Λένα Μαυρουδή Μούλιου
BE.
«ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ;»
Καθόμουνα στο μικρό μου μπαλκόνι με μέτρια διάθεση εξ’ αιτίας των όσων
ακούμε και βλέπουμε γύρω μας αφ’ ενός και με μια απροσδιόριστη
αδιαθεσία αφ’ ετέρου. Για παρέα μου είχα έναν γκυκόπικρο καφέ φίλτρου
χωρίς τσιγάρο. Πόσο μου έλειπε το άτιμο το τσιγάρο!… Αλλά πλέον για μένα
ήταν απαγορευμένος καρπός Παραδείσου. Ο γιατρός το δήλωσε: «Αν
συνεχίσεις το κάπνισμα, δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ που θα ‘’φύγεις,’’ όχι για
να πας σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, αλλά εκεί που και να σε ικετεύω γονατιστός
να γυρίσεις, εσύ ούτε θα μ’ ακούς ούτε θα θυμάσαι και ούτε θα σε νοιάζει αν
υπάρχω για να μου κάνεις το χατίρι αυτό».
Τα έλεγε αυτά ο φίλος μου ο γιατρός την στιγμή που στο γραφείο των ιατρών
στο Νοσοκομείο που μια μέρα τον αναζήτησα, στάθηκε αδύνατον να τον
διακρίνω μέσα από τα σύννεφα καπνού που κατέκλυζαν την ατμόσφαιρα από
τόσα τσιγάρα όσα και οι γιατροί, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου. Τεκές;
και λίγα λέω… Το ‘’δάσκαλε που δίδασκες…’’ σε πλήρη εφαρμογή. Θέλησα να
τον επιπλήξω που μεροληπτούσε και η απάντηση που μου έδωσε με άφησε
κάγκελο που λένε:
«Εγώ αγάπη μου, μπορεί και να θέλω να αυτοκτονήσω επειδή αρνήθηκες την
αγάπη μου. ΕΣΥ όμως; ΕΣΥ, γιατί να θέλεις να πεθάνεις νέο κορίτσι με τους
άντρες όλους να σφάζονται στα πόδια σου σαν την Πενταγιώτισσα εκλιπα-
ρώντας για την εύνοιά σου; Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τυχερή είσαι
που η υγεία σου δεν έχει την ανάγκη μου ακόμα. Ως πότε όμως, αν συνέχιζες
το κάπνισμα;»
Να πω ότι τα λόγια του φίλου μου προσέκρουσαν σε τοίχο; Δεν το λέω, γιατί
ήξερα ότι είχε δίκιο. Και αυτά ήταν που σκεπτόμουνα καθώς έπινα τον
γλυκόπικρο καφέ μου κάνοντας την έλλειψη του τσιγάρου όλο και λιγότερο
οδυνηρή. Τα λόγια του είχαν πιάσει τόπο.
Απολάμβανα λοιπόν την απραξία μου όταν ξάφνου βλέπω κάτω από το
αντικρινό μπαλκόνι της πολυκατοικίας, πάνω στο μηχάνημα του air condition,
δύο περιστέρια, ένα κατάγκριζο μικρό και ένα μεγαλύτερο πάλλευκο. Τίποτα
το παράξενο μέχρι εδώ. Σύμφωνοι. Εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου
όμως και που χάλασε το πρωινό μου, την μέρα μου και από τότε δεν λέω να
ηρεμήσω είναι τούτο: Το μικρό πουλί σίγουρα έπασχε. Εμενε ακίνητο με το
κεφαλάκι του όλο και πιο βαθιά χωμένο στα πούπουλά του. Το άλλο
περιστέρι από κάποια απόσταση, φανερό ότι του κρατούσε συντροφιά, μα σε
λίγο έφυγε όταν είδε καταφανώς ότι το μικρό ή είχε πια πεθάνει, ή δεν θ’
αργούσε. Συγκλονίστηκα. Ο Θάνατος από μόνος του είναι συγκλονιστικός για
όλα τα πλάσματα του Θεού.
Καθώς η μέρα κυλούσε και εγώ απορροφήθηκα από τις δουλειές μου και την
ρουτίνα της καθημερινότητας ξέχασα ολωσδιόλου το νεκρό πουλί και ίσως
ίσως να μην περίμενα ότι θα το ξανάβλεπα εκεί στην άκρη του air condition.
Με το που κάθισα ξανά στο μπαλκόνι μου, τα μάτια μου στράφηκαν προς το
σημείο του δράματος. Και βέβαια το νεκρό πουλί ήταν ακόμη εκεί.
Αναρωτήθηκα και απόρησα, πώς αφού ήταν τόσο βαριά άρρωστο, όπως
αποδείχτηκε με τον γρήγορο θάνατό του, κατάφερε να πετάξει και να φτάσει
μέχρι το μηχάνημα του air condition; Θα το έκανε σαν μια ύστατη
προσπάθεια μέσα στην ανημποριά του, θέλοντας έτσι να αποφύγει το
ξεπουπούλιασμά του από μια μοχθηρή γάτα ή τη βεβήλωση των τελευταίων
του στιγμών από τη σκούπα της καθαρίστριας που καθάριζε το πεζοδρόμιο.
Ηξερε ότι το μέρος που διάλεξε ήταν απρόσβλητο είτε από ζώου είτε από
ανθρώπου χέρι. Και έτσι όπως το μηχάνημα ήταν προστατευμένο από βροχές
και αέρηδες από το μπαλκόνι που υπήρχε από πάνω του, θα παρείχε ιδανικό
τόπο σεβασμού στο νεκρό κορμάκι του για πολύ καιρό ακόμα.
Μια επίσης μεγάλη μου απορία είναι, (που την έχω από παιδί), πώς με τόσες
εκατοντάδες πουλιών όλων των ειδών που πετούν πάνω μας, δεν είδα νεκρά
πουλιά ή ετοιμοθάνατα έστω (και δεν μιλώ γι’ αυτά που κτυπήθηκαν από
όπλο κυνηγού ή τροχοφόρου στο παρμπρίζ) πάνω σε πεζοδρόμια η στο
δρόμο ή σε κάποιο απόμερο μέρος τέλος πάντων. Αρα μένουν και πεθαίνουν
μέσα στις φωλιές τους, υποθέτω, στα δέντρα, ή στα πρεβάζια παραθύρων
απλησίαστα από άλλες υπάρξεις.
Στη γειτονιά μου μια μέρα μέτρησα πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα του
δρόμου όπου κουρνιάζουν, γύρω στα 70 περιστέρια που ολημερίς πιότερο
σουλατσάρουν στους δρόμους προς ανεύρεση τροφής, παρά πετούν για να
πιάσουν κανένα έντομο. Τόσα χρόνια είναι τα ίδια; Αποκλείεται. Πού
αποσύρθηκαν λοιπόν για να αφήσουν τη τελευταία τους ανάσα τα
περισσότερα εξ’ αυτών; Περίεργο. Κοίταξε τώρα σε τι ατραπούς οδήγησε τη
σκέψη μου αυτό το μικρό γκρίζο περιστέρι που πέθανε μπροστά στα μάτια
μου. Ναι, μα δε μου έδωσε την απάντηση στην απορία μου ο θάνατός του.
ΟΧΙ. Δεν ήταν αρκούντως ικανοποιητική η απάντηση, πώς να το κάνουμε;
Θυμάμαι,
Θα ήμουνα δεν θα ‘μουνα 6 ετών όταν με την οικογένειά μου πήγαμε
κατασκήνωση σε ένα χωριό έξω από την Αθήνα. Λίγο μετά τον Εμφύλιο
Πόλεμο και η ιδέα για φυσιολογικές διακοπές σε ξενοδοχεία, σε
ενοικιαζόμενα δωμάτια ή ακόμα σε οργανωμένα κάμπινγκ, φάνταζαν σαν
όνειρο απατηλό. Ο κόσμος λοιπόν διάλεγε ένα οικόπεδο έναντι μικρού
τιμήματος το νοίκιαζε για το διάστημα που ήθελε, έστηνε το τεράστιο
συνήθως αντίσκηνό του κάτω από ένα αιωνόβιο πυκνόφυλλο δέντρο που του
πρόσφερε ιδανική σκιά και δροσιά και περνούσε αξέχαστα καλοκαίρια.
Βέβαια τα κομφόρ υποτυπώδη και οι υπηρεσίες υγιεινής και τουαλέτας σε
ημιάγρια για τα σημερινά δεδομένα κατάσταση. Ας μη τα περιγράψω
καλύτερα και αμαυρώσω την ανάμνηση την ασύγκριτη των καλοκαιριών
εκείνων.
Ο αιωνόβιος πλάτανος που σκίαζε το αντίσκηνό μας ήταν το καταφύγιο
εκατοντάδων πουλιών και για να μη πω χιλιάδων, ας πω καλύτερα αμέτρητων
φτερωτών φίλων μας που έντυναν με μουσική τις καλοκαιρινές μέρες μας στο
όμορφο χωριό. Τα τιτιβίσματά τους, αν και πέρασαν σχεδόν ¾ αιώνα από
τότε, ηχούν ακόμη στα αφτιά μου.
Θυμάμαι ότι όταν τα φόβιζε κάτι, μια τουφεκιά π.χ., εγκατέλειπαν το δέντρο
σαν σύννεφο πραγματικό, που σκέπαζε τον ουρανό. Επέλεγαν δέντρα
γειτονικά τότε, περισσότερο ασφαλή και όταν νόμιζαν ότι ο κίνδυνος πέρασε,
επέστρεφαν και από τον πλάτανο γέμιζαν τη σκηνή μας με τις κουτσουλιές
τους αφοδεύοντας με ευχαρίστηση από τη χαρά τους που γύριζαν στο κονάκι
τους μεν, αλλά φέρνοντας τους μεγάλους ανθρώπους σε απόγνωση, ιδίως τη
γιαγιάκα μου που σπαστική καθώς ήταν με την καθαριότητα πάσχιζε να
καθαρίσει τις κουτσουλιές αυτές, απειλώντας θεούς και δαίμονες.
Μα συγγνώμη μαντάμ, ξέρει η Φύση και τα πετεινά, -ακόμη και αυτά που
φυλακίζει ο άνθρωπος σε πανώρια κλουβιά και δεν καταφέρνει να τα
εξανθρωπίσει τα δύστυχα-, από τρόπους καλής συμπεριφοράς απέναντι στο
παντοδύναμο ον που είναι αυτός;
Θέλησες να περάσεις λίγον καιρό κοντά στη Φύση και πολύ καλά έκανες.
Ομως η Φύση, δεν έχει μόνον ομορφιά και καθαρό αέρα. Και τα κουνουπάκια
της έχει και τις σφήκες της έχει, που κυρίως αυτές, ΕΣΕΝΑ περίμεναν να
έρθεις για να ορμήσουν πάνω στο τηγανιτό ψαράκι που ετοιμάζεις για τα
εγγόνια σου. Παρεμπιπτόντως δε, αν τις εμποδίσεις να πάρουν το μεζέ τους,
ενδέχεται να θυμώσουν μαζί σου και να σου πατήσουν μια τέτοια τσιμπιά
που εκεί να δω τα νεύρα σου γριά γυναίκα.
Η Φύση έχει και αυτή τους δικούς της κώδικες συμπεριφοράς. Πες μας
λοιπόν με το χέρι στην καρδιά, ΕΣΥ τους ΣΕΒΕΣΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΟΛΟΥΣ TOYΣ
ΚΩΔΙΚΕΣ;;;;
Μη ξεφεύγουμε όμως από το θέμα μας.
Ε, λοιπόν ούτε και τότε θυμάμαι να είδα πουλί πεθαμένο από φυσικά αίτια.
Μα πού κρύβονταν για να πεθάνουν; Στις φωλιές τους μέσα; Νεκρά και
ζωντανά όλα μαζί; Δεν το έβλεπα δυνατόν, ξέροντας ότι τα πλάσματα αυτά
αγαπούν την καθαριότητα στις φωλιές τους. Τότε; ΠΟΥ άφηναν το κορμάκι
τους όταν ερχόταν η Στιγμή τους; Και μόνον όταν κανένας κυνηγός χωρίς καν
να σημαδεύει ρίχνοντας τουφεκιά έτσι στα τυφλά, στον πλάτανο, και δεκάδες
από τις ψυχούλες αυτές έπεφταν στο χώμα από τα σκάγια της καραμπίνας,
τότε σαν παιδί καταλάβαινα πως και αυτά πεθαίνουν όπως και οι άνθρωποι,
μα πίστευα ότι μόνον έτσι πεθαίνουν, από ανθρώπου χέρι δηλαδή, ή αν
κτυπήσουν στο παρμπρίζ αυτοκινήτου εν κινήσει.
Και σήμερα η ίδια απορία ’’βασανίζει’’ και τα εγγόνια μου και απάντηση να
τους δώσω δεν μπορώ αφού κι’ εγώ δεν ξέρω.
Οπως είπα λίγο πριν, δεκάδες τα περιστέρια σήμερα στη γειτονιά μου.
Λερώνουν μπαλκόνια, πεζούλια, δρόμους. Ασφαλώς και γεννοβολούν,
βλέπουμε τα αβγά τους μέσα σε γλάστρες των μπαλκονιών, και δεν πτοούνται
ούτε από τα τόσα CD που είναι κρεμασμένα τάχα μου για να τα αποτρέψουν.
Μα για το πού πηγαίνουν να πεθάνουν και πού μένουν νεκρά, μυστήριο.
Ενα άλλο περίεργο είναι, ότι ενώ το μηχάνημα του air condition που σας
έλεγα είναι από τα πολύ μεγάλα καθ’ ότι επαγγελματικό και μέχρι πρότινος
αποτελούσε πόλο έλξης ιδανικό στέκι των περιστεριών, τώρα με τη νεκρή
άμορφη και συρρικνωμένη όλο και περισσότερο μέρα τη μέρα μάζα πάνω
του, δεν το πλησιάζει πουλί. Να ακόμη μια απάντηση ότι αδύνατον να μένουν
νεκρά μέσα στις φωλιές τους, μαζί με τους συντρόφους τους.
‘’Μα τι στο καλό ‘’ρωτάει ο μικρός μου ο εγγονός. ‘’Κάθε μέρα τόσοι
άνθρωποι πεθαίνουν, τόσα ζώα, όπως ό σκύλος του φίλου μου και η γάτα της
γειτόνισσας της κυρά Μαριγώς. Και πουλί κανένα; Μήπως βρε γιαγιά μου
εξαερώνονται;’’
Ουπς να η λέξη κλειδί: ‘’εξαερώνονται’’. Λες μωρέ αυτό να συμβαίνει με τους
φτερωτούς μας φίλους; Μα πάλι, αυτό αποκλείεται. Μάρτυράς μου το νεκρό
πουλί κάτω από το απέναντι μπαλκόνι, που τόσες μέρες τώρα όχι μόνο δεν
έχει εξαερωθεί μα στέκει εκεί να δυναμώνει τις απορίες μου και τη
καθημερινή μου θλίψη. Αρα καταλήγω να πιστεύω ότι όταν καταλάβουν ότι
ήρθε η Ωρα τους κάπου τρυπώνουν όχι απαραίτητα στα δέντρα πάνω. Ποιο
ένστικτο τα οδηγεί εκεί;
Και ένα άλλο τελευταίο ερώτημα. Να θέλουν άραγε να κρατήσουν τον
θάνατό τους κρυφό, κυρίως από τον άνθρωπο; Μα αυτός, ούτως ή άλλως,
λίγο νοιάζεται αν ζουν, πώς ζουν και πώς τελειώνει η μικρή –φαντάζομαι–
ζωή τους. Και έτσι όπως όλα μοιάζουν μεταξύ τους στα μάτια μας, ούτε η
απουσία τους γίνεται αντιληπτή!!!
Ολες αυτές οι βαθυστόχαστες σκέψεις μου, ήρθαν στην επιφάνεια, από το
θάνατο ενός μικρού γκρίζου περιστεριού, ένα από αυτά τα δεκάδες όμοιά του
που ζουν γύρω μας.
Ομως για πόσο ακόμα θα ξυπνώ και θα βλέπω αυτήν την άμορφη μάζα
πούπουλων στην άκρη του air condition; Αυτό πώς και δεν το σκέφτηκες μικρέ
μου φίλε; Ξέρεις σαν τι μοιάζεις τώρα πια; Σαν ένα μικρό μαύρο ρούχο που
ξέφυγε από την απλώστρα του διπλανού μπαλκονιού και μένει να βρωμίζει
τόσο το ίδιο το ρούχο, όσο και το μηχάνημα που πάνω του λιώνεις. Και εγώ η
ίδια αν δεν έβλεπα λεπτό προς λεπτό το τέλος σου, αν τύχαινε να πέσει το
μάτι μου πάνω σου αυτό θα πίστευα. Αλήθεια λέω.
Ισως πάλι κάποιος πει: ‘’Ελα τώρα υπερβολές. Κάνε λοιπόν πως δεν το
βλέπεις. Τόσος συναισθηματισμός πια για ένα πουλί! Πολύ πάει…’’
Και συ, φίλε φτερωτέ μου, πού να το φανταστείς ότι ενώ όσο ζούσες δεν
απασχόλησε η ύπαρξή σου κανέναν άνθρωπο, να υπάρχει τώρα κάποιος που
με το θάνατό σου, βρέθηκε ακόμη και να γράψει για σένα!!!
Και ξαφνικά χθες, μια καλή κυρία της διπλανής πολυκατοικίας που με μια
μάνικα έπλενε τα χαλιά της στο δικό της μπαλκόνι, φαίνεται πως πήρε το μάτι
της την μικρή άμορφη μάζα και με το λάστιχο, άρχισε να ρίχνει με ορμή νερό
πάνω της και σε δευτερόλεπτα δεν έμεινε ίχνος του περιστεριού, πάνω στο
χρήσιμο για τον άνθρωπο μηχάνημα.
‘’Εγινες αφορμή φίλε μου να καθαριστεί το air condition που ήταν πιο
βρώμικο από τη σκόνη τόσων χρόνων και από τον δρόμο τον ίδιο…
Οσο έμενες εκεί, Ισως και να πρόσφερες μια υπηρεσία σε έναν άνθρωπο, ΣΕ
ΕΜΕΝΑ δηλαδή. ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΣ ΠΟΣΟ ΜΙΚΡΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, ΠΟΣΟ
ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ και καλά θα κάνω να ξεκινήσω κάποια στιγμή να
την ζω, και να μην νομίζω ότι ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ. Και μακάρι όταν
έρθει η δική μου Μεγάλη Στιγμή ‘’να φύγω ‘’ το ίδιο αθόρυβα, εν ειρήνη,
έστω και μόνη, όπως έφυγες εσύ!!!
«Τ Ε Λ Ο Σ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου