγορά τον πρώτο της προσωπικό υπολογιστή, έρχεται σε συμφωνία με την Microsoft για την προμήθεια της γλώσσας προγραμματισμού BASIC. Αναζητά, όμως, και λειτουργικό σύστημα για τον νέο της προσωπικό υπολογιστή, τον IBM PC, το οποίο δεν διαθέτει. Ο Γκέιτς συστήνει στην ΙΒΜ τον Γκάρι Κίλνταλ και την εταιρεία του Digital Research. Οι επαφές δεν κατέληξαν πουθενά (σύμφωνα με φήμες ο Κίλνταλ και η σύζυγός του φεύγοντας για δεκαπενθήμερες διακοπές είπαν στην ΙΒΜ ότι "θα συζητήσουν μετά την επιστροφή τους"). Η επόμενη κίνηση του Γκέιτς είναι να προτείνει τον Τιμ Πάτερσον και το λειτουργικό σύστημα που η εταιρεία του, Seattle Computer Products, έχει δημιουργήσει, το QDOS (ή 86-DOS). Η Microsoft αναλαμβάνει τη διακίνησή του και τον Δεκέμβριο του 1980 ο Μπιλ Γκέιτς το αγοράζει από την Seattle Computer Products. Η Microsoft πλήρωσε λιγότερο από 100.000 $ για τα δικαιώματα του εν λόγω συστήματος και, σαν να μην έφτανε αυτό, κάλεσε τον ίδιο τον Πάτερσον για να προσαρμόσει το σύστημα του στους υπολογιστές της ΙΒΜ. Το σύστημα που δημιουργήθηκε ονομάσθηκε PC–DOS. Η ΙΒΜ, ωστόσο, αρνήθηκε να αγοράσει την πατέντα του νέου συστήματος, οπότε ο Γκέϊτς προχώρησε σε μια άλλη συμφωνία, που ήθελε την ΙΒΜ να προμηθεύεται το λειτουργικό σύστημα των νέων της υπολογιστών, που ακόμη δεν είχαν κυκλοφορήσει στην αγορά, από την Microsoft. Η άρνηση αυτή είχε ως συνέπεια να αφήσει ελευθερία κινήσεων στον Γκέιτς, ο οποίος παραχώρησε δικαιώματα χρήσης του λειτουργικού με ελαφρές παραλλαγές σε άλλους κατασκευαστές προσωπικών υπολογιστών με την επωνυμία MS-DOS.
Από τον Απρίλιο του 1983 η Microsoft υιοθετεί το γνωστό σε όλους «ποντίκι», ενώ τα πρώτα Windows 1.0 εξελίσσονται σιγά – σιγά (έκδοση 2.0 και ύστερα έκδοση 3.0) και το 1992 εμφανίζονται στην πιο εξελιγμένη μορφή τους την έκδοση Windows 3.1. Η χρήση τους γενικεύεται, το νέο λειτουργικό σύστημα βελτιώνεται και καταφέρνει να εδραιωθεί στην παγκόσμια αγορά. Μέχρι τότε, η Microsoft βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνισμό με τις άλλες εταιρείες λογισμικού, που παρουσιάζουν διάφορες μορφές λειτουργικών συστημάτων (CP/M, DR-DOS). Η είσοδος, όμως, στην αγορά των Windows 3.1 σηματοδοτεί μια νέα εκπληκτική πορεία για την εταιρεία του Μπιλ Γκέιτς. Τον Αύγουστο του 1995 η Microsoft παρουσιάζει τα Windows 95. Αυτό είναι το πρώτο λειτουργικό σύστημα της εταιρείας με έγχρωμη γραφική διεπαφή με το χρήστη και το δεύτερο σε πωλήσεις μέχρις εκείνη τη στιγμή, μετά το Mac OS.
Το 1985 η Microsoft και η IBM συνεργάζονται για την παραγωγή της επόμενης γενεάς λειτουργικών συστημάτων, όπως το OS/2, και η ΙΒΜ παράγει το σύστημα γραφικών Topview που θα χρησιμοποιούσε το λειτουργικό σύστημα OS/2. Η συνεργασία του Γκέιτς με την ΙΒΜ θα διαρκέσει μέχρι το 1991, τη χρονιά που ο Γκέιτς αποφασίζει να "μετατρέψει" το OS/2 στα Windows NT.
Τον Μάρτιο του 1986 η Microsoft μπαίνει για πρώτη φορά στο χρηματιστήριο. Η αρχική προσφορά των μετοχών με την τιμή στα 21 $ μετατρέπει τον Μπιλ Γκέιτς σε εκατομμυριούχο από τη μία στιγμή στην άλλη. Το 1987 η ανακοίνωση της συνεργασίας της Microsoft με την ΙΒΜ (για το ΟS/2 που θα αντικαθιστούσε το σύστημα MS – DOS) ανεβάζει κατακόρυφα την τιμή των μετοχών στα 100$ ανά μετοχή.
Τον Ιούνιο του 1992 ο Γκέιτς θα τιμηθεί με το Μετάλλιο του Έθνους για την Τεχνολογία από τον πρόεδρο των ΗΠΑ George H.W. Bush τον Πρεσβύτερο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1993, η Star Electronics κάνει αγωγή κατά της Microsoft και την κερδίζει. Αιτία ήταν η έκδοση 6.0 του MS – DOS, στην οποία η Microsoft είχε ενσωματώσει την εφαρμογή "DoubleSpace" χωρίς, ωστόσο, να έχει έλθει σε συνεννόηση με την Star. Αμέσως μετά η Microsoft υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να παρουσιάσει στην αγορά τη βελτιωμένη έκδοση MS – DOS 6.21 χωρίς την επίμαχη εφαρμογή, αλλά η ζημιά έχει ήδη γίνει. Ένα χρόνο αργότερα το MS – DOS 6.22 περιέχει το DriveSpace, αυτή τη φορά δημιουργία της Microsoft, αν και έχει πολλά κοινά με το προηγούμενο.
Τον Ιανουάριο του 1994 ο Γκέιτς νυμφεύεται την Melinda French, την υπεύθυνη πωλήσεων της εταιρείας του στην Χαβάη, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά : την Jennifer Katherine Gates (1996), τον Roy John Gates (1999), και την Phoebe Adele Gates (2002). Η εταιρεία του συνεχίζει την ανοδική της πορεία παρουσιάζοντας νέες, πολύ περισσότερο εξελιγμένες εκδόσεις του λειτουργικού της συστήματος, των Microsoft Windows. Το 2001, η Microsoft κυκλοφορεί τα Microsoft Windows XP, την πρώτη έκδοση που συμπεριλαμβάνει χαρακτηριστικά περισσότερο προηγμένα, τα οποία συναντούσε κανείς μόνο σε λειτουργικά "επαγγελματικών" συστημάτων. Πριν κυκλοφορήσει τα Microsoft Windows XP, η Microsoft ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί τόσο την τεχνολογία των Microsoft Windows NT όσο και των Microsoft Windows 9x (95-98). Με τα Windows XP εισήγαγε μία νέα γραφική διεπαφή χρήστη, την πρώτη σημαντική αλλαγή, από τα Windows 95.
Ο ερχομός της νέας χιλιετίας βρίσκει τον Μπιλ Γκέιτς και την σύζυγο του Μελίντα να δημιουργούν το ίδρυμα "Bill & Melinda Gates Foundation", μια ανθρωπιστική οργάνωση, σκοπός της οποίας είναι η καταπολέμηση ασθενειών, όπως το AIDS αλλά και η ελονοσία, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο. Ο Μπιλ Γκέιτς, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, το 2008 παραχώρησε την προεδρία της Microsoft στη σύζυγο του Μελίντα και αφιερώνεται στο φιλανθρωπικό του έργο. Η εταιρεία του, παρά το ότι κατηγορείται συχνά (και καταδικάζεται) για παραβιάσεις των αντιμονοπωλιακών νόμων, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, είναι ο σχεδόν κυρίαρχος στα λειτουργικά συστήματα(Λ.Σ.) των προσωπικών υπολογιστών διότι έρχονται προ-εγκαταστημένα για κάποιο λόγο. ωστόσο είναι δυνατή η αντικατάσταση με άλλη έκδοση ή με τελείως άλλο Λ.Σ. ή την επανεγκατάσταση τους.
Το 2007, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, ο Γκέιτς διαθέτει περιουσία η οποία ξεπερνά τα 56 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Γκέιτς διαθέτει ως κατοικία μια εκπληκτική βίλα, ενώ είναι επίσης ιδιοκτήτης αρκετών διαμερισμάτων στον Trump World Tower, τον πολυτελέστερο ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης.
Ο Γκέιτς στις 27 Ιουνίου του 2008 άφησε την εργασία του στη Microsoft  με σκοπό να αφοσιωθεί στο φιλανθρωπικό ίδρυμα που ίδρυσε ο ίδιος.

more...http://lifeandartmagazine.blogspot.com/search/label/%CE%92%CE%B9%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B5%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου