Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Διήγημα της Σοφίας Ντούπη - Πρώτα φεύγει η ψυχή… και μετά το χούι!


Μικρό- απατεώνας από τα δεκατρία του ο Θόδωρος είχε φτάσει στα σαράντα πια και δεν έλεγε να το κόψει αυτό, το παλιό του χούι.

Θα μου πεις και πώς να το κόψει ο έρμος.

Στα χρόνια που ήρθαμε είναι τόσο δύσκολο πλέον να βρεις μεροκάματο που ευτυχώς που υπήρχε και το ‘χε κι αυτό το χούι κι έφερνε το κατιτίς του στο σπίτι.

Η ζωή, τους τα είχε φέρει έτσι κι είχε μείνει ορφανός από μικρός, απ’ τα δώδεκα του. Ο πατέρας του ο κυρ Μήτσος δούλευε πηλοφόρι στις οικοδομές από όπου τελικά και χάθηκε. Ένα βήμα παραπάνω στο γιαπί κι από τον πέμπτο… βρέθηκε στα μπάζα που ήταν στην είσοδο του σπιτιού.

Μια βδομάδα ο δόλιος το πάλεψε, μα στο τέλος τους άφησε χρόνους!

Αυτόν στα δώδεκα, την αδελφή του την Χρυσούλα στα δέκα και τη μάνα τους την κυρά Φρόσω να έχει μόλις πατήσει τα τριάντα τρία της.

Τριάντα πέντε χρονών άντρας ο Μήτσος και λεβέντης ίσα με κει πάνω… μπεσαλής δε ως εκεί που δεν έπαιρνε. Κι από τη μία στιγμή στην άλλη, βρέθηκε στο χώμα!

Η ζωή τους από κει και πέρα εξελίχθηκε δύσκολη. Ο Θόδωρος, αν και καλός μαθητής δεν συνέχισε το σχολείο του. Βρήκε δουλειά σε ένα ταβερνάκι της περιοχής τους για να βοηθήσει τη μάνα του, που κι εκείνη με τη σειρά της βγήκε στο μεροκάματο και καθάριζε τα σκαλιά σε κάτι πολυκατοικίες εκεί στη γειτονιά τους.

Να ζήσουν από τη σύνταξη του πατέρα φυσικά, ούτε λόγος.

Είχε πολύ λίγα μεροκάματα με κολλημένο το ένσημο. Τις περισσότερες μέρες δούλευε μαύρα. Κι όχι πως το θελε ή το επιδίωκε, μα έτσι ήταν οι δουλειές κι οι εργοδότες, εξ απ’ ανέκαθεν.

«Άμα θέλεις!» σου λέγανε και τα μάτια τους πήγαιναν στον αμέσως επόμενο (που περίμενε στην ουρά) που δεν μπορεί, θα δεχόταν σίγουρα.

Οπότε κι η σύνταξη που βγήκε, ήτανε ψίχουλα. Ούτε το νοίκι τους δεν κάλυπτε για το δυαράκι που βρήκαν στα Πατήσια. Κάποιοι από τους συγγενείς τους συμβούλεψαν τότε να πάνε σε δικηγόρο, για να διεκδικήσουν λέει αποζημίωση από τον εργολάβο.

Μα που λεφτά!... Για να πιάσεις δικηγόρο, έπρεπε να χεις τον τρόπο σου!

Έτσι… όχι πως όλα αυτά τον δικαιολογούσαν, αλλά από παιδί ακόμα ο Θόδωρος έμαθε να ανακατεύεται με πολλά, για να φέρει μια δραχμή (όταν πρωτοξεκίνησε ήταν η δραχμή)παραπάνω στη μάνα του.

Τα χρόνια κυλούσαν κι έτσι όπως ερχόταν τα πράγματα, εκείνος χωνόταν όλο και πιο πολύ στην παρανομία. Κι όσο πιο βαθιά έμπαινε, τόσο πιο πολύ απασχολούσε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.


Και το απασχολούσε κι όταν δεν είχε καμία ανάμειξη. Είχαν συνηθίσει όλοι, ακόμη κι εκείνος, για ότι ''χανόταν'' από την περιοχή τους ο συνήθης ύποπτος να είναι αυτός κι η παρέα του.

Κι οι μέρες έφευγαν έτσι στη ζωή του δίχως να αλλάζει τίποτα προς το καλύτερο.

Η μάνα του, η κυρά Φρόσω είχε σταματήσει το καθάρισμα πια γιατί δεν μπορούσε να κάνει καλά τον πόνο στη μέση και τα γόνατα της. Ενώ η αδερφή του που κόντευε και κείνη τα σαράντα, του είχε μείνει αμανάτι για κάτι κιλά που είχε παραπάνω.

Καθόταν λοιπόν στο καφενείο εκείνη τη μέρα κι έπαιζε τάβλι με το φιλαράκι του το Λευτέρη, όταν στη παρέα τους ήρθε ο Λάμπρος.

Ο έτερος καππαδόκης.

Μιας κι οι τρεις τους, ήταν η μικρή συμμορία που είχανε σκαρώσει δίνοντας και όρκο μάλιστα! Από όταν ήταν παιδιά, από την εφηβεία τους.

Είχε λέει κάτι στα σκαριά που θα τους ξελάσπωνε όλους για λίγο καιρό. Τώρα, που ήταν χειμώνας και δεν είχε μεροκάματο ούτε η οικοδομή αλλά ούτε και τα ταβερνάκια. Ένεκα που κι ο τουρισμός ακόμη, έπεφτε τούτη την εποχή.

«Δεν είναι τίποτα δύσκολο». Τους είπε γελαστός.

«Μα αν την κάνουμε τη δουλειά σωστά θα βγάλουμε αρκετά, για να περάσει κι αυτός χειμώνας.»


Και τους εξήγησε τις λεπτομέρειες…

Ήτανε μια πάμπλουτη ηλικιωμένη λέει, εκεί πάνω στην Κηφισιά, που έμενε μόνο με τον ανιψιό της και τον σκύλο της. Ο ανιψιός ρεμάλι σωστό, έφευγε κατά το μεσημεράκι και επέστρεφε ξανά αργά το βράδυ, κάπου προς το χάραμα. Αυτή η γριά λοιπόν λάτρευε στην κυριολεξία το σκυλάκι της ένα griffon που το είχε αγοράσει από σαλόνι σκύλων στο Παρίσι και το είχε σαν παιδί της.

Κι όλα αυτά όπως τους εξήγησε ο φίλος και συνεργάτης τους, τα ήξερε από ένα γκομενάκι, τη Σούλα που ήταν η υπηρεσία της πλούσιας γριάς.

Η δουλειά ήταν εύκολη! Η γριά κοιμόταν γύρω στις δέκα πολύ βαριά, γιατί έπαιρνε ηρεμιστικά. Της τα έδινε κάθε βράδυ η Σούλα, το καινούργιο γκομενάκι του Λάμπρου!

-Έτσι όπως μας τα λες ρε φίλε… Πήγε να πει ο Θόδωρος, όμως ο Λάμπρος τον διέκοψε με τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό που τον διακατείχε πάντα, πριν από κάθε καινούργια ''δουλειά''. Και που τον έχανε όταν βρισκόταν με χειροπέδες στα χέρια, στο αστυνομικό τμήμα.

-Έτσι είναι τα πράγματα φιλαράκι, εύκολα σας λέω, πολύ εύκολα. Θα δώσει το Σουλάκι διπλή δόση ηρεμιστικών στη γριούλα και θα πάρουμε εμείς το σκυλάκι που κοιμάται πάντα στα πόδια της, σαν νοικοκυραίοι. Θα αφήσουμε να περάσουν λίγες μέρες για να τρελαθεί λιγάκι η κυρία από την αγωνία και θα εμφανιστούμε για να εισπράξουμε τα εύρετρα.

-Δεν ξέρω… πολύ εύκολα μου φαίνονται όλα φίλε μου, πάρα πολύ εύκολα! Είπε ο Θόδωρος κι έξυσε λίγο άγαρμπα το κεφάλι του.

-Κι αυτό το Σουλάκι από πού ξεφύτρωσε ξαφνικά. Πότε τα έφτιαξες μαζί της, την ξέρεις καλά;

-Ωχ ρε φίλε μια ζωή καχύποπτος… την ξέρω καλά, την ξέρω χρόνια! Τα είχαμε ένα φεγγάρι παλιά, πριν τρία χρονιά. Μου την έφαγε όμως ένας φραγκάτος τότε… και τώρα που τα χάλασε μαζί του και δίψασε το μανάρι μου για αυθεντική κορμάρα,(κι εδώ έδειξε με το χέρι του κάνοντας μία θεατρική κίνηση, περήφανα το κορμί του) ξαναγύρισε.

-Της έχεις εμπιστοσύνη δηλαδή; Ξανά ρώτησε λίγο καχύποπτα ο Θόδωρος.

-Της έχω ρε φιλέ... τι ερωτήσεις είναι αυτές τώρα; Της έχω. Αφού σου εξηγώ ότι μοιραζόμαστε το ίδιο κρεβάτι με το κορίτσι. Τι άλλο να σου πω;

-Κι ύστερα η Σούλα είπε ότι το λιγότερο που μπορούμε να πάρουμε από τη γριά είναι δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες τα χωρίζουμε στα τέσσερα της βγάζουμε μερίδιο κι αυτής…και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. -Σε χαλάνε δηλαδή εσένα να πάρεις χειμωνιάτικα δυόμιση ή τρεισήμισι χιλιάρικα;

-Πας καλά; Ξύπνησε επιτέλους κι ο Λευτέρης(που αργούσε λιγάκι να πάρει μπρος)και μπήκε στη συζήτηση τους.

-Τι να μας χαλάνε… με τόση αναδουλειά γύρω μας, ρωτάς κιόλας ρε φίλε. Εγώ είμαι μέσα. Μια χαρά είναι η δουλειά κι άμα στραβώσει κάπου, αμολάμε το κοπρόσκυλο κι ούτε γάτα ούτε ζημιά!

Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία φορά που τον είχαν πιάσει το Θόδωρο, ένας ''μεγάλος μπάτσος'' εκεί στη Γ.Α.Δ.Α., του είχε φερθεί πολύ εντάξει. Κι εκείνος του χε δώσει το λόγο του πως δεν θα ξαναμπλέξει!...

Μα τώρα κι έτσι όπως τους τα έλεγε ο Λάμπρος η υπόθεση ήταν βούτυρο στο ψωμί τους. Κι η οικογένεια του αυτή τη στιγμή, δεν είχε ούτε το ψωμί.

Άσε που χρώσταγαν ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και πάει λέγοντας.

Α… το πράμα δεν ήθελε περισσότερη σκέψη, θα την έκαναν τη δουλειά και θα ξεχειμώνιαζαν όλοι τους μια χαρά.

Κι επειδή η κάψα τους για ρευστό ήταν μεγάλη κι όπως λέει κι ο λαός μας ''στη βράση κολλάει το σίδερο'' το αποφάσισαν. Και το αποφάσισαν για το επόμενο βράδυ.

Θα έκαναν μια επιτόπου έρευνα με μια αναγνωριστική επίσκεψη σήμερα το βράδυ. Κι αύριο θα την τέλειωναν τη δουλειά μια και καλή.

Πριν το σκεφτεί κάνα άλλο λαμόγιο και τους την πάρει τη μπουκιά από το στόμα.

Υπήρχε κι ο ανταγωνισμός βλέπεις!!!

Όλα καλά. Εκαναν την αναγνωριστική επίσκεψη στη γειτονιά, που κάθε άλλο παρά γειτονιά ήταν. Μιας και το κάθε σπίτι της, ήταν μισό οικοδομικό τετράγωνο. Εντόπισαν ότι το απέναντι σπίτι ήταν άδειο και οι νοικοκυραίοι του όπως τους εξήγησε η Σούλα, έλειπαν εδώ και καιρό στη Αγγλία κι αποφάσισαν να μην το καθυστερήσουν καθόλου.

Οπότε και το επόμενο βράδυ, με το που έφυγε ο ανιψιός (με μια καινούργια Πόρσε) κι έσβησαν τα φώτα (Η Σούλα είχε δώσει τα χάπια στην ηλικιωμένη κι είχε φύγει λίγο πιο νωρίς, για να προλάβει το λεωφορείο της γραμμής, γιατί την επόμενη μέρα είχε το ρεπό της) περίμεναν κάνα τέταρτο ακόμη για να μπει στον βαθύ τον ύπνο η γυναίκα και μπουκάρισαν.

Με το φακό στα χέρια ανέβηκαν την μεγάλη ξύλινη σκάλα (ευτυχώς η Σούλα σε όλα της προνοητική είχε μπάσει το Λάμπρο της, λίγες νύχτες πριν και τα ήξερε τα κατατόπια) και μετά κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιο της κυρίας της, αλλά και του σκύλου που ήταν και το ζητούμενο τους.

Παντού επικρατούσε σκοτάδι. Σκοτάδι κι απολυτή ησυχία. Πράγμα που για μια στιγμή έβαλε το Θόδωρο σε σκέψεις. «Καλά και το σκυλί είναι χαπακωμένο;» Αναρωτήθηκε τη στιγμή που ο Λάμπρος άνοιγε την πόρτα του υπνοδωματίου.

Αυτά… δεν πρόλαβαν να αναρωτηθούν για περισσότερα μετά το άνοιγμα της. Γιατί από το δρόμο ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών! Ενώ η ηλικιωμένη και μόνο με το φως του φακού του Λάμπρου στο πρόσωπο της, έδειχνε ότι δεν την ένοιαζε και τόσο πλέον, αν κάπου στα πόδια της, βρισκόταν και το μικρό griffon της σκοτωμένο όπως κι η ίδια.

Τα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου που λένε.

Οι αστυνομικοί μπουκάρισαν από την ήδη ανοιχτή εξώπορτα και τους βρήκαν στο δωμάτιο να κοιτούν παγωμένοι τη λίμνη αίματος της κυρίας αλλά και του σκύλου της.

Και τι να πεις στο μπάτσο της ΓΑΔΑ που έτυχε να είναι ο επικεφαλής της ομάδας των αστυνομικών;

Ότι είσαι περαστικός, είδες φως κι είπες να ανεβείς!

Ή ότι έδινες το λόγο σου κάποιες στιγμές, έτσι απλά για να το δώσεις…

Το θέμα είναι πως όσο κι αν φώναξαν όσο κι αν χτυπήθηκαν, βρέθηκαν στον ανακριτή και τον εισαγγελέα. Από τους οποίους φυσικά και με τα υπάρχοντα στοιχεία κρίθηκαν προφυλακιστέοι, για διπλό φόνο!

Και θα πήγαινε μακριά η βαλίτσα και θα καταδικαζόταν για αυτούς τους φόνους αν δεν ήταν τόσο τσακάλι εκείνος ο Γεωργίου, ο μπάτσος από τη Γ.Α.Δ.Α.

Που του έκαναν εντύπωση ορισμένα πράγματα τα οποία κατά την άποψη του, δεν κόλλαγαν μεταξύ τους.

Πρώτον ότι ενώ το έγκλημα είχε γίνει προ μισής ώρας, οι δράστες ήταν ακόμη εκεί; Και δεύτερο, ότι ενώ κανονικά το σπίτι θα έπρεπε να είναι αναστατωμένο, μιας κι ο λόγος που υποτίθεται ότι ξέκαναν τη γριά και το σκυλάκι της ήταν προφανής και ήταν η ληστεία. Αυτοί έστεκαν δίπλα της σαν αγάλματα, την κοιτούσαν άλαλοι και δεν είχαν πειράξει τίποτα γύρω τους. Τα δακτυλικά τους αποτυπώματα βρέθηκαν μόνο στην εξώπορτα, τα σκαλιά και το πόμολο της πόρτας του δωματίου την νεκρής. Με μόνη εξαίρεση αυτά του Λάμπρου, που υπήρχαν και στο δωμάτιο της υπηρεσίας, της Σούλας.

Άσε που έλειπε και το όπλο του εγκλήματος! Τι σκατά… το είχανε φάει; Κι ύστερα ήταν κι αυτός που κάλεσε το κέντρο.

Ποιος ήταν; Κι από πού ήξερε για τη ληστεία; Γιατί ο φόνος ήταν υποτίθεται επακόλουθο της ληστείας που καταγγέλθηκε.

Καλά… για να έκανε η γριά το τηλεφώνημα πριν πεθάνει, ούτε λόγος. Διότι ο Σταματίου, ο ιατροδικαστής της υπόθεσης, ήτανε κάθετος. Και του είχε πει ότι όταν σκότωσαν την ηλικιωμένη, ήταν ήδη ναρκωμένη κι από τη διπλή δόση μάλιστα.

Πολλά, πολλά τα ερωτήματα που παίδευαν το μυαλό του αστυνόμου! Που ίσως και να έμεναν αναπάντητα και να τον παίδευαν ακόμη, αν δεν εμφανιζόταν τελικά η Σούλα, για να καταθέσει ότι τον φόνο τον είχε κάνει ο εραστής της, ο ανιψιός της ηλικιωμένης. Κι ενώ εκείνη τον είχε βοηθήσει, αυτός με το που τέλειωσε τη δουλειά του, την πέταξε σαν την τρίχα από το ζυμάρι.

Έτσι έκλεισε η ιστορία…

Μέρες μετά, αφότου Βγήκαν από τη φυλακή κι επέστρεψαν στα σπίτια τους πέρασαν να ευχαριστήσουν το μπάτσο.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ο Γεωργίου κι ο Θόδωρος δεν είπαν πολλά, κοιτάχτηκαν μόνο στα μάτια κι έσφιξαν δυνατά τα χέρια.

-Μα …

-Μην πεις! Μη μου δώσεις το λόγο σου! Είπε μόνο ο Γεωργίου.

-Γιατί αν μου τον δώσεις και δεν τον κρατήσεις, την επόμενη φορά που θα σε πιάσω σου υπόσχομαι ότι θα σε κλείσω όσο πιο μέσα γίνεται!...

Ο Θόδωρος κατέβασε το κεφάλι.

-Ευχαριστώ. Είπε σιγά, ίσα που ακούστηκε.

Τι να του έλεγε παραπάνω… αφού ήξερε, του το έλεγε ταχτικά κι η μάνα του. Πως…

Πρώτα φεύγει η ψυχή… και μετά το χούι!

ΣΟΦΙΑ ΝΤΟΥΠΗ

2 σχόλια: