Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ - Εικαστική διείσδυση, Ευαγγελία Τυμπλαλέξη



Σαν σε εικαστική διείσδυση στην άφθαρτη αιωνιότητα , τακτοποιήθηκα στο άνετο θεωρείο μου , την παράσταση να παρακολουθήσω απ ‘ το απέραντο χάος του διαστημικού στερεώματος . Η Γη… ένα τεράστιο τσίρκο . Οι προβολείς τυφλώνουν τους αρτίστες , καμουφλαρισμένες μαριονέτες . Το αυτοσχέδιο χαμόγελό τους καθισμένο αναπαυτικά σε μεφιστοφελικό εκκύκλημα αρχαίας τραγωδίας . Οι τραγελαφικές μάσκες υπόσχονται διασκέδαση , να μπουκώσουν την κατάφωρη επιθυμία . Τα έντονα χρώματα βιάζουν συνειδήσεις . Το ράπισμα των ατίθασων ζώων , η απαρχή αποπροσανατολισμού της πυξίδας της ψυχής . Σε κάθε απόισκιο στοιβάζεται ένας διαφορετικός καγχασμός . Σισύφειοι βόγγοι σε σαθρά λαμινάρια , σουρώνει η Ελπίδα στην υγρή λατύπη . Αράχνες κρεμασμένες στον ιστό της προσωπικής τους αιχμαλωσίας . Φωτογραφικό το θώρι μου αποθανατίζει την πολύστροφη επαλληλία . Κάθε μίτος αργοσαλεύει τα έμβολα της ίδιας σκανδάλης . Πλοκάμια υπόρρητης προδοσίας στραγγαλίζουν τους βασιλικούς στις ρημαγμένες πύλες . Σήμαντρα αργοσημαίνουν ανευόδωτους πόθους . Σαν κοχύλι με είχαν πετάξει κι εμένα στη θάλασσα του χρόνου . Διαπερατή απ’ τη μικρότερη οπή της βελόνας , εισόρμησα με ένταση να ενσωματωθώ στο ψέμα . Κάπου στη μέση της διαδρομής έχασα τα όρια της ευθείας μου. Ξεστράτισα σαν χιμαιροκυνηγός. Βρέθηκα σ’ ένα απέραντο λιβάδι. Χλόη και λουλούδια ανύπαρκτα. Διαυγείς σταλαγματιές φύονταν παντού. Οι κρωγμοί αρπακτικών πουλιών έσχιζαν την ηρεμία. Τι παράξενος τόπος! - Ποιος κλαίει ; αναρωτήθηκα χαμηλόφωνα Απ’ τον εσμό των δακρύων αναδύθηκε ένας μοναχικός θιασώτης… Στη μέση της διαδρομής του κι αυτός . Οι χτύποι του ρολογιού είχαν σημάνει μεσάνυχτα . Η άμαξά του είχε μετατραπεί σε κολοκύθα και τα άτια του σε ποντικούς . Είχε περιπλανηθεί μπλεγμένος σ’ έναν κώμο αφιερωμένο στον θεό Διόνυσο . Μα… το πλημμελές λογάρι του , στη νόηση κατοικούσε , όφειλε να περάσει από λοιμοκαθαρτήριο . Οι συμποσιαστές λήστεψαν τη φορεσιά του κι απόμεινε γυμνός . Πλήθος τα λουδοβίκεια προσκύνησαν τα πόδια του . Τα κλότσησε… Η μιασματικότητα μακράν απείχε . - Η δακρύρροια είναι του αγρού ! μου εξήγησε απαντώντας στην ερώτησή μου και προχωρώντας χωρίς να με κοιτάξει .


Τι περίεργη απάντηση ! Αντιπαθητικός άνθρωπος ! Μ ‘ άρεσε ωστόσο η εκδοχή του . Σαν μοχλός άρχισε να κινεί τα οξειδωμένα έμβολα της σκέψης μου . Οι αγροί που κλαίνε… Οι ψυχές που κλαίνε… Βουβά κι αφανέρωτα δάκρυα… Μέσα στο σύστριγκλο τον ξεχώρισα , έτρεξα και λούφαξα σιμά του Ποια μαγγανεία με ώθησε να διάκειμαι ευνοϊκά απέναντι στη λόχμη του πνεύματός του ! Μια τραγιάσκα έκρυβε το σκότιο ύφος . Οι βαριές πέτρες στον σάκο του, λάθη τα ονόμαζε, κύρτωναν τους ώμους του. Μικρά παιδικά χεράκια, ελπίδες τα ονόμαζε, τραβούσαν το φθαρμένο του σακάκι. Ασυναίσθητα αντέστρεψα την εικόνα. Εκείνος στηριζόταν πάνω τους. Επικάλυπτε την αλήθεια μέσω μιας καλοστημένης κοσμογονικής απάτης. Το περίγραμμα της φιγούρας του σκιαμαχούσε… ξωτικά, σκόλοπες του παρελθόντος, κτερίσματα για στερνή του συντροφιά. Περιδιάβαινε μόνος, άτρωτος… - Δεν μ’ αρέσει αυτός ο ιλυώδης τόπος ! Πώς θα βγω από εδώ ; ρώτησα απερίσκεπτα, αυθάδικα . Το βλέμμα του βούτηξε στο δικό μου, μ’ αιχμαλώτισε… - Γυμνή η δύναμή σου. Θα πονέσεις . Θα κλάψεις… - Δεν σε καταλαβαίνω . Άφησέ με να έρθω κοντά σου . Σ’ εμπιστεύομαι ! ξαναείπα σχεδόν θυμωμένα - Ο δικός μου δρόμος είναι δύσβατος . Πολλοί απόκληροι περιμένουν τη φροντίδα μου . Ο τόνος του φλεγματικός . Η επίκληση στο συναίσθημα έμοιαζε φαντασιοκόπημα. Αγκίστρωσα κρυφά ένα κερκέλι σ’ ένα μικρό κομμάτι σχισμένο ύφασμα που κρεμόταν απ ΄ το πουκάμισό του, για να μην τον χάσω… Ένα χάρτινο ομοίωμα , ήμουν θαρρείς , σε θέατρο σκιών. Φοβόμουν ! Με εκνεύριζε η πράα αντίδρασή του μπροστά στην ανυπομονησία μου. Προχωρούσαμε . Οι στάλες μετεξελίσσονταν σε καταιγίδα. Γύρωθεν ακρωτηριασμένα κορμιά, φαντάσματα, κόλακες. Μας λοιδωρούσαν, μας καλόπιαναν, μας εγκαλούσαν στο καθήκον… Πορευόταν στητός μέσα στη φρικαλεότητα . Έδινε ό,τι μπορούσε… Έπαιρνε ό,τι μπορούσε... Μ’ επίζηλη σκληρότητα ! Σκλήριζα κατά πόδας ! Κάποια βράδια ξεπλάνευε την εμπιστοσύνη μου. Αμνησίκακα γαλήνευα το ανταριασμένο σώμα. Με ποθούσε, με μισούσε… ποιος ξέρει γιατί ! Με την ανατολή του ηλίου μάζευε τα λάφυρα δίπλα απ’ την ξεπνοϊσμένη μου ψυχή. Σ’ ένα φιλί μου έκλεβε όλα όσα είχα ονειρευτεί. Πανηγύριζε, φοβόταν… Ποιος ξέρει γιατί ! Στις εκβολές παραμόνευαν παλιρροϊκά κύματα . Απειλούσαν να με πνίξουν - Κολύμπησε αν θες να σωθείς. ΕΣΥ θα ανταποκριθείς μόνη σου. μου κακοφερόταν συνέχεια Ξαφνικά αποδέσμευσε το γάντζο απ’ το ρούχο του , μου χαμογέλασε γαλήνια και μου έδειξε ένα μικρό μονοπάτι το οποίο οδηγούσε στη στεριά. - ΕΣΥ ; τον ρώτησα - Οι δρόμοι μας είναι χωριστοί. Άνοιξε τα μάτια σου και κοίταξε την ελευθερία. Μην μ’ ακολουθήσεις. Δεν σου αξίζει. – Σ’ έχω αγαπήσει! Μην φεύγεις… το παράπονό μου ξεχείλιζε Βουερή λάμψη υψώθηκε στην τρυφερή νύχτα , καυτές ριπές , χιλιάδες θρύμματα… Ο κρύσταλλος της αλήθειας παιχνίδισε στα μάτια του - Φύγε. Μην πεις σε κανέναν πως με συνάντησες… Το τοπίο θολερό . Έχασα τη μορφή του . Έφτασα στη στεριά . Είμαι ασφαλής μα η δύσπνοια μου κόβει την ανάσα . Κάθισα καταγής αποκαμωμένη . - Τι να κάνω στην άγονη στεριά ; Σ’ έχω αλήθεια αγαπήσει ! Έκλεισα το μήνυμά μου στις ρονιές της βροχής μήπως και ταξιδέψει στο κατόπι του . Η αυλαία έπεσε . Μια κυφή ρέμβη μου γνωστοποίησε την ανατριχίλα του . Με είχε νοιώσει ; Η αυλαία είχε πέσει . Τα φώτα είχαν σβήσει . Ξέθωρες κουκκίδες ψευδαίσθησης… Κάθε ανάσα του ηχοχρόνου με απομακρύνει από ΣΕΝΑ… Συνένοχη κι εγώ έκαψα τις προσδοκίες μου στην κόψη του κεραυνού και πέταξα τα φιλιά μου στις ρυτίδες της λησμονιάς . Συφοριασμένα κοτσάνια γελοιοποίησαν την υψηλόφρονη πνοή Τελικά το χάος… το κουβαλάμε μέσα μας !


Ευαγγελία Τυμπλαλέξη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου