Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΟΙΗΣΗ


ΜΟΝΑΞΙΑ


Οι άνθρωποι παιδί μου φέρθηκαν σαν λύκοι.
Οι λύκοι κάποτε μ’ανέθρεψαν με γάλα.
Μοναξιά μου εσύ  πάντοτε παρούσα στη ζωή μου
με δίδαξες την αντοχή στην θλίψη και στον πόνο.

Δικοί μου φίλοι ο εντεκάχρονος Οδυσσέας.
Μια μαύρη σκύλα που τη λένε ελπίδα
κι ένας εξόριστος των δασών του Αμαζονίου
φωνακλάς πολύχρωμος μακάο παπαγάλος.

Βαρύ το τίμημα να’σαι ο εαυτός σου μόνη
χωρίς την ζεστασιά, την προστασία, την θαλπωρή
που δίνει το χνώτο, η παρουσία των ανθρώπων.

Στο άδειο σπίτι, χωρίς χαλιά, χαρά και άντρα
η σοφία των βιβλίων με βαραίνει.

Ακόμα κι όταν παραπλανώ τον εαυτό μου,
όταν γελάω παρέα με τους φίλους,
με σφίγγεις σαν βρόγχος στο λαιμό
θυμίζοντας μου ότι είμαι μόνη.

Πίνω από τις χαρές της ζωής να σε ξεχάσω.
Ερωτεύομαι, ταξιδεύω, ονειρεύομαι.
Παντού σε βρίσκω σε κάθε ψήγμα καλής τύχης
κρυμμένη μες το φως και το σκοτάδι.

Είσαι το χέρι που με χαϊδεύει στ’ άδειο κρεβάτι.
Κι αυτό που με σπρώχνει να γκρεμιστώ στα ερέβη.
Διπρόσωπη, δισυπόστατη κυρά της ύπαρξης μου,
ακούραστε φύλακα, όμηρο με κρατάς όσο αναπνέω.

Ω! μοναξιά μονάκριβη μου φίλη!
Εσύ μου έχεις μείνει όταν όλα τα έχω χάσει.
Πιστή σκιά μου μη μ’εγκαταλείπεις τώρα.
Εγώ για χάρη σου θα γράψω ένα ποίημα.
Γεμάτο ίσκιους, ψίθυρους και φόβους.

Γερνώ αδελφή μου. Και δεν είμαι έτοιμη ακόμα.
Ανήμπορη να ζήσω όπως στη νιότη

ανίκανη να εγκαταλείψω από τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου