Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ "ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ" ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ


“Χειμωνιάτικη νύχτα”

 Χειμώνας.  Κρύο διαβολεμένο κι’ εγώ πρέπει να ξενυχτήσω, διαβάζοντας για το διαγώνισμα της Ιστορίας που έχω το απόγευμα της αυριανής ημέρας.
Το καλοριφέρ έχει σβήσει εδώ και ώρα, κρυώνω πολύ και κάθομαι στο γραφείο μου ακουμπώντας τις πατούσες μου σε μία ηλεκτρική θερμοφόρα, που ζεσταίνει όχι μόνο τα παγωμένα μου άκρα αλλά το μυαλό  και την καρδιά μου.
Μια κούπα με αχνιστό καφέ φίλτρου με ελάχιστο γάλα μου κρατάει συντροφιά αλλά με κρατάει και ξύπνιο.
Έχω αφοσιωθεί στο διάβασμα, περισσότερο για το ΤΙ διαβάζω, παρά για το πώς θα το αφομοιώσω για να το γράψω αύριο κατά πώς πρέπει και να πάρω το βαθμό χάριν του οποίου ξενυχτάω , αντί να κοιμάμαι κάτω από το πουπουλένιο, ζεστό  πάπλωμά μου στο ωραίο μου κρεβάτι.

Υπάρχουν ορισμένοι ιστορικοί που αφηγούνται τα  γεγονότα τόσο παραστατικά μέσα στο περιορισμένο χώρο ενός κεφαλαίου σχολικού βιβλίου, που σου κάνει ευχαρίστηση να τα διαβάζεις. Σαν ένα ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα.
Όπως υπάρχουν και άλλοι ιστορικοί, που το ίδιο αυτό θέμα στο βιβλίο άλλης τάξης το γράφουν τόσο μπερδεμένα και δυσνόητα, που ο φτωχούλης ο μαθητής ναι μεν το διαβάζει, αποστηθίζοντάς το όμως σαν παπαγαλάκι, σιχτιρίζοντας τόσο τον ιστορικό όσο και το έρμο το σχολειό.
Μα γιατί γίνεται αυτό;
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. 
Εκεί λοιπόν που διάβαζα και ήμουν πραγματικά επηρεασμένος από το τέλος μιας φονικότατης αρχαίας μάχης με εκατοντάδες νεκρούς , βλέπω να κινείται το πόμολο της τζαμένιας πόρτας του δωματίου.
Πίσω από τα διαφανή της τζάμια δεν ήταν ΚΑΝΕΙΣ.
Στο σπίτι όλοι κοιμόντουσαν εδώ και ώρα . Περασμένα μεσάνυχτα ‘’η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα’’ ,όπως έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου…
«Μα γιατί το κάνουν αυτό τα ευλογημένα τα φαντάσματα;» την ρωτούσα.
«Προφανώς για να’ ναι… σίγουρα ότι δεν θα τα δούμε, μιας και τέτοια ώρα θα κοιμόμαστε βαθιά.»
Άλλη εξήγηση δεν είχε να δώσει για την ώρα της εμφάνισής τους !
Φοβητσιάρικο παιδί δεν μπορώ να πω ότι ήμουν ιδιαίτερα , και σε κάτι τέτοιες στιγμές θαρρείς κι εγώ αντρειωνόμουν.
Παρόλα αυτά, για λίγα λεπτά αποφάσισα να μην κοιτάζω το χερούλι της απέναντι τζαμόπορτας.
Όμως η σκέψη μου οδηγούσε τα μάτια μου σ ’αυτό ακριβώς το σημείο. Σα μαγνήτης ένα πράγμα.
Κοιτάζω.

Το χερούλι κύριος . Ακίνητο, σαν Εύζωνας μπροστά στον Άγνωστο στρατιώτη!
‘’Ουφ’’ , σκέφτηκα. ‘’Τι γίνεται φίλε; Επηρεάζεσαι από τα γεγονότα που διαβάζεις; Μα αν είναι έτσι , τότε μέχρι το τέλος της χρονιάς και μετά από τα τόσα δραματικά γεγονότα που θέλεις δε θέλεις θα διαβάσεις αφού είναι στην Ύλη της σχολικής σου χρονιάς και ο Χίτσκοκ μπροστά τους θα μοιάζει αυτό που πραγματικά είναι ,ένα άκακο κοντόχοντρο ανθρωπάκι και τα έργα του δεν θα αντέχουν σε καμιά σύγκριση μαζί τους.
Και το βλέμμα μου, να το που ξαναγυρίζει στο χερούλι της πόρτας.
Να τα μας πάλι.
ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΛΑΘΟΣ.
Το χερούλι γυρίζει αργά, εφιαλτικά, προς τα κάτω , ΜΟΝΟ ΤΟΥ.
Τα’ παιξα. Να μην το πω;
Τα χρειάστηκα για τα καλά.
Ώστε δεν ήταν αποκύημα της επηρεασμένης μου φαντασίας τόσων πεθαμένων στρατιωτών.
Πάει και τελείωσε . Το χερούλι γύριζε μόνο του.
ΜΟΝΟ ΤΟΥ.
Μη και κανένα πνεύμα των σκοτωμένων εκείνων ανθρώπων , για τη μοίρα των οποίων τώρα διαβάζω να ήθελε να μου κάνει συντροφιά αυτό το παγωμένο χειμωνιάτικο βράδυ; Σαν να ήθελε να με ευχαριστήσει που ενδιαφέρθηκα με τόσο ζήλο για τα τεκταινόμενα της φονικής άγριας αρχαίας μάχης, ξεχασμένης εδώ και χιλιετίες.
Ταξίδι μεγάλο θα έκανε μέσα στον Χρόνο, μέχρι να έρθει κοντά μου.
Δεν έβγαζα άχνα,  που λένε.
Ακόμη και αν το ήθελα, η φωνή μου είχε θαρρείς παγώσει και από το λάρυγγά μου δεν έβγαινε ήχος.
Θα έχετε δει σε ενύπνιο εφιάλτη ότι θέλετε να τρέξετε για να ξεφύγετε από κάποιον εχθρό που σας καταδιώκει και εσείς να μη μπορείτε να κάνετε βήμα.
Κάτι τέτοιο έπαθα κι’ εγώ .
Ήθελα να φωνάξω τη μάνα μου , τον πατέρα μου – κυρίως αυτόν —που κοιμόντουσαν στο διπλανό με το γραφείο μου δωμάτιό τους. Απλά δεν μπορούσα.
Τσιμπήθηκα να δω μήπως και βλέπω άσχημο όνειρο , μα δυστυχώς ήμουν ξύπνιος .
Με τα πολλά κατάφερα και ψιθύρισα:
«Ποιος είναι εκεί; Τι θέλεις; Λέγε που να σε πάρει.»       
Σαν σε απάντηση της φράσης μου αυτής , το χερούλι στριφογυρίζει γρηγορό τερα και όπου να’ ναι θ’ ανοίξει την πόρτα , σκέφτομαι , και θα μου ορμήσει.
«Παναγιά μου τι να κάνω;
Μωρέ φαντάσματα;
Φαντάσματα στο δικό μου σπίτι στο κέντρο της Αθήνας; Σε τούτον τον αιώνα;»
Ιστορίες παμπάλαιες, γιαγιάδων και ηλικιωμένων συγγενών , για αερικά , δαιμονικά, ξανάρχονται στο νου μου και με κάνουν να τρέμω.
Στη Σκωτία πρόσφατα που είχα πάει και που υποτίθεται πως είναι η …Μέκκα του είδους όχι μόνο  δεν είδα φαντάσματα, μα ούτε και άκουσα κανέναν να διηγείται κάτι παρόμοιο μ ΄ αυτό που συνέβαινε τη νύχτα αυτή.
Σκέπτομαι:
Και γιατί εγώ ο ανόητος, κάθομαι έτσι άπραγος και άυπνος; Η αυριανή μου αποτυχία, δεδομένης της δικαιολογημένης ψυχικής μου ταλαιπωρίας, είναι σιγουρότατη.
Τρίβω τα μάτια μου να διώξω το γλάρωμα που άρχισε να με καταβάλει.
Κοιτάζω τη τζαμόπορτα.
Το χερούλι ακίνητο σαν το κοκαλωμένο μου κορμί πίσω από το γραφείο μου.
Βάλθηκε να με τρελάνει. Μια γυρίζει, μια ακινητοποιείται, με τις σκέψεις μου να είναι  πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα.
‘’ Άντε στην ευχή μαντράχαλος δεκάξι χρόνων  να αφήνω να με παρασύρουν φαντασιώσεις μιας παγωμένης χειμωνιάτικης νύχτας’’, σκέφτηκα.
Και συνέχισα να κάθομαι χωρίς ούτε να διαβάζω, ούτε να κινούμαι παρά  μόνο να νυστάζω αφόρητα.
Κάποια στιγμή αποφασίζω να σηκωθώ . Και πριν το κάνω , ρίχνω μία τελευταία ματιά προς το χερούλι της πόρτας, από την οποία σημειωτέον έπρεπε και να περάσω για να πάω στο δωμάτιό μου που ήταν στην άλλη άκρη του σπιτιού στο τέρμα ενός μακρόστενου χολ.
Και το βλέπω . Να το . Το χερούλι, σιγά αλλά σταθερά γυρνάει προς τα κάτω ξανά.
Μία μεγάλη μου παράλειψη και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό ,είναι ότι δεν περιέγραψα λεπτομερώς την πόρτα και αυτό είναι μεγάλης σημασίας. Λοιπόν:
Από την κορυφή της μέχρι το χερούλι ήταν τζάμια. Από το χερούλι και κάτω ξύλινη, γύρω στο μισό μέτρο ύψος .
Η πόρτα τεράστια. Όχι σαν τις σημερινές που το ύψος τους δεν ξεπερνά τα δύο μέτρα και είκοσι εκατοστά. Τα δωμάτια ψηλοτάβανα τέσσερα μέτρα ίσως, ενώ σήμερα δεν είναι πάνω από 2.60 το πολύ.  Και ως εκ τούτου οι πόρτες είχαν το ανάλογο ύψος.


Ε, τώρα τι να πω; Ότι δεν φοβήθηκα; Και ποιος στη θέση μου δεν θα φοβόταν; Εδώ η ιστορία εξελισσόταν σε θρίλερ .Δεν είχα να κάνω με ζώντα προφανώς οργανισμό αλλά με κάτι το άυλο , αφού δεν έβλεπα κανέναν να το γυρίζει το ρημάδι το πόμολο.
Αντί να βάλω τις φωνές όπως με είχαν συμβουλέψει να κάνω  σε ανάλογες περιπτώσεις οι αρχηγοί μου στους προσκόπους, με πιάνει η αντρειοσύνη , αυτή που προανέφερα, πλησιάζω την πόρτα αποφασιστικά, πιάνω το χερούλι και ΑΝΟΙΓΩ τη πόρτα…..   
Ένας τεράστιος άγνωστος γάτος— ή γάτα ; που να ξέρω-- μαύρος σαν το έρεβος που πιάνει τη νύχτα λίγο πριν το ξημέρωμα, είχε εγκλωβιστεί στο σπίτι μέσα!
 Εμείς , ζώα στο σπίτι μας , είτε πραγματικά είτε μεταφορικά (!)δεν είχαμε. Προφανώς όντας  παγιδευμένος , βλέποντας φως προσπαθούσε να κάνει δειλά δειλά αισθητή την παρουσία του, να του ανοίξω την εξώπορτα και να ξεκουμπιστεί.
Σε περιπτώσεις που ένα ζωντανό νιώθει παγιδευμένο, τι κάνει; Συνήθως  δεν αντιδρά βίαια;
Τούτος όμως ο γάταρος έδειχνε ντροπιασμένος , ίσως φοβισμένος. Σαν να ήθελε αφ’ ενός να ζητήσει βοήθεια και αφ’ ετέρου συγγνώμη που ενοχλούσε ξένους γι’ αυτόν ανθρώπους.
Ήθελε να ανοίξει τη πόρτα με ανθρώπινο τρόπο.
Τι είπα;
 ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ τρόπο;;;
Ξαναήρθαν στο νου μου οι νεκροί στρατιώτες στο βιβλίο μου της Ιστορίας που διάβαζα…
Και ένα εύλογο ερώτημα:
ΓΙΑΤΙ  ΔΕΝ ΝΙΑΟΥΡΙΣΕ ;
ΓΙΑΤΙ  ΔΕΝ  ΈΓΔΕΡΝΕ  ΤΗ  ΠΟΡΤΑ  ΟΠΩΣ  ΚΑΝΟΥΝ  ΟΙ  ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΙ  ΣΚΥΛΟΙ ΚΑΙ  ΓΑΤΕΣ;;;;
Ας μου απαντήσει κάποιος.
Τον περίεργο γάτο δεν τον ξαναείδα .
Ούτε στο μεγάλο μαγαζί του ισογείου που είχε κάμποσες γάτες, μα ούτε και στη γειτονιά.
Ούτε και κανείς από τους γείτονες που τους διηγήθηκα το περιστατικό είχε δει ποτέ ένα γάτο, σαν αυτόν που τους περιέγραψα ….. 
Μωρέ λες;;;;;

Παναγιά μου !!!


Λένα Μαυρουδή Μούλιου
ΤΕΛΟΣ

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου