ΕΛΕΝΗ
ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ
ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΩΝ
ΛΕΞΕΩΝ
΄Ηταν εκείνη η ψιλή, επίμονη βροχή, που σου τρυπούσε την
ανία σαν βελόνι που μπαλώνει τις ώρες. Κι ήτανε κι η σιωπή του δρόμου που
γινότανε φλυαρία κι έμπαινε από τις χαραμάδες, από όλες τις κλειστές της πόρτες
και την έκανε να βουλώνει την ψυχή , να συγκρατεί όλη την ακατάσχετη λύπη με
πρόχειρους επιδέσμους περηφάνιας. Είχε κάποτε ένα καλοκαίρι ξανθό, ζεστό,
γαλάζιο. Τον έλεγε ‘Ηλιο της, την έλεγε απλώς μάνα κι άλλη λέξη πιο γλυκιά, πιο
εύηχη δεν χώρεσε ποτέ μέσα στις ώρες
της. Mεγάλωναν αντάμα όπως μεγαλώνει
αντίστροφα η μέρα με τη νύχτα. Ωρίμαζε
εκείνη, θέριευε εκείνος , αποσυρόταν εκείνη από τη σκηνή, έβγαινε
εκείνος στις ρούγες της ζωής και ζήταγε επιτακτικά το μερτικό του.
Eίχε λοιπόν κάποτε ένα δρόμο να βαδίζει, ένα σκοπό να
υπηρετεί. Μέχρι που της πήρε το
αναπάντεχο το δρόμο κι έμεινε στη μέση μιας ερήμου να απορεί και να κοιτάζει
τόσο βαθιά τον ουρανό λες και ήθελε να πάρει απαντήσεις από τα μυστικά του δώματα.
Κανείς όμως δεν μπόρεσε να της πει γιατί το μοναχοπαίδι της ήρθε μια μέρα στα
χέρια της σαν άψυχο περιστέρι . To ακούμπησε σαν δωρεά στο χώμα δίχως να
κλάψει, δίχως να αφήσει την καρδιά της να ακουστεί. ΄Ετσι όπως πέφτει μια νύχτα
μέσα στον γκρεμό και κανείς δεν α κούει τον αντίλαλό της. Κι ύστερα στάθηκε
στην άκρη , έκανε σιωπηρά μια προσευχή και βυθίστηκε κι εκείνη στην άβυσσο που
της αναλογούσε. ΄Εβγαινε από το σπίτι μόνο για τις καθημερινές επισκέψεις στο
κοιμητήριο. Μια μαύρη φιγούρα με χαρακτηριστικά τραβηγμένα από τον πόνο, με κόσμους ερμητικά κλειστούς. Καθόταν για ώρες μπροστά στη φωτογραφία του,
του μιλούσε λες και δεν έφυγε ποτέ απ΄την αγάπη της: « Σου΄χω αύριο το
αγαπημένο σου φαγητό. Βρήκα καλό κιμά, θα μοσχομυρίζει ο μουσακάς. Και το σακάκι
σου να βάζεις τώρα που κρύωσε ο καιρός. Δεν είναι , ψυχή μου, καλοκαίρι. Πολύ φοβάμαι πως ποτέ πια δεν
θα΄ναι καλοκαίρι. Εσύ το έφερνες στο σπίτι, θυμάσαι; ΄Οταν γελούσες, όταν με
αγκάλιαζες…Σ΄αγαπώ τόσο γιε μου, που θαρρώ πως θα σπάσει η καρδιά μου και θα
γίνει χίλια κομμάτια πάνω από την απουσία σου».
Και κόντευαν τα εννιάμερα πια, όταν το δείλι εκείνο, καθώς πότιζε τις
γαριφαλιές δίπλα στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του φευγιού του, αντίκρισε μια
κοπελίτσα με μαύρο φόρεμα. Θα’ ταν δεν θα΄ταν στα δεκαοχτώ. Είχε μακριά ξανθά
μαλλιά και μάτια σαν δυο πνιγμένες θάλασσες. Στάθηκε πλάι της, γνώριμη της
φάνηκε, μάλλον την είχε ξαναδεί και δεν την είχε προσέξει. Και ναι, η κοπελίτσα
ήτανε και στην ταφή ήτανε κι όλες τις άλλες μέρες εκεί, κρυμμένη σαν σκιά, μα
τώρα θέλησε να βγει απ΄το σκοτάδι της, να έρθει να της ανοίξει ένα μικρό
παράθυρο. Τη λέγανε Ελπίδα κι είχε προλάβει να ζεσταθεί και να ανθίσει μες στην
αγκαλιά του μοναχογιού της. Ανυπόμονα που είναι τα νιάτα! Κι είχε στα σπλάχνα
της όλη την αγάπη που πρόλαβε να γεννήσει ο ΄Ηλιος της . Σε έξι μήνες, όταν θα μύριζε και πάλι καλοκαίρι, ένα
παιδί, του παιδιού της το παιδί, θα έφτανε στον κόσμο και θα ΄θελε να βρει και
στην καρδιά της ένα μικρό ξανθό καλοκαίρι . Σάστισε. Κοίταξε και τον ουρανό που
είχε αρχίσει να στάζει τη δροσιά του. ΄Υστερα τα χέρια της μεταμορφώθηκαν , λες
, σε φτερά αγγέλου κι έκλεισαν μέσα τους την Ελπίδα και…την ελπίδα του νέου της
κόσμου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου