Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ - ΜΑΧΗ ΤΖΟΥΓΑΝΑΚΗ, "Τρία λεπτά".


Τρία λεπτά
Άπλωσα το χέρι μου με αποφασιστικότητα. Το είχα διαβάσει σε πολλά άρθρα και βιβλία. Κάτι σαν savoir vivre στον χώρο της εργασίας. «Να δείχνετε αποφασισμένος, τολμηρός, σίγουρος αλλά όχι και τόσο σίγουρος». Η αλήθεια είναι ότι αυτό το σίγουρος αλλά όχι και τόσο σίγουρος δεν το καταλάβαινα. Να δείχνεις ότι ξέρεις αλλά να μην δείχνεις ότι ξέρεις τόσο. Πόσες και πόσες συμβουλές. Πόσα και πόσα άρθρα. Σημείωνα με τους κίτρινους μαρκαδόρους και κολλούσα διάφορα postit. Τον τελευταίο καιρό νομίζω ότι περισσότερα βιβλία διάβαζα με τέτοιες συμβουλές παρά εκείνα που αφορούσαν τη δουλειά μου και που μου άρεσε να χωράω στο μικρό μου εγκέφαλο.
«Αχιλλέα», μου έλεγε ο φίλος μου. «Δε φτάνει μόνο να ‘σαι ο γκουρού του αντικειμένου σου. Σταμάτα να βυθίζεσαι σε τόσα επιστημονικά βιβλία. Ποιος σου είπε ότι αυτά πλέον τα λογαριάζει κανείς τόσο;» και ακούμπαγε πατρικά το χέρι του στην πλάτη μου. «Τι, δεν τα λογαριάζει;» του έλεγα με απορία. «Τι λες μωρέ Σταύρο; Πώς θα πάρουν κάποιον σε μια θέση αν δεν ξέρει τι του γίνεται;» έλεγα γελώντας νευρικά. «Το παν Αχιλλέα είναι να τους πείσεις ότι ξέρεις και όχι ότι πραγματικά ξέρεις».
Άκουγα και εγώ και κράταγα σημειώσεις. Τι να έκανα. Η ζωή δε μου άφηνε περιθώρια. Τρεις γυναίκες είχα. «Δεν τρώγονται τα επιστημονικά άρθρα Αχιλλέααααα» μου έλεγα στον καθρέφτη του μπάνιου. Η Αλίκη μου σκοτώνεται από το πρωί μέχρι το βράδυ στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Τι άλλο να κάνει. Και τώρα έχουμε και Δημοτικό. Τσάντες, βιβλία, μαρκαδόρους και λοιπά. Μπαμπά θέλω το ένα μπαμπά θέλω το άλλο. Και όχι δεν γίνανε κακομαθημένα τα διαολάκια μου. Αλλά το θέλω είναι θέλω. Πώς θα μάθεις ένα τόσο δα πλάσμα να μη λέει θέλω; Και εξάλλου αν δε θέλει τώρα πώς θα μάθει να θέλει μετά;


«Ουφ σταμάτα τις φιλοσοφίες» μου έλεγα και συνέχιζα να προβάρω τα λόγια μου. Σήμερα μπορεί να ήταν η μέρα μου. Κοίταξα και το ημερολογιάκι της κουζίνας. Εκείνο το κλασικό με τα μαντιναδάκια και τα ποιηματάκια. Βαθιές σοφίες του λαού. «Στο τέρμα της υπομονής υπάρχει η ελπίδα για να αντέχει η καρδιά του χρόνου την παγίδα». Λίγο διφορούμενο το σημερινό ποιηματάκι αλλά αποφάσισα να μην εντρυφήσω. 26 Οκτωβρίου. Του Αγ. Δημητρίου. «Γούρικη μέρα» είπα. Γιορτάζει το Μητσάκι μου, η Δήμητρά μου. Η μικρή μου κόρη. Κοιτάζω τη νέα της ζωγραφιά στο ψυγείο και βουρκώνω. Με το ζόρι κρατάω το ρημάδι το δάκρυ. «Άραγε σου πέφτω λίγος Μητσάκι μου;» σκέφτομαι και κοντεύω να πλαντάξω. Το χάδι της Αλίκης και το φιλί της στο μάγουλο με ηρεμούν. Μπορώ, λέω. Να σήμερα είναι η μέρα. «Αλίκη να δεις αυτή θα είναι η μέρα». Παίρνω το Μητσάκι μου αγκαλιά και το φιλάω και εκείνο πασαλειμμένο με το πρωινό γάλα μου ανταποδίδει ένα γαλατένιο φιλί.
«Αχιλλέας Κωνσταντινίδης, καλημέρα σας» και σφίγγω γερά το χέρι
«Πέτρος Κωνσταντίνου, καθίστε»
Έπλεκα τα δάχτυλά μου κάτω από το γραφείο από τρομερή αμηχανία και άγχος αλλά περιόριζα όλη αυτή την σπαστική κίνηση στο κρυμμένο κομμάτι της εμφάνισής μου. Από το τραπέζι και πάνω καθόμουν στητά στην καρέκλα έχοντας καταφέρει να μην υπερνικήσει το οποιοδήποτε τρέμουλο. Την ώρα που έπλεκα τα δάχτυλα, είδα στο εσωτερικό κομμάτι της παλάμης κάτι να κοκκινίζει και εντελώς μηχανικά το έκρυψα.
«Κύριε Αχιλλέα, πείτε μας λίγα πράγματα για εσάς», μου είπε χωρίς να με κοιτάξει
«Είμαι 46 χρονών, έχω σπουδάσει χημικός, έχω πάρει master και διδακτορικό»
«Διδακτορικό γιατί πήρατε;» είπε διακόπτοντάς με
«Μου άρεσε πολύ το αντικείμενο και θέλησα να εμβαθύνω περισσότερο», είπα δειλά γιατί δεν είχα κρατήσει καμία σημείωση για αυτήν την ερώτηση. «Πάλι απροετοίμαστος Αχιλλέααααααααα», φώναζε ο διάολός μου αλλά προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμος
«Σας ρωτάω γιατί όσο να ‘ναι το διδακτορικό παίρνει χρόνο και αυτός είναι ένας χρόνος αποχής από το χώρο εργασίας»
«Μα εργαζόμουν με το να ανεβάζω το επίπεδο των γνώσεών μου», είπα ξέροντας ότι είχα πετάξει πατάτα. «Μην αντιστέκεσαι ρε Αχιλλέα. Αρκούσε ένα έχετε δίκιο, το κατάλαβα αργότερα»
«Μάλιστα. Και από εκεί και πέρα τι κάνατε;» με ρώτησε ψυχρά
«Δούλεψα σε ένα φροντιστήριο για δύο χρόνια, ύστερα απέκτησα μια ερευνητική θέση στο Μετσόβιο για τρία χρόνια και στη συνέχεια σε μια φαρμακευτική εταιρεία».
«Γιατί φύγατε από τη φαρμακευτική εταιρεία;» με ρώτησε συνεχίζοντας να μην με κοιτάζει καν
«Δεν έφυγα. Με απέλυσαν. Έγιναν περικοπές. Και στάθηκα άτυχος». Τι άτυχος σκεφτόμουν από μέσα μου. Απλά ήμουν άγνωστος εκεί μέσα. Ούτε ξάδερφος της διευθύντριας, ούτε κολλητός του Μάκη του γιου του αφεντικού ούτε τίποτα. Ένας άγνωστος που στο όνομα του αγνώστου δέχτηκα έτσι εύκολα τα πυρά των περικοπών…αλλά ας είναι τι να λέω
«Βλέπω όμως μια μεγάλη περίοδο αποχής από το χώρο εργασίας από τότε. Κλείνετε 3 χρόνια χωρίς κάποια σταθερή δουλειά»
«Πράγματι, έχω δυσκολευτεί να βρω δουλειά. Η κρίση βλέπετε δε μας αφήνει και πολλά περιθώρια», είπα και χαμήλωσα το κεφάλι από ντροπή. Ούτε που κατάλαβα γιατί ντρεπόμουν. Άρχισα να πλέκω πάλι τις παλάμες μου και εντόπισα πάλι εκείνο το κόκκινο κομμάτι. Ήταν ένα ολόκληρο αυτοκόλλητο! Ξεκίναγε από την παλάμη και προχώραγε στον καρπό. Μα πώς δεν το είχα δει! Τράβηξα το μανίκι όσο πιο πολύ μπορούσα και έκανα γροθιά το χέρι.
«Ξέρετε, κύριε Κωνσταντινίδη. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Τα ωράρια είναι εξαντλητικά, ο κόσμος λίγος. Ο καθένας εδώ πρέπει να κάνει πολλές δουλειές παράλληλα. Και δεν έχουμε χρόνο να εκπαιδεύσουμε κάποιον. Και η δική σας αποχή από τα πράγματα είναι μεγάλο μείον δε μπορώ να σας το κρύψω»
«Μα, είμαι διατεθειμένος να μάθω τα πάντα και γρήγορα», του είπα νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπά ακανόνιστα. Τι τα θελα τα διδακτορικά και την κρίση, σκεφτόμουν και μούδιαζε η ψυχή μου
«Μπορεί να το βλέπετε εύκολο, αλλά δεν είναι. Εμένα μου πήρε τρία χρόνια για να καταφέρω να γίνω παραγωγικός. Οι καιροί αλλάξανε όμως. Τώρα δε θα μου δινόταν τέτοια ευκαιρία. Δυστυχώς…» είπε και μάζεψε τα χαρτιά που είχε απλώσει στο τραπέζι.
Το βιογραφικό μου τυλιγόταν και πάλι για να πέσει στον κάδο των αχρήστων. Έκανα να σηκωθώ αλλά δε μπορούσα καν. Χαμήλωσα και πάλι το κεφάλι. Τι θα έλεγα σα θα γύρναγα σπίτι πάλι; Η ομάδα μου θα με περίμενε. Και εγώ πάλι θα γύριζα με άδεια τα χέρια. Οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει. Προσπάθησα να τις στεγνώσω και να χαιρετήσω, με όση περηφάνια μου απέμεινε, το συνομιλητή μου. Και τότε ξαναείδα το κόκκινο αυτοκόλλητο στο χέρι. Σήκωσα το μανίκι και ακολούθησα τα γράμματα. Ένα χειροποίητο αυτοκόλλητο της Ελπίδας, της μεγάλης μου κόρης, έγραφε πάνω με glitter «Σε αγαπάμε μπαμπά!». Χαμογέλασα περήφανα και σηκώθηκα ήρεμος, δίνοντας με ειλικρινή αποφασιστικότητα αυτή τη φορά το χέρι μου. Κανένα manual, καμία συμβουλή κανένα άρθρο δε θα έδινε την παρακάτω απάντηση είμαι σίγουρος:
«Κύριε Κωνσταντίνου, σας πήρε τρία χρόνια να γίνετε παραγωγικός εδώ μέσα, ενώ σε αυτήν τη θλιβερή συνέντευξη σας πήρε μόνο τρία λεπτά για να μου αποδείξετε ότι είμαι αντιπαραγωγικός για την εταιρεία σας. Δε με πείσατε. Ελπίζω στο επόμενο τρίλεπτο ραντεβού σας να σταθείτε πιο τυχερός…»
Ήταν η πρώτη μου συνέντευξη που έφυγα με το κεφάλι ψηλά. Ξεκόλλησα το αυτοκόλλητο από τον καρπό και το κόλλησα στο σακάκι, κάνοντας τους γύρω υπαλλήλους να με κοιτάζουν περίεργα σαν έφευγα στο διάδρομο. Ένιωθα την ομάδα μου να χοροπηδά από γέλια και ευτυχία. «Μας αξίζουν τα καλύτερα» είπα και ένα κύμα ελπίδας σαν ετούτη που έγραφε το μαντιναδάκι της ημέρας με πλημμύρισε. «Βρε αυτές οι σοφίες του λαού!» είπα δυνατά στον έκπληκτο θυρωρό της εταιρείας και έφυγα χοροπηδώντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου