Όνειρα σε χειμερία νάρκη
Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Τα πουλιά κουρνιασμένα πάνω στο δέντρο, με τα φτερά διπλωμένα, της θύμισαν τα
δικά της όνειρα. Ακινητοποιημένα κι αυτά από κάποιο χιονιά, που δεν τον είχε
λογαριάσει.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κοίταξε την αφίσα που ήταν
κολλημένη στην πόρτα. Έγραφε: « follow
your dreams”.
Δώρο της παιδικής της φίλης Άννας αυτή η
αφίσα, από τότε που πήγαιναν στο Λύκειο.
Αυτό το σύνθημα ήταν ο άνεμος που την ξεσήκωνε, κάθε φορά που ένιωθε
απογοήτευση, κάθε φορά που τα μάτια έκλειναν πάνω στα βιβλία, κάθε φορά που μια
αποτυχία την έκανε να απογοητεύεται. Κι έκανε
πάντα αυτό που της υποδείκνυε. Ακολουθούσε τα όνειρά της. Αυτά πήγαιναν
μπροστά κι αυτή από πίσω. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο. Αυτό που
ονειρευόταν από μικρή. Έμαθε τρεις ξένες γλώσσες και συνέχισε με μεταπτυχιακό.
Κάθε όνειρο κι ένα πέταγμα. Κάθε πέταγμα και μια κορφή. Κι ήρθε ο καιρός για το επόμενο πέταγμα σε
πιο ψηλή κορφή. Πριν προλάβει όμως ν’ ανοίξει τα φτερά, πλάκωσε ο
χειμώνας. Ένας χειμώνας βαρύς, που βρήκε
τα όνειρα απροετοίμαστα.
Δεν το έβαζε
κάτω. Έφευγε νωρίς το πρωί γεμάτη ελπίδες και γύριζε με τα πόδια βαριά.
Ευτυχώς που είχε κι ένα σπίτι. Ευτυχία και δυστυχία συνάμα. Δεν ονειρεύτηκε έτσι τη ζωή της. Με
το αγόρι της το Γιώργο είχαν σχεδιάσει να βρουν δουλειά κι ένα σπίτι για να
μένουν μαζί. Όνειρα που φυλλορρόησαν κι άφησαν το δέντρο γυμνό και τα πουλιά
παγωμένα. Ένα τσουνάμι απογοητεύσεων έφερε τον πόνο, τη θλίψη και το θυμό.
Έκλαψε για τα χαμένα της όνειρα και θύμωσε με το
χιονιά. Της τ’ άρπαξε μέσα από τον κόρφο της, όπου τα ζέσταινε με τη φλόγα των
νεανικών της χρόνων, για να τα πάει ως λάφυρα, γυρίζοντας στο παλάτι του
νικητής, τροπαιοφόρος.
Στο σπίτι τα έβγαζαν δύσκολα πέρα με την αναπηρική
σύνταξη του πατέρα της. Έψαξε και για άλλες δουλειές, που καμιά σχέση δεν είχαν
με αυτό που σπούδασε. Αν ήθελε όμως να διατηρήσει κάποια ψήγματα αξιοπρέπειας,
που ένιωθε πως χάνονταν κάθε φορά που ζητούσε χαρτζιλίκι από τους γονείς της,
έπρεπε να τις κάνει. Δεν υπήρχαν όμως ούτε κι αυτές.
Μια φορά δούλεψε σε καφετέρια κι αυτό ήταν όλο.
Δούλευε από το απόγευμα ως αργά το βράδυ. Γύριζε σπίτι κατάκοπη κι έπεφτε για
ύπνο. Κι ο ύπνος γινόταν φυγή από μια πραγματικότητα που δεν τη διάλεξε, ούτε
της άρεσε. Σε δυο βδομάδες την έδιωξαν για να πάρουν άλλη στη θέση της. Βολική
τακτική με πρόσχημα την οικονομική κρίση. Κι αν της άρεσε.
Δεν είχε κουράγιο ούτε να ονειρευτεί πια κι αυτό ήταν
το χειρότερο. Να βλέπει τα όνειρά της να την εγκαταλείπουν ήταν απογοήτευση, να
μην κάνει καθόλου όνειρα ήταν θάνατος. Ευτυχώς είχε το Γιώργο και την Άννα να
μοιράζεται τις σκέψεις της. Άνεργοι κι
αυτοί. Ίδια όνειρα, ίδιες αγωνίες, ίδιες απογοητεύσεις. Τα όνειρα μιας γενιάς
σε χειμερία νάρκη.
Γυρίζοντας μια
μέρα στο σπίτι, βρήκε τους γονείς της να την περιμένουν για να της ανακοινώσουν κάτι, που ούτε χαρά
της έφερε ούτε λύπη. Μονάχα έναν προβληματισμό κι ένα δίλημμα. Ο θείος της,
αδερφός του πατέρα της, μετανάστης στη Γερμανία δεκαετίες πριν, ζήτησε από
κάποιον φίλο και πελάτη του στο μαγαζί,
να προσλάβει την Αντιγόνη στο αρχιτεκτονικό
του γραφείο. Έμαθε πως έψαχνε για βοηθούς. Εκείνος δέχτηκε να την πάρει
δοκιμαστικά στην αρχή. Το μόνο που έπρεπε να κάνει, ήταν να στείλει ένα
βιογραφικό.
Οι γονείς της την προέτρεψαν να φύγει, αν κι εκείνη
έβλεπε τον πόνο στα μάτια τους. Δεν μπορούσαν όμως να βλέπουν ένα κορίτσι
γελαστό, που ήταν παλιά, να μαραζώνει.
Μπήκε στο δωμάτιό
της και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κοίταξε την αφίσα απέναντί της.
Ακολούθα τα όνειρά σου… ακολούθα τα όνειρά σου,
επαναλάμβανε φωναχτά.
Τα όνειρα εμείς τα ακολουθούμε σκέφτηκε κι αν τα
όνειρά μου βρίσκονται στη Γερμανία, εκεί πρέπει να τα ακολουθήσω.
Αυτά όριζε η λογική. Η καρδιά όμως επαναστατούσε. Ήταν
και οι γονείς της, πού να τους άφηνε. Κι ο Γιώργος. Σκέψεις και συγκρουόμενα
αισθήματα στροβιλίζονταν σαν το μελίσσι στο μυαλό της. Σε ποια ζυγαριά να μπουν
όλα αυτά και ποια απόφαση να πάρει. Η ελπίδα έμοιαζε σαν τη φλόγα στο καντήλι,
που τρεμόπαιζε, κάθε φορά που ο φόβος για το άγνωστο, έμπαινε σαν αεράκι από το
ανοιχτό παράθυρο.
Ήταν κι αυτές οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε από
μικρή, που δεν ήταν πασπαλισμένες με χρυσόσκονη. Πρόσφυγες οι παππούδες της από
τη Σμύρνη, μετανάστες οι θείοι της δεκαετίες αργότερα. Ο ξεριζωμός, σαν το
γονίδιο, περνούσε από γενιά σε γενιά κι έφτασε ως την ίδια.
Την άλλη μέρα συναντήθηκε με το Γιώργο και την Άννα,
που τη βοήθησαν να αποφασίσει. Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις αφήνεις, της είπαν και
για να της χρυσώσουν το χάπι, της ανέθεσαν να έχει τα μάτια της ανοιχτά και για
κείνους. Το είχαν πάρει απόφαση να φύγουν.
Το βιογραφικό
στάλθηκε και η απάντηση ήταν θετική. Η απόφαση να φύγει, δεν ήταν εύκολο να
παρθεί. Ήταν όμως η μοναδική διέξοδος από το τέλμα που είχε πέσει.
Σε μια βδομάδα βρισκόταν στο αεροδρόμιο. Κρατούσε στα
χέρια της το εισιτήριο και σκεφτόταν αυτούς που αναγκάστηκαν να φύγουν χρόνια πριν, αυτούς που αναγκάζονται να
φεύγουν κάθε μέρα, με ή χωρίς διαβατήριο.
Διαφορετικό το μεταφορικό μέσο κάθε φορά, τα συναισθήματα πάνω κάτω τα
ίδια.
Κοίταξε πίσω και είδε τη ζωή που άφηνε, τη ζωή που
ονειρεύτηκε. Κοίταξε μπροστά και είδε μια μικρή ελπίδα αλλά και το φόβο για το
άγνωστο. Να μείνει εκεί, αδύνατον. Το
ρίσκο ήταν προτιμότερο από τη στασιμότητα.
Σε λίγο θα έμπαινε η Άνοιξη. Τα πρώτα χελιδόνια είχαν
αρχίσει να παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Η Αντιγόνη ανέβηκε στο αεροπλάνο
αγκαλιά με τα τσακισμένα της όνειρα, ελπίζοντας σε κάποια άλλη άνοιξη που θα
τους ζέσταινε τα φτερά για να γυρίσουν πίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου