ΕΛΕΝΗ
ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ
ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΩΝ
ΛΕΞΕΩΝ
Του αρέσει αυτή η μυρωδιά από χριστουγεννιάτικη αναμονή μέσα
στο αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο. Το δέντρο
, μικρό αλλά φανταχτερό καμαρώνει ήδη στην είσοδο. Τα λαμπάκια του αναβοσβήνουν
σαν προσδοκίες , το αστέρι στην κορυφή του θυμίζει ακόμα την ελπίδα που
προσμένει η ανθρωπότητα. Κάνει ένα γύρο μέσα στο χώρο. Σοκολατάκια,
κουραμπιέδες, μελομακάρονα . Ο κόσμος βιάζεται τόσο να γιορτάσει, σκέφτεται. Να
ζήσει, να χαρεί, να ξεχάσει το μαύρο της μέρας, να χαθεί μες στο χρώμα των
γιορτινών ημερών και μέσα στο χριστουγεννιάτικο διάκοσμο. Κι ας είναι ακόμα μακριά η μέρα της Γέννησης.
Οι άνθρωποι έχουνε μάθει να χαίρονται πιο πολύ με την προσδοκία μάλλον παρά με
την ίδια την ύπαρξη. Η αντίστροφη μέτρηση λειτουργεί ίσως πιο διεγερτικά καθώς
ο χρόνος υπόσχεται παρά να αφαιρεί , όπως συμβαίνει όταν βρίσκεσαι στο
επίκεντρο των στιγμών.
Αφήνει για λίγο τις φιλοσοφημένες σκέψεις του στην άκρη,
προσπαθεί να θυμηθεί γιατί μπήκε στο
αρτοποιείο. Περπατούσε για ώρα πολλή μάλλον μέσα στην πόλη που
καμωνότανε πως γιόρταζε , που προσποιότανε
πως όλα ήτανε όπως παλιά, ενώ τίποτα ίδιο δεν είχε μείνει . Λίγο να
έξυζε κανείς το φανταχτερό περιτύλιγμα και θα΄βλεπε το γκρίζο και το πένθος στη
σκέψη και στα λόγια των ανθρώπων. Καταστήματα
που άλλοτε έσφυζαν από ζωή τώρα σε κοίταζαν σιωπηλά, δρόμοι που κάποτε γέμιζαν
με κίνηση μοιάζανε τώρα στοιχειωμένοι με τα φαντάσματα μιας παλαιότερης δοξασμένης εποχής να περιφέρονται βουβά
ανάμεσα στους λιγοστούς περιπατητές.
Μόνο η καφετέρια στη γωνία συγκεντρώνει ακόμα λίγο νεαρόκοσμο. Ξεχνιούνται
μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη όπου οι
άσσοι του ποδοσφαίρου τρέχουν πίσω από τη θεά μπάλα εισπράττοντας εκατομμύρια
όταν τα εκατομμύρια του πλανήτη ζητιανεύουνε ψίχουλα επιβίωσης.
Η πωλήτρια υπερβολικά ευγενική, υπερβολικά χαμογελαστή τον
πλησιάζει σπάζοντας την περιπλάνησή του στο τώρα και στο πριν. Τι θα ήθελε
λοιπόν ο κύριος από την πληθώρα των
λιχουδιών ; Την κοιτάζει καθώς του μιλά με τα σπασμένα ελληνικά της, με τη
σπασμένη μορφή της. Το όνομά της αναγράφεται στο ταμπελάκι
της μπλούζας της. « Ιβάνα». Φέρνει κάτι μπροστά του από βάσανο και πίκρα. Ποιος
ξέρει από πού ήρθε, ποιος ξέρει τι έχει αφήσει πίσω της για να περιφέρεται τώρα
σ΄αυτό το ζαχαροπλαστείο προσπαθώντας να γλυκάνει πρώτα απ΄όλα τη ζωή της την
ίδια! Θα ήθελε να της πει πολλά, προτιμά
τελικά τη σιωπή. Εκείνη περιμένει υπομονετικά σαν καλή υπάλληλος. Να μπορούσε
να της μιλήσει για τη νύχτα που
θα ήθελε να είναι γλυκιά όπως οι λιχουδιές μέσα στους δίσκους! Για τα παιδιά
που πρέπει να συνεχίσουν να κοιμούνται με όνειρα καραμελένια! Για τις μέρες που
θα ήθελε να είναι πασπαλισμένες με ζάχαρη σαν
γιορταστικοί κουραμπιέδες!
Κάτι στυφό , όμως, κατεβαίνει από τη σκέψη και στέκεται
αμετακίνητο στην άκρη της γλώσσας. Θυμάται τα τρία παιδιά στο σπίτι, τη γυναίκα του που
περιμένει οπωσδήποτε το ψωμί και το γάλα
, τα παιχνίδια που θα δυσκολευτεί να αγοράσει φέτος τα Χριστούγεννα με το
πενιχρό επίδομα ανεργίας . « ΄Ενα γάλα θα ήθελα κι ένα μικρό ψωμί», κατορθώνει
τελικά να πει κι η φωνή του ακούγεται σαν ψίθυρος αγγέλου που νοσταλγεί ένα
χαμένο πια παράδεισο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου