Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ - ΙΟΥΛΙΑΣ ΜΠΑΛΑΟΥΡΑ, "Η ψαραδούλα".


Α' ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΠΑΦΟΥ

Η ψαραδούλα

Η θάλασσα κουνάριζε τις ψαρόβαρκες που αραδιάζονταν σαν σύννεφα από στοιβαγμένο μπαμπάκι στο λιμάνι. Ο ήλιος είχε φτάσει στο βασίλεμά του. Η Σμαρή άπλωνε τα δίχτυα στη θάλασσα και τα μάγουλά της πύρωναν από του ήλιου τις χρυσές ανταύγειες.
«Γεια σου βρε Σμάρω!» φώναζε από μακριά ο γεροκαφετζής με τα κιτρινιάρικα δόντια του να διαγράφουν ένα σιχαμερό χαμόγελο και υποκλίθηκε στη νεαρή ψαραδούλα. «Τι λαυράκια έπιασες σήμερα μαρή;» και χάιδευε τα λιγδερά μουστάκια του. Η Σμαρή αποφεύγοντας τη ματιά του γεροκαφετζή και απασχολημένη με την ψαρόβαρκά της, του έγνεψε με το χέρι αντίο φωνάζοντας πάνω από τα δίχτυα να περάσει αργότερα να τον φιλέψει κάνα ψαρικό. «Μετά πάππο, μετά, τράβα στο καλό τώρα για» και η φωνή της ανέβηκε σαν μέλι στο λαρύγγι της και στάθηκε στην τελευταία πινελιά του δειλινού. Έπιασε τα δίχτυα και τα’ ριξε στη θάλασσα. Το μενεξελί του δειλινού τρύπωνε στο δέρμα της κάνοντας την επιδερμίδα της να στραφτοκοπάει σαν τα καθάρια κρυστάλλινα νερά. Μικρές τούφες από καστανόξανθες μπούκλες έπεφταν στο πρόσωπό της και κάθε λίγο τις τίναζε προς τα πίσω μην αφήνοντας από τα χέρια της ούτε στιγμή τα δίχτυα.
Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα βουνά και η Σμαρή κίνησε για πιο βαθιά. Έριχνε επιδέξια το δόλωμα στο θαλασσινό νερό και σαν το καμάκι της έπιανε κάνα ψαράκι το τραβούσε σθεναρά και πεισματικά. Τράβηξε τα δίχτυα και γοργά προτού την πάρει η νύχτα άρχισε να ξεμπλέκει τα παγιδευμένα ψάρια και να τα ρίχνει στον κουβά με το νερό. Έβγαλε την ψαρόβαρκα στο λιμανάκι και την έδεσε. Έμεινε να ξεδιαλέγει τα ψάρια και κράτησε λίγα και για τον ξεκουτιασμένο καφετζή που μόνη του τέρψη αφότου πέθαναν πρώτα η γυναίκα του και μετά τα παιδιά του, ήταν το ρακί. Μάζεψε το λινό φουστάνι της που είχε βραχεί μέχρι τα μισά, το έστυψε να φύγει το περισσευούμενο νερό που είχε ρουφήξει από τη μάνα θάλασσα και πήδηξε έξω από τη βάρκα της. Τα μαλλιά της γεμάτα αλισάχνη και αρμύρα ασήμιζαν σχεδόν κάτω από το φεγγαρόφωτο. Τα γυμνά της πόδια είχαν λεκιάσει από τα υπολείμματα των ψαριών. Έσκυψε να βγάλει τη σακούλα με τα ψάρια για το γεροκαφετζή και πρόσεξε λίγα μέτρα παραπέρα μια ομάδα νεαρών να πειράζουν ένα γατάκι.
Η γάτα νιαούριζε θορυβημένη από τα πειράγματα των αγοριών που χαζογελούσαν και προσπαθούσε να ξεφύγει. Κουτσαίνοντας αποτραβήχτηκε στο πόδι της Σμαρής και κρύφτηκε.
«Έλα εδώ ψιψινέλι!» φώναζε το τσούρμο και άπλωνε τα χέρια στη γάτα δελεαστικά. Ξερόχορτα και αποφάγια προσγειώνονταν στο μέρος της γάτας που άπλωνε τα νύχια της απειλητικά στο μέρος των νεαρών. Η Σμαρή κουνούσε σιγαλά το πόδι της να αποδιώξει τη γάτα και βαστώντας τη σακούλα με τα ψάρια έτεινε να τα πετάξει πίσω στη βάρκα μην ορμήσει  η ψιψίνα. Άπλωσε τα χέρια της στη βάρκα όταν αίφνης η γάτα που είχε τυλιχτεί στη γάμπα της σαν όφις της πάτησε μια χαρακιά με τα νύχια. Αμέσως η Σμαρή έχασε την ισορροπία της και αφήνοντας μια κραυγή πόνου να της φύγει, έπεσε μες στο νερό. Τα χάχανα από το τσούρμο και τα ψιτ στη γάτα διακόπηκαν ευθύς. Διαλύθηκε η ομάδα και το καθένα τράβηξε φοβισμένο το δρόμο του.
«Βοήθεια! Βοήθεια! Πνίγομαι!» έβγαινε σπασμένη η φωνή της Σμαρής ενόσω πάλευε με το νερό. Ένας νεαρός από το τσούρμο, ψηλός και ηλιοκαμένος, χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στη θάλασσα.
«Μη φοβάσαι» και με ένα σάλτο έφτασε κοντά στην ψαραδούλα που κατάπινε ωκεανούς νερό. Τα χέρια της σταμάτησαν να παλεύουν και να σηκώνουν κύματα. Ο νεαρός βούτηξε πιο βαθιά και την τράβηξε στην επιφάνεια κρατώντας το κεφάλι της ψηλά. Κολυμπώντας με το ένα χέρι έπιασε την ψαρόβαρκα και τράβηξε με το άλλο χέρι  την ψαραδούλα στη βάρκα. Λιπόθυμη ως ήταν, της έδωσε τις πρώτες βοήθειες και μετά από λίγο η Σμαρή έβηχε ξερνώντας το θαλασσινό νερό. «Έλα μικρή μου, ησύχασε, είσαι καλά τώρα» μουρμούριζε χαμηλόφωνα ο νεαρός βαστώντας την από τα χέρια. Δεν είχε προσέξει ότι βρισκόταν δίπλα της κάποιος και για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια της πλανιόνταν δεξιά κι αριστερά γυρεύοντας τη φωνή. «Εδώ είμαι Σμαρή» και στο άκουσμα του ονόματός της αντίκρισε ένα ξανθό αγόρι με ψαράδικο παντελόνι και γαλανά μάτια να την κοιτάζει όλο ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Της άφησε τα χέρια και κείνη κάνοντας να φύγει, τρέκλισε. «Άουτς!» Είδε τη γάμπα της με τις βαθιές χαρακιές και τότε θυμήθηκε τη γάτα που είχε βυθίσει στο πετσί τα νύχια της. Ο νεαρός σε μια στιγμή αμηχανίας έπιασε τη Σμαρή από τη μέση, τη σήκωσε και την έβγαλε από τη βάρκα. Σαστισμένη από την κίνησή του και με το βλέμμα της καρφωμένο στο δικό του σαν να έλεγε τι στο δαίμονα κάνεις, άφησέ με κάτω, μπορώ να περπατήσω! αφέθηκε στην αγκαλιά του νεαρού κουρασμένη. Την άφησε κάτω και είδε την πληγή στη γάμπα της.
Τον πρόφτασε. «Σε ευχαριστώ, αλλά δεν είναι τίποτα. Μη σε κρατάω».
Χαμογελώντας της, της αποκρίθηκε:
«Μου επιτρέπεις;» και κατηύθυνε το βλέμμα του στο λευκό φουστάνι της που είχε ξεφτίσει. Τον κοιτούσε με απορία για το τι ήθελε να κάνει με το φουστάνι της. Κείνος γελώντας έσκισε μία λωρίδα από την άκρη.


«Να δέσω την πληγή Σμαρή» και καθαρίζοντας την πληγή με θαλασσινό νερό, έδεσε τη λωρίδα γύρω από τη γάμπα της. Τα δάχτυλά του άγγιζαν το μεταξένιο δέρμα της σαν να να ήταν φτιαγμένο από χνούδι και μπαμπάκι, με τόση λεπτότητα καθάριζε την πληγή και έδενε τη λωρίδα. Σαν πέρασε την αυτοσχέδια γάζα η παλάμη του έμεινε ασυναίσθητα να χαϊδεύει ελαφρά τον αστράγαλό της. Η Σμαρή τινάχτηκε στην αίσθηση του αγγίγματός του και τραβήχτηκε μακριά. Ψέλλισε ένα ευχαριστώ και αποχαιρέτησε το νεαρό.
«Τίποτα μικρή. Να προσέχεις μονάχα. Ποιος ξέρει την επόμενη φορά τι μπορεί να συμβεί. Μπορεί να μην είμαι δω να σε γλιτώσω» και της έδωσε τη σακούλα με τα ψάρια.
«Αχ τα ψάρια!» αναφώνησε η Σμαρή. «Σε ευχαριστώ!»
Της χαμογέλασε και πλησιάζοντάς την πρόσωπο με πρόσωπο της είπε:
«Είσαι η πιο όμορφη ψαραδούλα που έχω ποτέ μου γνωρίσει και μάλιστα κάτω από τέτοιες συνθήκες και έδειξε με τα χέρια του ,κάνοντας ένα βήμα πίσω, τα κουρέλια που φορούσαν. Και οι δυο τους γέλασαν δυνατά με τα χάλια τους.  
«Πώς ξέρεις το όνομά μου;» τον ρώτησε στρέφοντας το βλέμμα της επάνω του.
«Έχουν να λένε οι συγχωριανοί για σένα και τη βάρκα σου.» Η Σμαρή μειδίασε κοκκινίζοντας και τράβηξε για την αμμουδιά. Την είδε που απομακρυνόταν σαν πτηνό του ουρανού με βρεγμένα μαλλιά και ένα λινό φουστανάκι που διέγραφε τις καμπύλες του κορμιού της. Κοιτούσε τις γυμνές πατούσες της που άφηναν τα χνάρια τους στην άμμο και προσπαθούσε να συμβαδίζει με το βήμα της. Ακολουθούσε σκυφτός τις πατημασιές της στην άμμο και κάθε απειροελάχιστη αλλαγή στο βηματισμό της τον έκανε να σταματά και να αφουγκράζεται τον κυματισμό της. Σκαρφάλωσε στο βράχο με τον αφρό της θάλασσας να σκάει πάνω στα πέλματά της. Την πρόφτασε και η Σμαρή καρφώνοντάς τον με τα σμαραγδένια μάτια της του ζήτησε να της χαρίσει το όνομά του.
«Άγγελος» της είπε ψιθυριστά στο αυτί της με την ανάσα του να ανεβοκατεβαίνει στο αυτί της γλυκά. Εκείνη με τη σειρά της έστρεψε τα μάτια της στο νεαρό. «Για μένα πάντως απόψε ήσουν ο άγγελος φύλακάς μου! Αυτό είναι το σίγουρο! Και δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω Άγγελε.»
«Κάτι θα βρω» της είπε περιπαικτικά. «Έλα πάμε, νύχτωσε για τα καλά Σμαρή». Έτεινε να τη βοηθήσει αλλά εκείνη γοργόφτερη κατέβηκε με ένα σάλτο από το βράχο.
«Ωπς! Ξεχάσαμε τα ψάρια και θα κράζει ο πάππος!» του θύμισε η Σμαρή. Τάχυνε το βηματισμό της προς το λιμανάκι και κείνος στα μισά της διαδρομής την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε στα χείλη. Εκείνη δίστασε για λίγο. Την έσφιξε κοντά του και αισθανόταν το χτυποκάρδι της, τον παλμό της. Τα χέρια του λαίμαργα χάιδευαν κάθε μυριοστό του κορμιού της. Η Σμαρή ρίγησε στα χάδια του και τραβήχτηκε από κοντά του.
«Τα ψάρια..» σιγομουρμούρισε ντροπαλά. Σαν έφτασαν στην ψαρόβαρκα, πήρε η Σμαρή τα ψάρια για το γεροκαφετζή και ο Άγγελος πήγε μαζί της.
Μπαίνοντας στο καφενείο του χωριού την είδε ο γεροκαφετζής και βρωμώντας ρακί την καλησπέρισε.
«Σμάρω, βρε βρε, βλέπω έφερες και παρέα! Αα να και τα ψάρια μου. Βλέπω δεν τα ξέχασες Σμάρω! Εύγε! Και έλεγα μπας και μας ξέχασε η Σμάρω.»
«Όχι πάππο, δε σε ξέχασα. Ορίστε τα ψάρια σου» είπε εκείνη και ο γέρος την άρπαξε από το χέρι γελώντας και με μάτια κόκκινα και πρησμένα από το πιοτί. Κούτσαινε και έριχνε το βάρος του στη Σμαρή για να ισορροπήσει.
«Έλα πάππο άσε με. Με πονάς.» και προσπάθησε να απομακρύνει το χέρι της από τη λαβή του.
«Άφησέ την» ήταν η φωνή του Άγγελου. Παραμέρισε τον μεθύστακα από τη Σμαρή και την πήρε από κει μέσα. Ο γέρος μπεκρής βλαστήμιζε που ανακατεύτηκε ο νεαρός. Οι συντοπίτες τον τράβηξαν και  του έβαλαν να πιει. «Πιες μπάρμπα και άσε την ψαραδούλα να τραβήξει το δρόμο της» ακούγονταν οι φωνές των συγχωριανών του με τα χνώτα τους να μυρίζουν κρασί και να χωρατεύουν.
Η Σμαρή αγκάλιασε τον Άγγελο και έκρυψε το βουρκωμένο πρόσωπό της στους ώμους του. Σαν ησύχασε, εκείνος της φίλησε τα ματόκλαδα.
«Πάμε να φύγουμε Σμαρή μου, σε παρακαλώ» της ψιθύρισε σιγαλά στο αυτί.
«Δεν ξέρεις τι μου είχε κάνει αυτός ο ξεκούτης στο παρελθόν…»
«Σταμάτα Σμαρή. Μικρή μου ψαραδούλα, όσο είμαι εγώ εδώ δεν πρόκειται κανείς και τίποτα να σε πειράξει. Κατάλαβες;» της είπε σφίγγοντας τη γροθιά του από θυμό.Την έσφιξε στην αγκαλιά του και άκουγε τον αναστεναγμό της να απαγκιάζει στην ψυχή του, να βρίσκει ο κάθε χτύπος το λιμανάκι του και να ανεβαίνει σαν θυμίαμα στην καρδιά.
Κάθισαν στο γιαλό με τη θάλασσα να λικνίζει τις ψαρόβαρκες και την αυγούλα να στέλνει με χίλια φιλιά γλυκιές καλημέρες στο πρόσωπό της. Το φεγγάρι υποκλινόταν σε μία άλλη καινούρια ευλογημένη μέρα να ανατείλει. Το θείο μυροβόλο άρωμα της θάλασσας τρύπωνε στο φυλλοκάρδι της και τους έβρισκε μαζί με τις πρωινές αυγούλες να ροδίζουν τα μάγουλά τους. Η θάλασσα μακριά, πολύ μακριά φάνταζε τώρα πια. Η ψαρόβαρκα της Σμαρής κυμάτιζε και ο αχός της θάλασσας τρύπωνε στα αυτιά τους τραγουδώντας μύριους σκοπούς.
Μια ευλογημένη μέρα γλυκοχάραζε, η πιο ζεστή μέρα του Αυγούστου, με την αγάπη κάπου εκεί κοντά να αναφουφουλιάζει και ένας θαμπός δίσκος να ξεπροβάλλει από τα βάθη της θάλασσας βάφοντας με χρυσό τις σιλουέτες που σφιχταγκαλιασμένες αφουγκράζονταν κάθε χτύπο, κάθε κύμα και κάθε σκίρτημα… Ήταν πράγματι μια ευλογημένη μέρα του καλοκαιριού…

Μπαλαούρα Ιουλία - Ιωάννα


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Μπαλαούρα Ιουλία –Ιωάννα
Ημερομηνία Γέννησης: 24 Φεβρουαρίου 1995
Τόπος Γέννησης: Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας

Τόπος κατοικίας: Κομοτηνή Ροδόπης

ΣΠΟΥΔΕΣ:
Προπτυχιακό έτος σπουδών Γ’ Εξαμήνου  στο τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

ΛΟΙΠΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ/ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ:
• «D.R.C.S.-Βασικές Αρχές Αυτοάμυνας», Τουρτίδης Ευθύμιος, 22 Φεβρουαρίου 2014, Κομοτηνή, Αναμνηστικό Δίπλωμα πιστοποίησης παρακολούθησης
• 4ος  Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός για την Ιστορία των Ποντίων: Α’ βραβείο
• 1ος  Διεθνής Ποιητικός Διαγωνισμός «Έρως – Οίνος – Άμπελος»: δεύτερη φιναλίστ στη σειρά
• Έκδοση ποιημάτων μου στο αμερικανικό περιοδικό “Harbinger Asylum
• “What does an enlarged EU mean to you?” Ευρωπαϊκός διαγωνισμός γραπτού λόγου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Γενικής Διεύθυνσης Διεύρυνσης, Ιούλιος 2014,  Πιστοποιητικό Αναγνώρισης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου