Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Διήγημα - "Ορέστης" της Μάχης Τζουγανάκη.


«Ορέστης» διήγημα από e-book  προσωπικής συλλογής : «23&1 σταθμοί»

«Η ιστορία που θα σας διηγηθώ τελειώνει με αυτή τη φωτογραφία που κρατώ στα χέρια μου. Όχι λάθος. Αρχίζει με αυτή τη φωτογραφία» είπε ένας όμορφος και γελαστός νέος, δείχνοντάς μια φωτογραφία στον κόσμο γύρω του, αγκαλιά με μια όμορφη κοπέλα.
Να σας συστηθώ. Αυτός ο τρυφερός και αγαπησιάρης, γοητευτικός και πανέξυπνος άντρας, όπως φαίνεται καθαρά στη φωτογραφία, είμαι εγώ. Ναι, εγώ. Και είμαι ο Ορέστης. Ναι, ο Ορέστης Βουλινός. Άντρας αποφασιστικός, σταθερός, δυνατός, θαρραλέος, που στο περπάτημά του, πέφτουν οι γυναίκες όλες κάτω. Ομορφάντρας λέμε. Η κυρία στη φωτογραφία είναι η Δανάη. Ορέστης και Δανάη. Λες και τα ονόματά μας φτιαχτήκαν για να ’ναι μαζί. Αχ, η Δανάη. Είναι η Δανάη μου. Χρόνια μαζί. Από παιδιά. Το αγοροκόριτσο της γειτονιάς. Παίζαμε μαζί ποδόσφαιρο, πετάγαμε ροχάλες από μία μάντρα ψηλά στα αυτοκίνητα, ανταλλάζαμε αυτοκόλλητα με αυτοκίνητα και κυλιόμασταν σε λάσπες και ό,τι άλλο βρωμερό μπορείτε να φανταστείτε…
Όσο μεγαλώναμε, ήταν φανερό ότι η Δανάη ήταν μεγάλη καψούρα μαζί μου. Εγώ όμως, κλασσικός γυναικάς. Τριγύρναγα πότε με τη μία πότε με την άλλη και σκόρπιζα τα απίστευτα παθιάρικα φιλιά μου. Εκείνη, έλιωνε για μένα. Μου το λέγανε και οι κολλητοί μου, αλλά εγώ τους έλεγα «ρε παιδιά φιλαράκια είμαστε. Τίποτε άλλο» και χαχάνιζα μαζί τους πονηρά.
Εντάξει-εντάξει. Οκ. Σταματάω. Ναι, ψέματα. Σας λέω ψέματα. Τόση ώρα σας γεμίζω με ένα τσουβάλι ψέματα. Εκτός από το ότι με λένε Ορέστη και εκείνη Δανάη. Στην πραγματικότητα, είμαι άτολμος, καθόλου αποφασιστικός  και η τελευταία μου σχέση ήταν ένα φιλί που μου ’δωσε η συμμαθήτριά μου Μαρία, που αργότερα έμαθα ότι έπαιζε θάρρος ή αλήθεια και το «θάρρος» την ανάγκασε να ακουμπήσει το σπυριάρικο μάγουλό μου. Άκρως προβληματικός από μικρός. Συνήθιζα να περνάω τον καιρό μου, κλωτσώντας μια μπάλα από εδώ κι από εκεί και χαζεύοντας από το μπαλκόνι τον κόσμο.

Ε, εντάξει, όχι μόνο τον κόσμο. Πάλι ψέματα. Το κορίτσι απέναντι χάζευα. Εκείνο το κατάξανθο κορίτσι, που έμενε ακριβώς στο απέναντι μπαλκόνι από εμένα. Δεν έβγαινε ποτέ έξω, πέρα από το σχολείο της και έπαιζε εκεί στο μπαλκόνι με μια τεράστια κούκλα, με ροζ φουστάνι. Πότε τη χτένιζε, πότε την έπλενε, πότε τη χάιδευε, πότε τη φιλούσε, πότε την έντυνε και φτου κι από την αρχή. Αρχικά την κοίταζα από περιέργεια. Αργότερα όμως, περίμενα πώς και πώς να γυρίσει από το ιδιωτικό σχολείο που την πήγαιναν οι δικοί της, για να τη χαζέψω. Ήταν σαν άγγελος. Έτσι την έβλεπα. Μου θύμιζε εκείνα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, τα γυαλιστερά, που κρεμάγανε τα μαγαζιά. Και ένα ποτήρι παγωμένη λεμονάδα, που χρυσίζει από τον ήλιο το καλοκαίρι μου θύμιζε. Ναι σαν μια δροσερή λεμονάδα μου φαινόταν μη γελάτε…
     Τα χρόνια πέρασαν. Εγώ έγινα ο Ορέστης, ο ηλεκτρολόγος της γειτονιάς. Εκείνη έγινε η Δανάη, η δασκάλα του σχολείου. Δε γνωριστήκαμε ποτέ. Το μόνο που ήξερα, ήταν ότι την έλεγαν Δανάη. Τίποτε άλλο. Την έβλεπα κάθε πρωί σαν έπινα τον πρωινό καφέ και κάπνιζα το τσιγάρο μου στο μπαλκόνι, να παίρνει έναν βαρύ χαρτοφύλακα, να φοράει ένα εμπριμέ φουστάνι, που μοσχομύριζε μέχρι το μπαλκόνι μου και να κάνει το μελωδικό θόρυβο με τις γόβες της, μέχρι το στενό που έστριβε για το σχολείο και την έχανα. Τη φανταζόμουν να διδάσκει, να γελάει στα παιδιά, να τους χαϊδεύει τα μαλλάκια, όπως χάιδευε τα μαλλιά της κούκλας της. Τόσο τρυφερά και με αγάπη. Γέλαγα και καρδιοχτύπαγα με την εικόνα της.
Μια μέρα που γύριζα από τη δουλειά, την είδα να επιστρέφει με έναν κουστουμαρισμένο τυπάκο που βάσταγε τον χαρτοφύλακά της. Όταν φτάσανε στο σπίτι της, της έδωσε το χαρτοφύλακα, εκείνη του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και μπήκε σπίτι της. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει στα δύο. Και τότε ο Μάκης, ο κολλητός από τα παλιά και βοηθός μου στη δουλειά, με σκούντηξε απότομα και μου είπε: «Φίλε αν δεν πλησιάσεις ξέχνα την. Θα την δεις σε λίγο καιρό να σουλατσάρει με δυο κουτσούβελα κρατώντας παραμάσχαλα τον τύπο» και μου χαχάνισε.
Δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο. Ότι θα έχει έναν τέτοιο τύπο δίπλα της, ότι θα ναι ευτυχισμένη με δυο κουτσούβελα ή ότι ο Μάκης είχε καταλάβει ότι μου άρεσε η Δανάη. Ότι και να ’ταν πάντως, αποφάσισα επιτέλους να κάνω κάτι! Δεν το λες και το πιο τολμηρό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς, αλλά για μένα τον Ορέστη το φοβητσιάρη, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω. Της έγραψα ένα γράμμα, που της έλεγα πόσο όμορφη τη βρίσκω, πόσο γλυκιά δασκάλα θα ’ναι, πόσο λάμπει όταν πηγαίνει στο σχολείο της, πόσο τυχερά είναι εκείνα τα παιδιά και πόσο άτυχος είμαι εγώ, που δεν είμαι καν στη ζωή της. Υπέγραψα ανώνυμος και το άφησα στο γραμματοκιβώτιό της,  λίγες ώρες πριν γυρίσει από τη δουλειά
Καρτέρι κανονικό έκανα εκείνη τη μέρα, μέχρι να γυρίσει. Κρυμμένος όπως μπορούσα στο δωμάτιό μου, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι, που συνεχώς θόλωνα με την ανάσα μου και σκούπιζα βιαστικά με το χέρι μου, περίμενα να σχολάσει. Και έτσι έγινε. Ευτυχώς, αυτή τη φορά ήρθε μόνη της. Σταμάτησε στο γραμματοκιβώτιο, κίνηση που ήξερα ότι έκανε κάθε φορά που γύριζε, πήρε το γράμμα στα χέρια της και ανέβηκε πάνω. Πέρασε αρκετή ώρα, μέχρι να τη δω να βγαίνει στο μπαλκόνι της με το γράμμα ανοιγμένο και το βλέμμα της ανήσυχο. Κοιτούσε γύρω της και κρύφτηκα ακόμα περισσότερο. Έψαχνε εκείνον, τον ανώνυμο. Το σώμα μου όλο έτρεμε. Ήθελα να βγω στο μπαλκόνι και να της πω «Εγώ είμαι, εγώ Δανάη μου!» αλλά δε μπορούσα με τίποτα.
Πέρασε καιρός, που το ένα έφερε το άλλο και κατέληξα να της γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Κάθε φορά της σχολίαζα κάτι που έβλεπα στη γειτονιά μας. Και κάθε φορά εκείνη γύριζε να διαβάσει ό,τι της έγραφα. Πότε της έλεγα για τον τσιγκούνη τον τσαγκάρη της γειτονιάς μας, πότε για το μαγειρείο απέναντι και τις απαίσιες μυρωδιές του δήθεν φρεσκοψημένου φαγητού, που κράταγε βδομάδες ίδιο, πότε για μια καινούρια αφίσα στην κολόνα. Εκείνη έβγαινε στο μπαλκόνι και το διάβαζε κοιτάζοντας ό,τι της έλεγα. Πότε γέλαγε, πότε θύμωνε, πότε μελαγχολούσε μαζί μου. Κι εγώ απέναντι, κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα μου, έχοντας κάνει μια τόση δα τρυπούλα για να τη χαζεύω, έτρεμα κάθε φορά ολόκληρος με αυτή την επαφή μας.
Όταν την είδα να γυρίζει πιασμένη χέρι- χέρι με εκείνον τον τύπο με το χαρτοφύλακα, κόντεψα να πάθω το έμφραγμα. Εκείνη περπατούσε καμαρωτή. Ποτέ δεν την είχα δει να περπατάει με τέτοια αυτοπεποίθηση. Γέλαγε πιο δυνατά από όσο γέλαγε, μίλαγε πολύ πιο δυνατά και άκουσα πεντακάθαρα να του λέει « Βρε Γιάννη τι πλάκα που έχεις! Και ναι βέβαιααααααααααααα να πάμε σινεμά το Σάββατο αμέεεε»
Έγινα πυρ και μανία. Μετά από τόσα γραπτά, τόσες στιγμές στο μπαλκόνι εκείνη… με απατούσε! Ναι, με απατούσε! Έτσι το έβλεπα. Τριγύριζα καπνισμένος στο δωμάτιό μου, σκεπτόμενος τι θα της γράψω αυτή τη φορά. Τελειώσαμε. Έτσι ήθελα να της πω. Τριγύρνα με εκείνον τον λιμοκοντόρο τον Γιάννη σου και χαχανίζετε όσο θέλετε. Μα από την άλλη έτρεμα σε αυτήν την εικόνα.  Με την καρδιά να τρέμει, άφησα το τελευταίο μου γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Έπειτα, γύρισα στο σπίτι μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Όχι δεν κρύφτηκα από την κουρτίνα. Ίσα –ίσα, έπιασα τα κάγκελα από το μπαλκόνι και περίμενα να τη δω να εμφανίζεται. Ήρθε μόνη της και πάλι, ευτυχώς. Δε θα άντεχα να έβλεπα τον ξιπασμένο φίλο της μαζί της. Πήρε το γράμμα και χάθηκε μέσα. Έτρεμα τόσο πολύ από την αγωνία μου που κόντευα να πέσω από το μπαλκόνι. Πέρασε μία ολόκληρη ώρα και εκείνη άφαντη. Το σώμα μου όλο ασθενούσε από την απογοήτευση. Ένιωθα να υγραίνουν τα μάτια μου και το κεφάλι μου σταδιακά σταμάτησε να είναι σε ευθεία με το μπαλκόνι της, αλλά λύγιζε νικημένο προς το πεζοδρόμιο. Έχασα… έλεγα… έχασα…
Και τότε την άκουσα, «Θα περιμένω πολλή ώρα να με κοιτάξεις;;;» φώναξε δυνατά. Γύρισα το βλέμμα μου και την είδα να κρατάει κι εκείνη τα κάγκελα του δικού της μπαλκονιού και να μου γελάει. «Άντε θα έρθεις να πάμε καμιά βόλτα σαν άνθρωποι;» συνέχισε με την ίδια δυνατή φωνή κάνοντάς μας και τους δυο  θέαμα κανονικό! Μπήκα με φόρα στο σπίτι, άρπαξα το μπουφάν μου, έκλεισα δυνατά την πόρτα μου και για λίγο ήμουν εκείνος ο Ορέστης, ο αποφασιστικός ο τολμηρός. Εκείνη, είχε ήδη κατέβει στο δρόμο, την είδα και δεν την χόρταινα!
Έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά της. Αν δεν ήταν κι ο Μάκης ο πονηρός που παραμόνευε όταν του είχα πει τι της έστειλα, δε θα είχαμε κι ετούτη τη φωτογραφία καν. Δεν ξέρω ποτέ αν βγήκα από ’κει μέσα. Μπα, ακόμα εκεί μέσα είμαι… Στην αγκαλιά της. Η Δανάη μου, σας λέω. Η Δανάη μου. Και εγώ ο τολμηρός ο Ορέστης, ο άτολμος! Χα!

Μάχη Τζουγανάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου