Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ. (αστυνομικό διήγημα) της Λένας Μαυρουδή Μούλιου.


ΑΘΗΝΑ  ΦΘΙΝΌΠΩΡΟ 2014.

Το τρένο είχε αναπτύξει τη μέγιστη δυνατή του ταχύτητα.
Για σκέψου, χωρίς φουγάρα πια και κάρβουνο να ταΐζει τις μηχανές του και χωρίς εκείνη την χαρακτηριστική καρβουνόσκονη να μεταλλάσσει τον μηχανοδηγό σε άτομο απροσδιορίστου φυλής και φύλλου. Για να μην αναφερθούμε στην απίστευτη μόλυνση του περιβάλλοντος. Μόλις λίγες δεκαετίες από την εποχή εκείνη …
Υπερσύγχρονο πια μέσο  μεταφοράς, πολυτελές, διαστημικό θα λέγαμε και ψυχρό . Χωρίς επίσης εκείνη τη  ρυθμική μονότονη ‘’μουσική,’’ του ντούκου ντούκου ντουκ, ντούκου ντούκου ντουκ, που σε νανούριζε. Έτρεχε τώρα  σαν βολίδα, απαλά, χωρίς αναταράξεις σαν να γλιστρούσε πάνω σε βελούδο.
Πλησιάζαμε το ‘’τούνελ του ληστή’’ όπως ήταν γνωστότερο και από  την επίσημη απρόσωπη  ονομασία του, ‘’Τούνελ αριθμ. 3’’.Έργο μεγαλειώδες βγαλμένο από τα χέρια και το μυαλό του ανθρώπου, που τρύπησε την καρδιά του βουνού την διαπέρασε και συντόμευσε τη διαδρομή κατά μία ολόκληρη ώρα, αφού δεν θα ήταν το τρένο πια αναγκασμένο να κάνει τον κύκλο της τεράστιας βουνίσιας περιφέρειας. Ένα θαύμα. Ένα έργο αντάξιο της ανθρώπινης ευφυΐας και των τεράστιων δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας. Έτρεχε γρηγορότερα από την αστραπή.
Προσωπικά η ταχύτητα αυτή η ασύλληπτη, μου φέρνει πάντα μια νευρικότητα που δεν ξέρω πώς να την εξηγήσω. Μια εξήγηση θα πρέπει να υπάρχει, ίσως και να είναι κατάλοιπο της ανάμνησης του τρένου στο μεγάλο Τσίρκο που ανεβαίναμε σαν παιδιά, που τα ξεφωνητά  του τρόμου μας ηχούν ακόμη στα αυτιά μου.
Ξάφνου και για δευτερόλεπτα, σβήνουν τα φώτα στο βαγόνι που βρισκόμουν και δεδομένου ότι είχαμε μπει ήδη στο ‘’τούνελ του ληστή’’, το σκοτάδι ήταν έντονο παρά το γεγονός ότι το τούνελ φωτιζόταν από υπέροχους φωτισμούς . Μα πώς να το κάνουμε . Ήταν σαν να είμαστε σε σπίτι σκοτεινό, ενώ η Πλατεία απέξω  ηλιοφώτιστη. Σ’ αυτά τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα του σκοταδιού που μέσα στην καμπίνα ήταν έντονο, βλέπω  ένα μικρό φωτάκι λέιζερ να φέρνει βόλτα πάνω μας και μια απειροελάχιστη στιγμή να σταματάει σε ένα σημείο και αμέσως μετά να σβήνει.

Κάποιο παιδί θα είναι  σκέφτηκα, που παίζει με ένα τέτοιο παιχνίδι, όπως πολλές φορές είχα δει  τα βράδια,  μη ξέροντας στην αρχή τι είναι, στο πυκνόφυτο πάρκο της γειτονιάς μου.
Έκανα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου. Δεν τα κατάφερα.  Η διέλευση του τούνελ θα κρατούσε πέντε λεπτά. Κοιτάζω το φωσφορίζον ρόλεξ μου που το καμάρωνα και που σε κάτι τέτοιες στιγμές σκοτεινιάς,  το ένιωθα σαν παρηγοριά, καθώς το σκοτάδι μου έφερνε πάντα μια αναστάτωση και μια αίσθηση μοναξιάς.  Ήδη τα δύο  από τα πέντε λεπτά είχαν περάσει.
Το λέιζερ άναψε ξανά χωρίς τώρα πια να περιφέρεται . Εστίασε σε ένα σημείο, έμεινε εκεί για κλάσματα  δευτερολέπτου και πριν σβήσει και πάλι, σαν να μου φάνηκε ότι άκουσα ένα ΩΧ ανθρώπινου βογγητού να βγαίνει από κάπου εκεί μπροστά που καθόμουν .Έβγαλα το φακό που είχα στον χαρτοφύλακά μου, στην ουσία ένα μπρελόκ που στόλιζε τα κλειδιά μου και που έβγαζε μια λάμψη ικανή να διαλύσει τα σκοτάδια σε μια κοντινή βέβαια ακτίνα από μένα. Περιέφερα το φως γύρω μου. Οι συνεπιβάτες απέναντί μου κοιμόντουσαν ή έτσι τουλάχιστον έδειχναν, εκτός από έναν ευτραφή κύριο ο οποίος με κοιτούσε έντονα, χωρίς να ξέρω αφ’ ενός το γιατί και αφ’ ετέρου συνειδητοποίησα ότι με έβλεπε σαν ένα περίεργο ον, τουλάχιστον.
Σκέφτηκα , όταν έρθει το φως, θα τον ρωτήσω τι το περίεργο έβλεπε επάνω μου και με κοιτούσε τόσο διαπεραστικά κάνοντάς με να νιώθω περίεργα, επηρεασμένος και από το ‘’τούνελ του ληστή’’ που ήταν εξωπραγματικό. Η αίσθηση ότι διαβαίναμε από την καρδιά του βουνού, μου δημιουργούσε πάντα ένα είδος κλειστοφοβίας. Το όλο σκηνικό με έκανε να ανησυχώ.
Ήρθαν τα φώτα και ανέπνευσα, γιατί το προηγούμενα σκοτάδια, μαζί με την απίστευτη ταχύτητα, μου είχαν διαλύσει τα νεύρα.
Μα γιατί το αεροπλάνο δεν μου δημιουργεί την ίδια αίσθηση, που η ταχύτητά του είναι σαφώς μεγαλύτερη ;Απλά γιατί αυτή του τραίνου είναι γήινη , όπως την έλεγα , ακουμπούσε στη Γη , στο έδαφος αδελφέ , δεν ήταν εναέρια , αν καταλαβαίνατε τι θέλω να σας πω, την αισθανόμουν, την ακουμπούσα, βλέποντας συνάμα και το τοπίο να τρέχει ανάποδα και γρήγορα σαν ταινία σε fast motion.
O ευτραφής κύριος απέναντί μου εντωμεταξύ να μη ξεκολλά το βλέμμα του από πάνω μου. Καταντούσε εξοργιστικό. Δεν άντεξα. Έσκυψα προς το μέρος του και τον ρώτησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα:
«Τι συμβαίνει κύριε ; Σας θυμίζω κάποιον ; Ή κάτι περίεργο έχει φυτρώσει στο πρόσωπό μου που σας κίνησε το ενδιαφέρον;»
Μα και πάλι ο άνθρωπος δεν μου απάντησε εξακολουθώντας να με κοιτάζει αναιδώς και πάντα το ίδιο έντονα.
Με έπιασαν τα διαβόλια μου . «Κοιμάστε μήπως με ανοικτά τα μάτια; Με συγχωρείτε αλλά θα πρέπει να σας συμβαίνει κάτι.»
Η διπλανή του κυρία ακούγοντας τις ερωτήσεις που απεύθυνα στον συνεπι βάτη μας χωρίς να παίρνω απαντήσεις , γυρίζει , τον κτυπά στον ώμο μα ο άνθρωπος χωρίς μεν να αντιδράσει λεκτικά, με το ελαφρύ κτύπημα της κυρίας, έγειρε στο άνετο κάθισμά του και κοιτούσε εκείνην τώρα περίεργα, κατά πρόσωπο.
«Μα τι συμβαίνει κύριε;» τον ρωτάει. Και μη παίρνοντας απάντηση επιτέλους καταλάβαμε ότι ο άνθρωπος εδώ και αρκετά λεπτά ναι μεν ταξίδευε με το σώμα του μαζί μας , μα η ψυχή του ταξίδευε γι’ αλλού κι’ αλλού. Και αυτό, γιατί κάποιος άλλος συνεπιβάτης μας έτσι το θέλησε  και τον σκότωσε. Και το επιβεβαίωνε αυτό, ένας αιμάτινος λεκές που όσο πήγαινε και γινόταν μεγαλύτερος, εκεί λίγο πιο πάνω από την ευτραφή του κοιλίτσα, του καημένου. Τόσο η κυρία , όσο κι’ εγώ μείναμε με το στόμα ανοικτό. Τρέμοντας μπόρεσα να κτυπήσω το κουδούνι του συναγερμού, ελπίζοντας όχι βέβαια να σταματήσει το τραίνο, αλλά να ειδοποιηθούν κάποιοι  υπεύθυ νοι να αναλάβουν την υπόθεση στα χέρια τους, γιατί εξελισσόταν σε θρίλερ.
Μα πού βρισκόμουν βρε παιδιά, στο Οrian Express; Και ο Ηρακλής Πουαρώ πούντον ; Σαφώς δεν είμαστε με τα καλά μας. Και η μόνη μας διαφορά με το Εxpress εκείνο, ήταν, ότι εμείς είμαστε ευκαιριακοί επιβάτες ενός σύντομου σχετικά ταξιδιού.
Γρήγορα, φθάνει στο βαγόνι μας μια παρέα τριών αξιωματούχων να τους πω; Ή καλύτερα ανώτερους υπαλλήλους του σιδηροδρόμου. Εν τάχει μαθαίνουν τα διαδραματιζόμενα, βεβαιώνονται  ότι ο άνθρωπος είναι νεκρός και προστάζουν: «Κυρίες και κύριοι βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσουμε ότι το βαγόνι τίθεται υπό περιορισμό, καραντίνα, ή όπως αλλιώς πέστε το.  Κανείς δεν θα βγει ή θα μπει εδώ μέσα έως ότου φτάσουμε στο τέρμα.»
«Συγγνώμη κύριε Σταθμάρχη ή ό, τι άλλο είστε, αλλά εμένα η αδρεναλίνη μου, έχει ανέβει στα ύψη με δυσμενή συνεπακόλουθα φοβάμαι» του λέει ντροπαλά η κυρία δίπλα στον νεκρό.
«Αφήστε κυρία μου τα συνεπακόλουθα πρώτα να συμβούν και μετά τα συζητάμε.»
«Δεν καταλάβατε κύριε , συμβαίνουν ήδη και είναι πολύ βιαστικά δυστυχώς.»!
Και ο υπεύθυνος προστάζει έναν εκ των δύο υφισταμένων του, να συνοδεύσει την κυρία στο W.C.
 To  τι πλάκα έχει να γίνει με τον φουκαρά ‘’συνοδό’’ από τους συναδέλφους του που θα του κολλήσουν τη ρετσινιά του συνοδού ηλικιωμένων κυριών για κατούρημα την φανταστήκαμε όλοι! Μα τι να του κάνουμε και μείς;  Ανωτέρα βία.
Στο βαγόνι ήμασταν:
Εννέα επιβάτες από την δεξιά μεριά των παραθύρων και εννέα από την άλλη. Στη μέση του μεγάλου διαδρόμου έξη , καθισμένοι ανά δύο . Ο όλος χώρος άνετος τόσο για καθισμένους όσο και περιπατητές. Επομένως 24 ταξιδιώτες,  οι 23 εξ αυτών  ζωντανοί μέχρι …στιγμής!!! Μεταξύ όλων μας, ένα κοριτσάκι,  θα ήταν δεν θα ήταν δύο ετών και μάλλον απίθανο να ήταν χρήστης του λέιζερ, που αργήσαμε να το καταλάβουμε , μα ήταν εξάρτημα όπλου για καλύτερη σκόπευση. Και ανάμεσά μας, ένας δολοφόνος.
 Βρε πού έμπλεξα στα καλά καθούμενα!  
Βρε τρεχάματα που θα τα είχαμε σήμερα. Το καταλαβαίναμε όλοι, ότι κανείς δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από το να είναι δυνάμει φονιάς…  Τι σημασία και αν είχαμε σοβαρές δουλειές που μας περίμεναν, ό, τι και να είχαμε, σοβαρότερο από τούτον  εδώ τον νεκρό δεν υπήρχε. Παρόλη τη  απελπισία μου αυτό το καταλάβαινα . Και απίστευτο, μα μόλις το κατάλαβα , χαλάρωσα. ‘’Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον’’ σκέφτηκα και αφέθηκα να βιώνω μία αστυνομική ιστορία όχι στην T.V. και το σινεμά ούτε διαβάζοντάς την σε κανένα περιοδικό, αλλά δια ζώσης . Υπενθυμίζοντας και στον εαυτό μου, ότι ήμουν εν δυνάμει ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ για τις Διωκτικές Αρχές, όπως και οι 22άλλοι συνεπιβάτες μου (21 για την ακρίβεια, αφαιρώντας τη μικρή.)    
Εννέα άντρες , έξη γυναίκες , τρία κοριτσόπουλα τέσσερις νεαροί και η μικρούλα.
Ποιος απ’ όλους μας ο άθλιος εγκληματίας; Που για να σκοτώσει έναν άνθρωπο εδώ μέσα εγκλωβιζόμενος και ο ίδιος, θα πρέπει να ήταν είτε βλάκας, είτε βιτσιόζος. Βλάκας ευνόητο το γιατί , το είπαμε, ο  αριθμός των υπόπτων ελάχιστος.Kαι  βιτσιόζος επιδειξιομανής, για την δημιουργία εντυπώσεων σε μας τους υπολοίπους. Τι στην ευχή καταλάβαινε απ’ αυτό; Τι κέρδιζε; Κάποτε βέβαια θα το μάθουμε , μα τώρα τι γίνεται;
Πέθαινα για ένα τσιγάρο. Ποιος εγώ, ο μεγαλύτερος πολέμιος του καπνίσμα-τος. Μα , είτε πέθαινα είτε όχι, η λαχτάρα μου απαγορευόταν να πραγματο-ποιηθεί στο βαγόνι μέσα, θαρρείς και το τσιγάρο με εκδικούταν για το προς αυτό μίσος μου. Επιπλέον , ένα προϊστορικό πακέτο τσιγάρα που νόμιζα ότι είχα μέσα στο χαρτοφύλακά μου, έστω για να έχω μια ψευδαίσθηση επαφής μαζί του, απεδείχθη άδικος ο κόπος του σπασμωδικού ψαξίματος. Θα το είχα φαίνεται πετάξει… Να τι κάνει το… μίσος  τελικά!
Έστρεψα το βλέμμα μου στους συνεπιβάτες μου. Άρχισα να τους μελετάω προσεκτικά έναν έναν αρχής γενομένης από τις τρεις κοπελίτσες. Από τη  αρχή τις απέκλεισα, τόσο αυτές όσο και τους νεαρούς. Γιατί το έκανα αυτό; Και αν υποθέσουμε  ότι ο μακαρίτης ήταν ας πούμε ένας καθηγητής που τα παιδιά τον μισούσαν ;Δεν ακούμε κάθε τόσο, τέτοιου είδους δολοφονίες κυρίως στη Μέκκα του είδους τις Η.Π.Α.; Και εδώ θυμήθηκα , άκου τώρα, έναν συμμαθητή μου στο Δημοτικό. Ήταν τόσο το μένος του κατά της αυστηρής Διευθύντριας του Σχολείου, που αντί να κάνει όνειρα όμορφα για τη ζωή του όπως όλα τα παιδιά, αυτός μέρα νύχτα ονειρευόταν τον τρόπο που θα εύρισκε να την ξαποστείλει στον άλλο Κόσμο. Πότε σκεφτόταν να της βάλει μια τρικλοποδιά την ώρα που πήγαινε αυτή να κατέβει τις πολλές σκάλες, πότε να δέσει έναν αόρατο σπάγκο από τις δυο πλευρές του δρόμου που θα περνούσε, να έπεφτε πάνω του, έτσι τεντωμένο που θα ήταν  και να έσκαγε σαν παραγινωμένο καρπούζι . Αυτός δε, να κάθεται κάπου εκεί και να απολαμβάνει το θέαμα. Παιδάκι ούτε έντεκα χρόνων καλά καλά και είχε σχέδια δολοφονικά.
Τα θυμήθηκα λοιπόν αυτά και αναίρεσα την εξαίρεση που είχα κάνει λίγο πριν .Που σημαίνει άκυρο το θέμα απαλλαγής λόγω ηλικίας. Μα ούτε και οι  φάτσες έπαιζαν ιδιαίτερο λόγο. Εδώ υπήρξαν Άγγελοι ομορφιάς και ήταν στυγνοί δολοφόνοι της ίδιας τους της μάνας και τέρατα ασχήμιας και κακομουτσουνιάς που ήταν άγγελοι στην ψυχή. Κοντολογίς , για να δούμε ποιος είναι ο δολοφόνος, έπρεπε να δούμε ποιος είχε να ωφεληθεί από το θάνατό του. Μα εμείς δεν ξέραμε ακόμη ούτε καν ποιος είναι ο μακαρίτης. Οπόταν κάθισα στ’ αβγά μου που λένε και περίμενα τους αρμόδιους να κάνουν τη δουλειά τους. Το μόνο που ήλπιζα ήταν να λυθεί το εμπάργκο μας, ο εγκλωβισμός μας. Θα μας πήγαιναν στο τμήμα , θα μας έκαναν σωματική έρευνα και θα μας άφηναν ελεύθερους με περιοριστικούς όρους, σκέφτηκα .
Και με τους νέους ; Τι θα γινόταν μ’ αυτούς και τα Σχολεία τους ; Οι αρχές το δήλωσαν . Οι απουσίες τους δεν θα θεωρούνταν δικαιολογημένες. Το ξαναείπαμε. Το νεαρό της ηλικίας τους δεν θεωρούνταν απαλλακτικό στοιχείο.   
Δεν θα καθόμουνα εγώ τώρα να πονοκεφαλιάζω για το τι θα γινόταν με τον ένα και με τον άλλο επιβάτη. Καθ’ ένας και άλλου παπά Ευαγγέλιο . Και εγώ ένας εν δυνάμει φονιάς. Έχει και την πλάκα της η υπόθεση. Άκου φονιάς!
Ο μακαρίτης αποδείχτηκε ότι ήταν ένας μεγαλέμπορος αλεύρων με δικούς του αλευρόμυλους και εργοστάσιο. Μωρέ μπράβο !Και ταξίδευε σαν απλός καθημερινός άνθρωπος χωρίς ένα αεροταξί  ή ένα ιδιωτικό ελικόπτερο να τον μεταφέρει; Μωρέ και πάλι μπράβο! Ίσως ο καημένος να θεωρούσε το τρένο πιο ασφαλές μέσο μεταφοράς ή ακόμη να του θύμιζε τις μέρες της προ αναρρίχησής του στην κορυφή του χρήματος. Υπάρχουν ακόμη και τέτοιοι απλοί επιχειρηματίες που θέλουν να θυμούνται με την κάθε ευκαιρία από πού ξεκίνησαν. ‘’Να όμως που αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του’’ θα πουν οι έχοντες αντίθετη γνώμη συνάδελφοί του πλούσιοι.
Να ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών;
Να ήταν δολοφονία με ανάθεση;
Μένει να το δούμε. Προς το παρόν , να βρεθεί το όπλο του εγκλήματος πράγμα εύκολο αφού και ο χώρος εκτέλεσης ελάχιστος. Μα ούτε στη καμπίνα βρέθηκε όπλο, ούτε η σωματική έρευνα απέδωσε καρπούς. Και τι ήταν βλάκας ο φονιάς να κουβαλάει το όπλο πάνω του; Ερευνήθηκε το βαγόνι φύλλο και φτερό και τα παράθυρα αεροστεγώς κλειστά να πεις ότι το πέταξε έξω ,ούτε τουαλέτα να το έριξε μέσα και  να φυτεύτηκε στη συνέχεια, σε κανέναν αγρό. Ερευνήθηκαν οι αποσκευές χειρός, (οι ογκώδεις ήταν σε άλλο σημείο του τραίνου και επομένως υπεράνω κάθε υποψίας). Μα δεν μπορεί , κάπου εκεί μέσα ήταν .
Ο ι νεαροί αντιμετώπιζαν την κατάσταση με κάποια ειρωνεία. Γιατί ρε παιδιά, πού είναι το αστείο ;
«Το αστείο είναι ότι λείπει η φαντασία από τους ερευνητές», πετάγεται ένας κοκκινομάλλης νεαρός με μαγουλάκια φουσκωτά σαν φρεσκοψημένα ψωμάκια χάμπουργκερ με μπόλικες πιτσιλάδες πάνω τους σαν από τριμμένο πιπέρι, που έμπαινες στον πειρασμό να θέλεις να τα τσιμπήσεις.
«Ωραία . Εμείς δεν έχουμε  φαντασία. Εσύ που έχεις για βοήθα την κατάσταση.»
«Εγώ θα έψαχνα είτε για κανέναν υψηλό συνεπιβάτη ικανό να κρύψει κάτι στην οροφή του βαγονιού είτε σε κάποιο ευάλωτο σημείο των πλευρών ή και του δαπέδου του. Και αν ψηλός δεν υπάρχει τότε οι δράστες μπορεί και να ήταν δύο . Να ανέβηκε ο ένας στους ώμους του άλλου . Το αποκλείετε αυτό;»
Ο επικεφαλής πρόσταξε τον υφιστάμενό του να πάει να φέρει μια μικρή μεταλλική σκάλα που ήταν σε κάποιον γνωστό τους χώρο. . Μ’ αυτήν ερεύνησαν την οροφή πόντο πόντο, τα φώτα, καθώς τους έβαλαν σε υποψίες οι διακοπές ρεύματος , οι εξαερισμοί, τα air condition τα διακοσμητικά,  μα τίποτα δεν βρέθηκε εκεί.
Μας έμενε ακόμη μισή ώρα μέχρι τον τερματισμό. Χρόνος πολύς ή λίγος; Εξαρτάται πώς το έβλεπε κανείς . Προσωπικά τον θεωρούσα αιώνα. Χρόνο ακινητοποιημένο.
Το τραίνο θαρρείς και τώρα έτρεχε ακόμη πιο γρήγορα. Σαν να βιαζόταν να φτάσουμε για να ψαχθεί το πιο απίθανο σημείο που δεν είχαν σκεφτεί να ψάξουν. Και η τερατώδης ταχύτητά του χωρίς να είναι εις βάρος  της ισορροπίας των ανθρώπων ήταν ανασταλτικός παράγοντας της ενέργειάς τους, σε αντιδιαστολή με την δική του υπερενέργεια.   
«Κάποιος από όλους εσάς πιθανόν να γελάει μαζί μου , μα ας μη ξεχνά το  πώς  γελά εκείνος που είναι τελευταίος, αυτό μονάχα έχω να του πω.» είπε ο σταθμάρχης
Σε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο , ευγενώς προσφερθέν από το ένα εκ των τριών κοριτσιών, βάλαμε όλοι μας τα μικροαντικείμενα που είχαμε στις τσέπες μας , και σε ένα μεγάλο κόκκινο κουβά ό, τι είχαμε σε τσάντες και χαρτοφύλακες. Άντε και να δούμε όταν όλα τελείωναν, αν θα βγάζαμε άκρη για το τι  ανήκει σε ποιον.
Ο Σταθμάρχης με τους βοηθούς τους έψαχναν ενδελεχώς, μα ούτε όπλο ούτε μαχαίρι ή σουγιάς βρισκόταν εκεί μέσα, ούτε και κανένα λέιζερ.
«Κυρίες και κύριοι σε ένα τέταρτο φτάνουμε . Αν δεν έχει προκύψει κάτι ωφέλιμο, να το πω , μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο χμ, δεν θα ήθελα να βρισκόμουν στη θέση σας. Τα παλικάρια κει έξω, που έχουν φυσικά ειδοποιηθεί, δεν αστειεύονται καθόλου με αυτά. Η εγκληματικότητα και η τρομοκρατία είναι ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός τους και τον κυνηγούν να τον αφανίσουν με νύχια και με δόντια. Θα τα βρείτε πολύ σκούρα εκόντες άκοντες, μικροί και μεγάλοι. Όσον αφορά εσάς τους νεαρούς και τις νεαρές οι απουσίες σας και εγώ δεν ξέρω πόσων ημερών δεν θα είναι , το ξανά είπα, δικαιολογημένες . Σε όποιου λοιπόν την αντίληψη υπέπεσε κάτι, να το καταθέσει για το καλό του.  Μη θεωρήσει τον εαυτό του καταδότη ή ρουφιάνο.  Αντίθετα, αν  ξέρει κάτι, ή είδε κάτι και το καλύπτει, θα θεωρηθεί συνεργός δολοφόνου. Το καταλάβαμε; Να έρθει λοιπόν σε μένα να μου το πει και θα θεωρηθεί προστατευόμενος μάρτυρας. Και ας σκεφτεί κάτι άλλο σοβαρότερο. Με το να μη μιλάει, ο δολοφόνος απλώς τον χρησιμοποιεί, του αρέσει αυτό; Άσε που κινδυνεύει και ο ίδιος…    
Σε μια στιγμή εγώ ο πολύξερος και παρορμητικός, αυθόρμητα εντελώς και εις επήκοον όλων και ουχί ιδιαιτέρως του λέω:
«Κύριε Σταθμάρχα μήπως και θα ήταν καλό να εξετάζαμε καλύτερα τον μικρό εκείνον φακό που είναι στο καπέλο της δεσποινίδος;» ρώτησα δείχνοντας έναν φακό σε στυλ μαρκαδόρου. «Δεν μου μοιάζει και τόσο αθώος.»
Ο Σταθμάρχης τον κοιτάζει και ρωτά: «Τίνος είναι αυτό;»
Καμία απάντηση.
«Η ερώτησή μου ήταν σαφής . Σε ποιον ανήκει αυτό το πράγμα και πώς λειτουργεί;»
Καμιά απάντηση
«Μάλιστα. Σαφέστερη ομολογία δεν μπορούσα να έχω, από αυτήν την εκκωφαντική σας σιωπή. Φοβάμαι αγαπητέ μου ότι είχατε δίκιο . Ιδού το όπλο του εγκλήματος. Από πού ψωνίζετε τα όπλα σας κυρίες μου και κύριοι; Πού βρίσκεται αυτό το κατάστημα με όπλα Τζέιμς Μποντ; Συγχαρητήρια για την εφευρετικότητά σας . Οπόταν τι κάνουμε ; Στο ίδιο σημείο βρισκόμαστε και πάλι. Ναι μεν αυτό είναι προφανώς το όπλο του εγκλήματος αφού δεν βρήκαμε κάτι άλλο πιο σύνηθες, αλλά αν και  μικρό το δέμας τον σκοπό του τον πέτυχε.  Βέβαια   δεν ξέρουμε τίνος είναι . ΚΑΙ βάζω στοίχημα ότι ούτε αποτυπώματα εκτός των δικών μου θα βρεθούν πάνω του . Θα φρόντισε να τα εξαλείψει ο δράστης.
Ας είναι. Αφού δεν θελήσατε να με βοηθήσατε από τη στιγμή αυτή που φτάσαμε ήδη, σας παραδίδω στα χέρια της αντιτρομοκρατικής και καλά ξεμπερδέματα».
Γυρίζοντας δε προς εμένα συμπλήρωσε: « Ευφάνταστο το μυαλό σου φίλε, ή…..» και με κοίταξε όλο νόημα…
Τώρα τί του λες του κόπανου του Σταθμάρχη; Όχι τι του λες; Ώρες είναι να βρω το μπελά μου εγώ το παιδί το έξυπνο! Μα η αντιτρομοκρατική δεν είναι Σταθμάρχης κι’ αν δεν έχουν δει τα μάτια τους. Θα βγάλουν άκρη. Δεν μπορεί.
Φτάσαμε.
Για πότε βρέθηκαν είκοσι δύο ζευγάρια χειροπέδες.
 Οι τηλεοράσεις, οι δημοσιογράφοι να λοιδορούν και οι γονείς να διαμαρτύ-ρονται για την κακή αντιμετώπιση των παιδιών τους. Μπορεί και να είχαν δίκιο, μα μόλις ανακάλυπταν τον ένοχο οι αρχές, θα αποκαθιστούσαν τη τιμή των νεαρών με γιορτές και φανφάρες. Είχε ξανασυμβεί αυτό και ήξεραν τι να κάνουν.
Τί διαφορά πάντως ε; Ένα συνειρμό, μία σύγκριση, δεν μπόρεσα να την αποφύγω. Πώς υποδέχονται αυτές οι ίδιες οι τηλεοράσεις, αυτοί η ίδιοι οι δημοσιογράφοι, διάσημους ηθοποιούς, νικητές αθλητές, τραγουδιστές της Eurovision, έτσι ένα απόγευμα Σαββάτου απολαμβάναμε  και μείς μια υποδοχή δυνάμει κακοποιοί όντες , αρνητικά διάσημοι εν μια νυκτί, του στυλ που ο ίδιος ο Τζέιμς Μποντ προτιμούσε.   
Και όπως μάθαμε πήραν φωτιά τα γραφεία στοιχημάτων, όχι ποιο τραγούδι είναι το επικρατέστερο να βγει, μα ποιος είχε τις περισσότερες πιθανότητες να είναι ο δολοφόνος. Και η πλάκα είναι ότι υψηλότερα στον πίνακα των πιθανών δολοφόνων , ήταν τα… κορίτσια! Αν είναι δυνατόν. Εμ το απίθανο πουλάει . Σαν τι ενδιαφέρον να έχει ο κόσμος για έναν άντρα σαν εμένα π.χ. έναν άνθρωπο απλό καθημερινό σαν όλους τους δολοφόνους της γης; Ένα κοριτσάκι τέρας όμως ε; αλλιώς μετράει από τους book makers. Και μου ήρθε στο μυαλό ένας νεαρός κακοποιός όμορφος σαν σταρ, που τα κορίτσια πάθαιναν υστερία στη θέα του . Ακριβώς αυτό θα συνέβαινε  τώρα και με τα αγόρια. Φυσικά,  περισσότεροι οι fan για τα κοριτσάκια.  Τόσους θαυμαστές  δεν θα έχουν ποτέ, μακάρι να εξελίσσονταν σαν Αντζολίνες Τζολί στην ζωή τους.
Του θέματος επελήφθη το ‘’Ανηλίκων’’ και διέταξε, με τακτ είναι η αλήθεια, περιορισμό κατ’ οίκον των παιδιών, μέχρι να έχουν τις πρώτες ενδείξεις για  την ταυτότητα του δράστη. Μια μικρή ανακούφιση για τους γονείς αλλά και για τα παιδιά τα ίδια.
Η βαλλιστική έρευνα έδειξε ότι επρόκειτο περί μιας  μικρής σφαίρας απ’ αυτές που όταν εισχωρήσουν κάπου, εκρήγνυνται σαν χειροβομβίδες ένα πράγμα, προκαλώντας μεγάλη ζημιά. Και  ΝΑΙ, το όπλο ήταν ο μαρκαδόρος.
Τι λες βρε παιδί μου τς τς τς…
Τι πρόοδος και αυτή των εγκληματιών !Μα με τέτοιους επιστήμονες δασκάλους σαν τα αφεντικά του Τζέιμς Μποντ, και αυτού του ιδίου,  να μη βγουν και οι μαθητές άριστοι; Δεν έπρεπε όμως να κάνουν και πρακτική εξάσκηση; Πώς θα έβλεπαν εν τοις πράγμασι την αποτελεσματικότητα των αθόρυβων Τζειμσμποντικών όπλων; Πού να πάνε; σε κινούμενους στόχους εν είδη περιστερών στα σκοπευτήρια; Δεν παίζει , και δεν έχει και γούστο. Άλλο το σασπένς της κόκκινης περιφερόμενης τελείας που κυνηγάει τον στόχο σου και σε βοηθάει για την επίτευξη του σκοπού σου!!!
Και τελικά κυρίες μου και κύριοι κάτοχος  του μαρκαδόρου ένας δεκαπεντά-χρονος μαθητής της πρώτης Λυκείου του μεγαλύτερου και αριστοκρατικότερου Σχολείου της Χώρας.
Ο ευτραφής κύριος, του ήταν παντελώς άγνωστος . Απλά του γυάλισε περισσότερο, ίσως και από  ρατσισμό, για το ότι ήταν …χοντρός!!!
 Και βέβαια θα πρέπει να ήταν πολύ βλίτο για να αστοχήσει. Η κόκκινη τελεία του λέιζερ σαν να του έλεγε: ‘’ΕΔΩ’’….
Όσον αφορά το σβήσιμο των φώτων και τις δύο φορές ήταν όπως αποδείχτηκε βλάβη του συστήματος και δεν είχε σχέση με τον δολοφόνο . Απλά αυτός το εκμεταλλεύτηκε για να ‘’δοκιμάσει ‘’ την αποτελεσματικότητα του όπλου του .Απόφαση στιγμιαία. Έτσι, η ΤΥΧΗ και η ΣΥΜΠΤΩΣΗ έπαιξαν τον ρόλο του συνεργού του νεαρού. Μα αυτές τις δύο κυρίες ποιος να τις δικάσει;
 Τα δε μαθήματα από τις ταινίες και τον θαυμασμό για τα υπέροχα  κομψά όπλα ας τα αφήσουμε στην κρίση σας.
Τελικά , το παιδί έφταιγε ΜΟΝΟ;




«Τ  Ε  Λ  Ο  Σ» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου