Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ - ΒΡΑΒΕΥΜΕΝΟ ΜΕ ΑΡΙΣΤΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΟΚ , "ΜΕΤΙΝ", ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ.


Λένα Μαυρουδή Μούλιου                                                                                             
Β.Ε.                                                   

                                     «ΜΕΤΙΝ»
Θα σας πω μια ιστορία και μη σας περάσει καθόλου από το μυαλό ότι είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόκειται για μια από αυτές τις ιστορίες που γράφονται από αυτήν την απίθανη συγγραφέα και σεναριογράφο που λέγεται ΖΩΗ. Σας προϊδεάζω και να το έχετε αυτό στο πίσω μέρος του κεφαλιού σας, όσην ώρα θα διαβάζετε τα αφηγούμενα.
Και αφού ξεκαθάρισα τη θέση μου αρχίζω τη διήγηση.
Είμαι απόγονος τρίτης γενιάς Ελλήνων Μικρασιατών Προσφύγων.
Άκουγα και έφριττα την ιστορία του ξεριζωμού των δικών μου και έλεγα: ‘’Aποκλείεται ο Ελληνισμός απανταχού της Γης να ξαναζήσει μια φρίκη και τραγωδία τέτοια σαν αυτήν του ξεριζωμού των παππούδων μου από τα πάτρια εδάφη. Ξεριζωμός και σκηνές ανείπωτης βαρβαρότητας που θυμίζουν ταινίες τρόμου, παρά την περί του αντιθέτου άποψη της γνωστής, ανεκδιήγητης Ελληνίδας Ιστορικού που χαρακτήρισε τη σφαγή, εκείνον το φρικτό Σεπτέμβρη του Είκοσιδυό στην ονομαστή Προκυμαία της Σμύρνης, σαν ‘’απλό συνωστισμό’’!!!
Απαρχή του Εικοστού Πρώτου Αιώνα και ιστορίες τέτοιες όπως και αυτές του Αλή Πασά και των πολυχρονεμένων Βεζίρηδων μοιάζουν απλά, σαν ‘’αγριευτικά’’ παραμύθια… Έτσι έλεγα και το πίστευα βαθιά…
Κάποια στιγμή, κοπελίτσα 16 χρόνων, θέλησα μαζί με το δεύτερο μετά από μένα αδέρφια μου και με τον πατέρα συντροφιά, να κάνουμε μια εκδρομή στα πατρώα εδάφη, κάτι σαν προσκύνημα. Σπονδή στις ρίζες μας, ένα πράγμα…( σημ. η εκδρομή έγινε το 1955).
Η γιαγιά, που είχε φυσικά ζήσει τη φρίκη από πρώτο χέρι, αποδοκίμαζε τους γονείς μου που έκαναν την αποκοτιά, όπως την έλεγε, να μας επιτρέψουν να πάμε κατ’ ευθείαν στο ‘’στόμα του λύκου’’ που ειρήσθω εν παρόδω πιστεύαμε εν τη αφελεία μας ότι ήταν ένας λύκος ξεδοντιασμένος, γιατί η εποχή μας δεν τα σήκωνε πια τα φρικιά και το να βρεθούν αντιμέτωπα με τον πολιτισμό… Μα η γιαγιά δεν υπαναχωρούσε: «Γονείς ανόητοι και ανεύθυνοι, δεν το ξέρετε ότι ο ‘’Τούρκος ΦΙΛΟΣ δεν γίνεται’’;… έλεγε κλαίγοντας.
Και πήγαμε, γεμάτοι μνήμες από τις διηγήσεις, τόσο για το πριν το Είκοσι δύο, όσο και το μετά, που ακολούθησε τη μεγάλη σφαγή.
Ο πατέρας δεν βρήκε τίποτα από τον ονειρεμένο τόπο που άφησε. Τίποτα, παρά μόνο τους ανασκαμμένους τάφους των προγόνων του. Η μανία του Τούρκου μέχρι και με τους από χρόνια νεκρούς τα είχε βάλει. Όχι βέβαια για άλλο λόγο, αλλά για να κόψει και τούτον τον συναισθηματικό ομφάλιο λώρο που συνέδεε τους ξεριζωμένους με τους αγαπημένους νεκρούς. Ας μη μιλήσω για την απογοήτευση που νιώσαμε όλοι μας, εμείς οι νέοι, γιατί δεν είδαμε τίποτα που να μοιάζει με τον παράδεισο των διηγήσεων των παππούδων και ο πατέρας που εδραίωσε την υποψία του ότι θα πήγαινε πια να επισκεφτεί μια έρημο, μια νεκρή φύση, που δεν άφηνε περιθώρια ζωντανών ωραίων εικόνων ει μη μόνον εικόνες του μυαλού και της καρδιάς, από αυτές που καμιά καταστροφή, καμιά θεομηνία, δεν είναι σε θέση να τις κάνει να σβηστούν από κει που είναι ριζωμένες, φωλιασμένες βαθιά. 


*
Εκεί, στον από χρόνια κατεστραμμένο τόπο, γνώρισα μια οικογένεια Τούρκων που έδειχναν αμήχανοι, καλοκάγαθοι και… αθώοι του αίματος των προγόνων μου. Κυρίως όμως γνώρισα τον γλυκό τους γιο, το πιο τρυφερό και με προσωπικότητα παιδάκι που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, τον δεκάχρονο  Μετίν.
Δεν το έχω σκοπό να σας διηγηθώ τις ώρες και τις σκηνές λατρείας (κυριολεκτώ) που μου πρόσφερε ο μικρός εκείνος. Μια ιστορία ΑΓΑΠΗΣ και δεν τολμώ να πω ΈΡΩΤΑ, αν και είμαι σίγουρη ότι κάτι τέτοιο ένιωσε ο νεαρός για την αφεντιά μου, σε σημείο που την ώρα της αναχώρησής μου να γαντζωθεί πάνω μου και κλαίγοντας με λυγμούς να μη με αφήνει να μπω στο πούλμαν που θα με έπαιρνε μακριά του. Να κλαίει και να λέει με αναφιλητά «Μη με αφήνεις, Σ’ αγαπώ», όπως μου μετέφραζαν τα λόγια του όσοι γνώριζαν την Τούρκικη γλώσσα. Όλο το γκρουπ των εκδρομέων έβλεπε δακρυσμένο και κατάπληκτο τα τεκταινόμενα. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα -έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Φύγαμε από το χωριό του πατέρα που δεν θύμιζε ούτε καθ’ υποψίαν τον παράδεισο που ήταν κάποτε. Και να σκεφθεί κανείς ότι η ολοκληρωτική αλλαγή του τοπίου συνέβη μέσα σε 35 τόσα χρόνια από τον ξεριζωμό.
Εκείνο που με άφησε κατάπληκτη ήταν ότι οι καταπατητές του ιερού μας Τόπου, είχαν εξαφανίσει τα όμορφα κτίρια, τις βίλες τις ονομαστές όπου έρχονταν, φιλοξενούμενοι από πλούσιους κατοίκους, να περάσουν το Καλοκαίρι τους, οι πρίγκιπες της Ελλάδας. Κτίρια που έπρεπε αν μη τι άλλο να διαφυλάξουν από την καταστροφή, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην ήξεραν ότι σαν αυτά, ΠΟΤΕ τους δεν θα ήταν πια σε θέση να οικοδομήσουν. Γιατί να το έκαναν άραγε; Μήπως για να βρουν μέσα στα ερείπια θαμμένους θησαυρούς; Οι ανόητοι! Δεν γνώριζαν μια μεγάλη αλήθεια. Ο πλούσιος, τους θησαυρούς του δεν τους κρύβει σπίτι του, μα στις ξένες ΤΡΑΠΕΖΕΣ, πόσω μάλλον όταν ξέρει ότι πλησιάζει μια καταστροφή!
Άφησαν λοιπόν απείραχτα τα μέτρια σπίτια, και εδώ είναι η ειρωνεία. Σ’ αυτά τα σπίτια, στις αυλές τους και σε κρύπτες που μπορεί και ποτέ να μην ανακάλυψαν οι κατακτητές έθαψαν ό, τι πολύτιμο είχαν οι ξεριζωμένοι, ελπίζοντας μια μέρα να επιστρέψουν και να τα ξαναβγάλουν στο φως…

Απογοητευμένοι από τη κατάντια του τόπου είχαμε την αφέλεια να ελπίζουμε ότι σε λίγο που θα επισκεπτόμασταν τα ονομαστά στην οικουμένη  περβόλια και μπαξέδες και τα δάση τα βαθύσκιωτα όπου πήγαινε για κυνήγι η Βασιλική Οικογένεια της Ελλάδας, θα μας αποζημίωναν με την ομορφιά τους έτσι όπως ήταν ζωγραφισμένα στο μυαλό και την καρδιά μας από τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων μας. Ποιος  μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι όλος αυτός ο παράδεισος, θα είχε μετατραπεί σε Κρανίου τόπο! Και καλά τα περβόλια και καλά οι μπαξέδες. ΜΑ στο Θεό τους πώς το κατάφεραν να εξαφανίσουν τόσες χιλιάδες αιωνόβιων δέντρων μέσα σε ένα τέταρτο Αιώνα;
Και σε όλο το τρομακτικά γυμνό τοπίο ούτε ένα χαμομήλι ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι, μόνο γαϊδουράγκαθα και κάκτοι. Σεληνιακό τοπίο, μια κόλαση μια ερημιά, που σου έκοβε την ανάσα. Εγώ ξέρω ότι η Φύση συνήθως φροντίζει να στήνει το δικό της σκηνικό σε περίπτωση που δεν την φροντίζει ο άνθρωπος. Το λιγότερο που μπορεί να δώσει στη γη, είναι κανένα αγριολούλουδο ένα απλό χορτάρι. Και όμως τίποτα, ούτε για δείγμα. Και αφού η χλωρίδα άφαντη, το ίδιο και η πανίδα… Σας ορκίζομαι, δεν είδα ούτε πουλί πετάμενο, ούτε καμιά γάτα, ένα σκυλί αδέσποτο, μια χελώνα, κάτι τέλος πάντων. Θαρρείς και η φύσει αρνιόταν να ζωντανέψει, αρνιόταν να αναστηθεί. Δεν το θέτω σαν μεταφυσικό το πρόβλημα, όμως και μέχρι σήμερα, εξήγηση εγώ δεν μπορώ να δώσω, το ομολογώ, αλλά που θα πρέπει να υπάρχει, δεν μπορεί…
Θυμώσαμε με την τύχη μας. Καλύτερα να μην είχαμε έρθει ποτέ και να μην έσβηναν από το μυαλό, όπως ξανά είπα, οι εικόνες των αφηγήσεων των γερόντων.
Και το αποκορύφωμα, όταν πήγαμε να ανάψει ο πατέρας ένα κερί στους τάφους των γονιών του. Ένας βρωμότοπος με ανασκαμμένους τάφους ακριβώς όπως τον είχαν καταντήσει, τότε το είκοσι δύο, έτσι και παρέμεινε από τότε, ξεσπώντας το μίσος τους ακόμη και στους νεκρούς Ρωμιούς!  Εκείνο το δάκρυ που πάγωσε στη γωνιά του ματιού του πατέρα, στη θέα αυτή, δε θα το ξεχάσω μέχρι την τελευταία μου ανάσα. Άναψε ένα κερί και το κάρφωσε στο έδαφος. Και επιτέλους φύγαμε…
 Μα αυτό το προσκύνημα στις χαμένες πατρίδες, μου άνοιξε μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ.

Επανέρχομαι στον Μετίν.
Τα χρόνια πέρασαν μα ομολογώ ότι δεν το ξέχασα ποτέ το μικρό Τουρκόπουλο. Συχνά διηγιόμουνα την περίεργη αυτή ιστορία, στους φίλους και γνωστούς μου, την ζούσα και την ξαναζούσα την τρυφερή μου γνωριμία. Το αποτέλεσμα είναι ότι με αυτή την επανάληψη να μη χάσει σχεδόν τίποτα από τη ζωντάνια της η ανάμνησή μου εκείνη. 
Τι έφταιγε μωρέ εκείνη η όμορφη φατσούλα για τα αίσχη των προγόνων του; Αμφιβάλλω και αν ακόμη είχε μάθει μέρος έστω της φρίκης που είχε ποτίσει την γη που πάνω της πατούσε έτσι όπως βάδιζε ξυπόλυτο. Ήταν ακόμη αθώο, και το μίσος των δικών του προγόνων δεν είχε αλώσει την καρδούλα του. Πράγμα που βέβαια δεν θα απέφευγε με τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Το μόνο σίγουρο…
Κοίταξε τώρα πώς τα φέρνει η ζωή.
Ο άντρας μου, Αεροπόρος της Ελληνικής Αεροπορίας, ήταν σε αποστολή στην Κύπρο και εγώ καλεσμένη του πλούσιου Κύπριου θείου μου, να περάσω τις καλοκαιρινές διακοπές μου με τα δύο μικρά μου παιδιά στο  Ξενοδοχείο του στη Μεγαλόνησο.
Τέλη Μάη και ήδη η ζέστη αρκετή, εκείνο το Καλοκαίρι του 1974.
Ήμουνα μαγεμένη τόσο από την ανεπανάληπτη Κυπριακή φιλοξενία, όσο και από τη μαγεία του τοπίου. Παραμυθένιες διακοπές.   Αξέχαστες, απ’ όποια πλευρά και αν τις έβλεπες. Την λάτρευα, την Κύπρο. Η ζεστασιά των ανθρώπων ήταν απίστευτη. Δεν περνούσε πολύς καιρός από τη στιγμή που σε πρωτόβλεπαν για να σε θεωρούν και να τους θεωρείς φίλους σου, καλύτερους από συγγενείς. Ως και η περίεργη ντοπιολαλιά τους μου άρεσε,  απέπνεε μιαν αρχοντιά και ας μη καταλάβαινα τι έλεγαν ακριβώς, παρά μόνο από τα συμφραζόμενα.
Στον τομέα αυτό, εντύπωση θυμάμαι μου είχε κάνει η ευκολία με την οποία μεταπηδούσαν από την δυσνόητη διάλεκτό τους στην ‘’καθαρή’’ ελληνική γλώσσα. Που σημαίνει, ότι αν δεν ήθελαν να τους καταλάβεις δεν τους καταλάβαινες με καμιά κυβέρνηση. Ήταν χάρμα να τους ακούς. Η λαλιά τους ακόμη αντηχεί στ’ αφτιά μου, σαν ένα είδος μουσικής, αλήθεια λέω.
Ζούσαμε λοιπόν ένα όμορφο Ελληνικό παραμύθι το Καλοκαίρι εκείνο.   Μα έμελλε το τέλος του παραμυθιού να μην το ακολουθήσει το γνωστό επιμύθιο ‘’και ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.’’ Γιατί, τόσο εμείς, όσο και αυτοί, ζήσαμε και ακόμη ζούνε, έναν εφιάλτη διαρκείας.
Ήταν ο Ιούλιος του 1974, όπως και ξανά είπα. Το Αιματοβαμμένο καλοκαίρι της εισβολής στην Πανέμορφη βόρεια Κύπρο υπό την ανοχή και πάλι των ‘’φίλων’’ της Ελλάδας, όπως και τότε στη Σμύρνη. Επανάληψη της καταστροφής, με κάτι αδύναμες φωνούλες εκ μέρους των, τόσο αδύνατες, και ‘’ωχ αδερφικές,’’ όσο για να έχουν το άλλοθι ότι δεν άφησαν να περάσει το θέμα έτσι αβρόχοις ποσίν, εν είδη Πόντιων Πιλάτων, χαρίζοντας εσκεμμένα χρόνο στους βανδάλους να εδραιώσουν την κατοχή τους στο Νησί. Ως πότε όμως Θεέ μου, ως πότε;
Και να σου οι μνήμες να ζωντανεύουν εφιαλτικά, με σαφήνεια και ευκρίνεια, όχι σαν πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Όρμησαν με μιας και άρχισαν να μπλέκουν το παρόν με το παρελθόν τόσο πολύ, που θαρρούσα πως ζούσα την ίδια Ιστορία των παππούδων μου σαν σε ζωντανεμένο flash back.
Δεν πρόκειται να περιγράψω τον χαμό, ούτε να ανατρέξω στις αστείες δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι εισβολείς. Έχει χυθεί άφθονο μελάνι για την περιγραφή της συμφοράς από ειδικούς και η δική μου συνεισφορά στον τομέα αυτό θα ήταν ίσως ελλιπής ή και άνευ σημασίας. Ως εάν να κόμιζα γλαύκα εις Αθήνας. Απλώς να πω ότι ο γαλάζιος ουρανός και ο χρυσός ήλιος σκοτείνιασαν από τα αεροπλάνα των Τούρκων που βομβάρδιζαν παντού.
Τρελάθηκα, δεν ήξερα τι να κάνω, πού και πώς να προφυλαχθώ τα παιδιά μου κι’ εγώ. Ο κόσμος πανικόβλητος να φεύγει με τις πυτζάμες, καθώς η εισβολή άρχισε πολύ πρωί κι’ εγώ να μένω, γιατί χωρίς να το υποπτεύομαι είχα ραντεβού με τη Μοίρα μου.
Ο άντρας μου όπως προείπα, την συγκεκριμένη στιγμή, έτυχε να λείπει σε αποστολή, και εγώ, σε αλλόφρονα κατάσταση και κλειδαμπαρωμένη στο διαμέρισμά μου. Τρομερή η θέση μου. Οικογένεια βλέπεις Έλληνα αξιωματικού. Θα την άφηνε αλώβητη ο Αττίλας; Πολύ χλωμό το έβλεπα.
Μα τι στην ευχή ζητούσε ο εισβολέας, αναρωτιόμουν. Από ό, τι ήμουνα σε θέση να γνωρίζω, Κύπριοι και Τούρκοι συνυπήρχαν μια χαρά. Μα τι λέω η ανόητη! Μη και δεν ξέρουμε ότι η γείτονα Χώρα είναι πάντοτε η πρώτη που εκμεταλλεύεται την όποια κατάσταση δημιουργηθεί από τις εσωτερικές μας έριδες και φαγωμάρες; Καραδοκεί και την κατάλληλη στιγμή ορμάει. Και εκείνη την Ιστορική στιγμή, οι έριδες στη δόλια την Ελλάδα μου, είδος σε υπέρ επάρκεια, δυστυχώς. Γνωστά αυτά και χιλιοειπωμένα!!!...
 Κι’ εγώ, βρήκα την ώρα να κάνω αυτές τις ίδιες προαιώνιες σκέψεις! Μα το μυαλό, ως γνωστόν, σε πηγαίνει πάντοτε εκεί που θέλει, κινούμενο με πυραυλική ταχύτητα… 
Η ώρα περνούσε και γώ να μένω άπραγη. Ο κόσμος όπου φύγει φύγει κι‘ εγώ μαρμαρωμένη να μένω εκεί, περιμένοντας άραγε τι;
Ξάφνου, ακούω δυνατά κτυπήματα στην πόρτα μου. Πανικοβλήθηκα. ΝΑ ανοίξω; Να μην ανοίξω; Να είναι Τούρκοι που κτυπούν, να είναι δικοί μας; Δεν είχε νόημα να αρνούμαι, να καθυστερώ. Με δυο σπρωξιές η πόρτα δεν θα άντεχε.
 Άνοιξα.
Με προτεταμένο το όπλο του όρμησε στο δωμάτιο ένας αγριεμένος στρατιώτης που μια και δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, υπέθεσα και σωστά, ότι ήταν Τούρκος. Εύλογο. Αναζητούσε προφανώς τον Έλληνα αξιωματικό. Οι μυστικές υπηρεσίες έκαναν τη δουλειά τους άριστα. Ήταν καταφανώς ένας από τους πρώτους Τούρκους που έπεσαν με το αλεξίπτωτο στο Νησί. Ένιωσα ότι πλησίαζε το τέλος τόσο το δικό μου όσο και των παιδιών μου που είχαν αρχίσει να κλαίνε φοβισμένα, περισσότερο βλέποντας  τον αγριεμένο Τούρκο, παρά από το θόρυβο και τις βόμβες που έπεφταν συνεχώς.
Άθελά μου, εκείνη την τραγική στιγμή που ήταν από τις χειρότερες που ζούσα στη ζωή των τριάντα τόσων χρόνων μου, έφερα στο μυαλό μου, τον μικρούλη μου Μετίν. Αναρωτήθηκα: ‘’Δεν θα ήταν ήδη ένας απαίσιος Τούρκος σαν αυτόν που έβλεπα τώρα μπροστά μου, ποτισμένος με άσβεστο και ανείπωτο μίσος για κάθε τι το Ελληνικό;’’ Χωρίς να το καταλάβω ψέλλισα:’’ Μετίν.’’…
 Ο στρατιώτης, σαν να κεραυνοβολήθηκε, είπε κάτι, που σε ελεύθερη μετάφραση γλώσσας Esperanto, θα έπρεπε να σημαίνει ‘’ΤΙ ΕΊΠΕΣ;’’
Ακούω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει ξεψυχισμένα: «Μετίν Κεπέογλου»…
Ο στρατιώτης, αφήνει κάτω το όπλο του και κοιτάζοντάς με βαθιά στα μάτια ψελλίζει αχνά:
«Πού ξέρεις το όνομά μου;»
Τι ποσοστό σύμπτωσης θα δίνατε εσείς στο περιστατικό αυτό; Άραγε, πόσες δεκάδες ή εκατοντάδες με το ίδιο όνομα στην ηλικία που θα πρέπει να ήταν ο Μετίν της νιότης μου, μπορεί να υπήρχαν στον Τούρκικο εισβολέα στρατό;’’
Και όμως αγαπημένοι μου αναγνώστες, είχα τη βάσιμη υποψία ότι ΝΑΙ, Θα πρέπει να είναι ήταν εκείνος. Ο ΜΕΤΊΝ. Ο άκακος Τουρκάκος της νιότης μου και νυν βάρβαρος στρατιώτης που έκανε τα μωρά μου να κλαίνε φοβισμένα. Ένας σύγχρονος Αττίλας, που στεκόταν τώρα μπροστά μου σαν έτοιμος από καιρό, να προσκυνήσει όμως την Παναγιά των Χριστιανών και συγχώρα με Μεγαλόχαρη για τη βλασφημία μου! Τα μάτια του καθώς με κοίταζαν γυάλιζαν σαν από δάκρυα που δεν τα άφηνε να κυλήσουν στα βρώμικα με χρώματα παραλλαγής μάγουλά του. Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε…
«Θεέ μου» ψέλλισα…
«Αλάχ» μουρμούρισε εκείνος.
Έβγαλε από την τσέπη του κάτι σαν μαρκαδόρο, έκανε ένα σημάδι στην πόρτα του διαμερίσματός, μου είπε τρυφερά να μη φοβάμαι, να μείνω εκεί και ότι θα είμαι απολύτως ασφαλής. «Θα ξανάρθω »μού είπε σε άπταιστα ελληνικά.
 Ήμουνα σίγουρη ότι Α Ν ήταν εκείνος, τα ελληνικά θα τα είχε μάθει για μένα εδώ και χρόνια, ελπίζοντας να με ξαναδεί!!!...
 Απ’ ό,τι κατάλαβα, το σημάδι στην εξώπορτα σήμαινε ότι δεν έπρεπε κανείς συνάδελφός του να κάνει κακό στους ενοίκους. Να ήταν τυχαίο ότι ούτε το ξενοδοχείο του θείου μου έπαθε το παραμικρό, μα ούτε και η γύρω απ’ αυτό περιοχή; Αφελές το ερώτημα, ή ευσεβής πόθος να το νομίζω; Όπως και να χει, ποιο το όφελος άραγε!
Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Και τα γεγονότα, δεν μου επέτρεψαν να τον σκεφτώ τις ημέρες που ακολούθησαν. Ζούσα ΤΗ φρίκη σε όλο της το μεγαλείο, δοξάζοντας όμως το Θεό που ο άντρας μου όπως μάθαινα δεν είχε πιαστεί από τους εισβολείς και να μείνω να τον περιμένω μια ζωή μεταξύ των αγνοουμένων!!!
Δεν τον ξαναείδα τον Μετίν, τον αληθινό ή τον συνονόματο. Να σκοτώθηκε; Να καταλάβαινε το μάταιο μιας συνάντησης υπό τέτοιες συνθήκες; Ή αν ήταν τελικά αυτός, να ήθελε σαν και μένα, να μείνει με την μακρινή του εξιδανικευμένη ανάμνηση;
Τα χρόνια πέρασαν και μάλιστα τώρα, προς το τέλος της ζωής μου, συχνά πυκνά τον φέρνω το Μετίν στο μυαλό μου. Γιατί, ναι μεν ‘’ο Τούρκος φίλος δεν γίνεται,’’ (η ρήση της γιαγιάκας μου θα επαληθεύεται φευ ες αεί), υπάρχουν όμως και κάτι λίγες, ελάχιστες, εξαιρέσεις, ευλογημένες από τον ένα και μοναδικό Θεό…. Και αν κάνω λάθος, συγχωρείστε με φίλοι μου αγαπημένοι…

«Τ  Ε  Λ  Ο  Σ»

1 σχόλιο: