Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ


Eλένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 Με το φακό των λέξεων

Τον άλλο μήνα έκλεινε τα ογδόντα πέντε.  ΄Οταν το καλοκαίρι απομακρυνόταν σιγά σιγά από τις παραλίες και τις λιόχαρες μέρες, αυτός αισίως θα συμπλήρωνε ένα μακρύ και επίπονο δρόμο ζωής.  ΄Εβλεπε κιόλας τη σκηνή με τη φαντασία του. Τα δυο παιδιά του και τα πέντε εγγόνια του, όρθιοι γύρω από ένα τραπέζι, με την τούρτα στη μέση κι αυτός έτοιμος να σβήσει τη φλόγα ενός μικρού κι αδύναμου πια κεριού.  Η ηλικία του έβγαινε κατευθείαν απ΄την καρδιά, περνούσε επάνω στο βαθιά χαρακωμένο δέρμα κι ύστερα γινόταν βλέμμα απλανές στο άγνωστο.
Ακόμα ένα καλοκαίρι , λοιπόν. Το στερνό ...ίσως;  Η κάθε μέρα του ήτανε πια ανέλπιστο δώρο . Πολλά τα προβλήματα υγείας που τον παίδευαν. Κατάλοιπα του ανελέητου χρόνου και των γηρατειών.  Κι επιπλέον η πικρή μοναξιά. Οι περισσότεροι φίλοι του είχαν ήδη φύγει για το αιώνιο ταξίδι.  Το ίδιο κι η αγαπημένη του γυναίκα. Πενήντα ολόκληρα χρόνια τράφηκαν  από μια σπάνια αγάπη , που κράτησε βαθιά μες στην ψυχή τους τις ρίζες της συνύπαρξής τους.
Βγήκε στην αυλή του Οίκου Ευγηρίας. Ανάπνευσε βαθιά, μέτρησε ογδόντα πέντε καρδιοκτύπια . ΄Οχι, δεν μπορούσε να έχει παράπονο.  Κι ας  μεγάλωσε σε δύσκολες εποχές.  Γνώρισε αποικιοκρατικό ζυγό , απελευθερωτικούς αγώνες, δικοινοτικές ταραχές, πραξικόπημα, εισβολή . Πολλές οι φουρτούνες μα γερό το σκαρί του.  Κρατήθηκε απ΄την ψυχή του και άντεξε.  Και τώρα ένα ακόμα καλοκαίρι με τον ήλιο να του χαϊδεύει το  σημαδεμένο δέρμα, τις σκληροτράχηλες θύμησες.  Τη λάτρευε πάντα αυτή την εποχή. Από τότε που μικρό παιδί παρατούσε τον πατέρα του με το κοπάδι κι έτρεχε κλεφτά μέχρι τη θάλασσα του χωριού ,  να παίξει με τα κύματα, να λουστεί με τους αφρούς της. Λάτρευε τον ήχο από τα τζιτζίκια , το καρπούζι που έκοβε η μάνα του κι ορμούσαν έξι παιδιά να χορτάσουνε με τη δροσιά του.  Κι ύστερα  σκαρφάλωνε στην κληματαριά, διάλεγε το πιο ώριμο τσαμπί σταφύλι, το έκοβε με προσοχή, το έριχνε στη γούρνα να το ξεπλύνει και καταβρόχθιζε μία μία τις ρώγες λες και γευόταν το νέκταρ των Θεών, ένας μικρός κι εκείνος καλοκαιρινός Θεός μες στην επανάσταση του ήλιου. Περπάτησε για λίγο, άφησε  τη μνήμη να καταλαγιάσει, έκανε ένα γύρο με το βλέμμα στην αυλή του Οίκου Ευγηρίας.   Δυο πεταλούδες φλέρταραν  τον αναρριχητικό κισσό, μια γάτα τεμπέλιαζε  δίπλα στο κατώφλι,  ένα τραγούδι από ανοικτό ραδιόφωνο γλιστρούσε  επίμονο από το παράθυρο του διπλανού σπιτιού και εισέβαλλε στο ζεστό πρωινό.  Πέρα στον ορίζοντα ένα μικρό λευκό σύννεφο έστελνε τα πρώτα δειλά μηνύματα από φθινόπωρο. Το κοίταξε, χαμογέλασε.  ΄Ενα ακόμα καλοκαίρι, λοιπόν. ΄Αλλη μια μεγάλη αγάπη που του χαρίστηκε. ΄Ανοιξε τα χέρια του, ίδια με αγκαλιά κι αφέθηκε   μ΄ευγνωμοσύνη στο δώρο του Δημιουργού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου