Μετά την τελετή, ξέκοψε
από τον κόσμο. Λόγια παρηγοριάς, κουβέντες χιλιοειπωμένες που λέγονται τυπικά, δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Ήθελε να μείνει μόνος, να φέρει στο νου τον παππού του και να φυλάξει σαν ιερό κειμήλιο όσα άκουσε, όσα
είδε και όσα έμαθε από εκείνον. Και δεν ήταν λίγα. Μια ολόκληρη ιστορία
κουβαλούσε και μια απάντηση για όσα η παιδική περιέργεια αναζητούσε.
Σα φύλλο
αποσπάστηκε από το δέντρο των συγγενών και φίλων και κίνησε να περπατά μονάχος
στους δρόμους της παλιάς πόλης. Πέρασε από το λιμάνι και στάθηκε να κοιτά το
φάρο. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα κύματα
σηκώνονταν θεριά και οι σταγόνες γίνονταν ένα με τα δάκρυα στα μάτια του.
Χάθηκε στα σοκάκια κι έφτασε στην Πύλη της Άμμου. Εκεί καθόταν με τον παππού του το Μανιό, όταν
ήταν μικρός, αγνάντευαν το πέλαγο και τον άκουγε ν’ αναστοράται περιπέτειες από τα ταξίδια που έκανε, σαν
ήταν ναυτικός.
Ο Μανιός όταν ήταν νέος, αμούστακο παλικάρι ακόμα,
θέλησε να μπαρκάρει για να γνωρίσει τον κόσμο. Πέντε χρόνια ταξίδεψε στη
θάλασσα, γνώρισε αντάρες αλλά και μπουνάτσες, ένιωσε στο πετσί του την αρμύρα
της θάλασσας. Γιόμισε εικόνες από τόπους που ούτε η φαντασία του έβανε. Και
όταν κουράστηκε, γύρισε στο κέντρο του δικού του κόσμου. Στη Κρήτη και τη Μαριώ
του, στη στάνη του και στη ζωή του βουνού. Παντρεύτηκε με τη Μαριώ κι απέκτησαν
παιδιά κι αγγόνια.
Το μικρότερο γεννήθηκε λίγους
μήνες μετά το «φευγιό» της Μαριώς και του έδωσαν το όνομα του παππού. Μανώλη
τον βάφτισαν .
Κάθε Σάββατο, όταν μεγάλωσε
λιγάκι, τον έπαιρνε μαζί του στα Χανιά
για να πουλήσει τα σφαχτά του. Σαν τέλειωνε τις δουλειές, πήγαιναν στην Πύλη της Άμμου. Κάθονταν εκεί ,
αγνάντευαν τη θάλασσα και ο παππούς του έλεγε ιστορίες.
Μια μέρα, ο Μανωλιός τον ρώτησε, πού πήγε η
γιαγιά του η Μαριώ.
- Εκειά, του είπε. Την πήρε ο
Χάρος και την πήγε εκειά και του έδειξε, με το ροζιασμένο χέρι του, απέναντι τη
γραμμή του ορίζοντα. Το σημείο που σμίγει το φως του ήλιου με το σκοτάδι του
βυθού.
-Ποιος είναι ο Χάρος παππού;
-Ο Χάρος είναι ένα
νταβραντισμένο παλικάρι μαθές. Άλλες φορές είναι ήσυχος κι άλλες άγριος σαν τη
φουρτουνιασμένη θάλασσα. Γλυκοκοιτάζει
τη ζωή που είναι κοπελιά μαριόλα και πλανεύτρα. Μα αν την πιάσουν τα νεύρα της,
άντε να τα βγάλεις πέρα μαζί της, αν δεν ξέρεις να την κουλαντρίσεις. Τη
ζωή, όπως και τη γυναίκα Μανωλιό μου, δεν
πρέπει να τη φοβηθείς για θα σου πάρει τον αέρα. Μήτε να την αγριέψεις.
Χαμόγελα θέλουν και οι δυο και μια καλή κουβέντα. Αυτό να το θυμάσαι.
Ζωή και θάνατος πάνε μαζί. Να ιδείς που αυτοί
οι δυο δεν μπορούν να ζήσουν χώρια . Εκείνη ντύνεται, στολίζεται και τον
προκαλεί. Κι όταν εκείνος πάει να την πιάσει, εκείνη του κρύβεται και του
ξεφεύγει. Μια και δυο και τρεις, κάποια στιγμή την πιάνει και την κάνει δικιά
του για πάντα. Εκείνη το ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα γένει το δικό του. Γι αυτό
προετοιμάζεται. Θέλει μπροστά του να παρουσιαστεί όμορφη και όχι κακομοίρα.
Παιχνίδια του έρωτα είναι τούτα,
μαθές. Ίντα θα ’τανε η ζωή χωρίς το θάνατο; Μονότονη, κουραστική. Κι ούτε θα είχε λόγο να στολίζεται. Μα κι εκείνος δε
θα υπήρχε χωρίς τη ζωή.
-Τι ωραία που τα παρουσίαζε τότε
ο παππούς, σκέφτηκε. Δεν μου είπε, όμως,
πως κάποια παιχνίδια, δε φέρνουν τη χαρά αλλά τον πόνο.
Κρύωνε. Κίνησε να φύγει. Ο νους
του βρέθηκε πίσω στο σπίτι που, μια μέρα πριν,
είχαν τη γιορτή του παππού.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα. Παιδιά, αγγόνια, σύντεκνοι, φίλοι και συγγενείς
μαζεύτηκαν για να τον τιμήσουν. Και τον τίμησαν όπως του έπρεπε. Με χορό,
τραγούδι, φαγητό και ρακή. Ο παππούς λεβεντάνθρωπος μέχρι τα γεράματά
του, σηκώθηκε και χόρεψε έναν πεντοζάλη. Τα πόδια ήταν βαριά με δυσκολία τα
έσερνε. Μα η ψυχή παιδούλα. Κάθισε αποκαμωμένος και κοιτούσε παιδιά κι αγγόνια
να χορεύουν και χαμογελούσε. Γύρω στα ξημερώματα σήκωσε το ποτήρι με τη ρακή
και είπε :
-Σήμερα είμαι ο πιο ευτυχισμένος
άνθρωπος. Έχω κοντά μου τους αγαπημένους μου, το θάνατο δεν τον φοβούμαι. Ας κοπιάσει όποτε θέλει. Σαν τον δω να
έρχεται , συνέχισε, θα τον φωνάξω και θα του πω:
Κάτσε επαέ κουζουλέ να σου βάλω
μια ρακή, να φέρουμε και μια γυροβολιά και μετά κάμε ό,τι θες. Μα να το ξέρεις.
Η ζωή με γλέντησε όσο ήμουν νέος, τη γλέντησα κι εγώ και σε σένα θε να με παραδώσει γέρο κι ανήμπορο. Χαμένος βγήκες μπουνταλά. Κι έβαλε κάτι γέλια τρανταχτά…
Σιγά μη γλίτωσε ο χάρος με μια
ρακή μονάχα, σκέφτηκε ο Μανωλιός κι έπιασε τον εαυτό του να γελάει. Σαν να ήταν
εκεί και να τον έβλεπε. Βάλε μια για τη Μαριώ
μου, άλλη μια για τον πατέρα μου, άλλη μια για την αδερφή μου, που χάθηκε νέα, για όλο το σόι, που χάθηκε, θα ήπιαν εκείνο το βράδυ. Μάρτυρας, η μποτίλια
που βρέθηκε άδεια πάνω στο τραπέζι. Μετά σήκωσε
το χάρο να χορέψει πεντοζάλη και πάνω στη ζάλη του παππού, ο χάρος μπήκε
μπροστάρης και τον πήγε «εκειά».
Την άλλη μέρα βρήκαν τον
Μανιό πεσμένο έξω. Όλα έγιναν όπως τα ψυχανεμίστηκε. Το φως της αυλής το είχε αφήσει αναμμένο .
-Κράτα τον παππού ζωντανό, μονολόγησε
ο Μανωλιός. Ο παππούς δεν ήταν εκείνο το σώμα το φθαρτό, το πολυφορεμένο που
βρέθηκε πεσμένο στο μπεντένι . Εκείνο ήταν δανεικό που έπρεπε να επιστραφεί. Ο
παππούς, ήταν η ζωή που έφυγε, παίρνοντας μαζί της τα πιο ακριβά ψιμύθια. Εκείνα που κένταγε χρόνο με το χρόνο και
στόλιζε με περίσσια ομορφιά την ψυχή του.
Ήταν το φως που άφησε αναμμένο στην αυλή, για να βρίσκεις το χαμόγελο, Μανωλιό,
σαν χάνεται μες στα σκοτάδια.
Είχε φτάσει πάλι στο λιμάνι. Το κρύο μαλάκωσε.
Η θάλασσα ημέρεψε . Κάθισε και κοίταξε το φάρο.
Το φως του αναμμένο. Χαμογέλασε και συνέχισε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου