Η Σιόρα Αννέτα, πήρε τελικά
τη μεγάλη απόφαση της ζωής της. Έδωσε τη μεγάλη της Έπαυλη προς ενοικίαση, αφού
πρώτα, ειδικοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί την μεταμόρφωσαν σε πολυάστερο
ξενοδοχείο τέτοιας απίστευτης πολυτέλειας, που σπάνια συναντούσες όχι μόνο
βέβαια σε τούτο το Αιγαιοπελαγίτικο νησί, μα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.
Κάτι, πέραν κάθε φαντασίας.
Χήρα
ανώτατου τραπεζικού, συνταξιούχος τραπεζικός και η ίδια, μεγάλης οικονομικής
επιφάνειας, έκλεισε αγόγγυστα τις πολλές αναμνήσεις των 70 της χρόνων σε ένα
θαυμάσιο κουτί και το φύλαξε σε μια γωνιά του μυαλού της απ’ όπου θα το έπαιρνε
όταν και εάν την έπιανε αβάσταχτη η νοσταλγία και επιθυμούσε την επιστροφή του!
Αυτή ήταν και η συμφωνία που είχε κάνει με τους υπεύθυνους της ξενοδοχειακής
μονάδας.
Τώρα, κατόπιν επιθυμίας των
νεότερων μελών της οικογένειας που γι’ αυτήν μετρούσαν πάνω απ’ όλους, πήγαν να
ζήσουν το Καλοκαίρι τους στα ιδιόκτητα μπανγκαλόου της Γαλάζιας Ακτής, εκεί
όπου της έλεγαν τα εγγόνια της, πως η διαφορά από το Αρχοντικό ήταν, ότι αυτά
μύριζαν αλμύρα και Αιγαίο από το πρώτο τους σκαλοπάτι, ενώ η βίλα μύριζε
αναμνήσεις και μία αδιόρατη αίσθηση μούχλας, με τη θάλασσα να την βλέπεις από
ψηλά, όχι να τη ζεις.
Και τα παιδιά, σαν πώς να
καταλάβουν ότι για τους μιας κάποιας ηλικίας ανθρώπους ακόμη και η αδιόρατη
μυρουδιά της μούχλας των αναμνήσεων είναι ιδιαίτερης αξίας περισσότερης από
κάθε μοντέρνο άρωμα αλχημιστή για τη δική τους μύτη. Λένε, πως τα παιδιά τα
καταλαβαίνουν όλα. Λάθος, αυτό δεν θα το καταλάβουν ποτέ. Ποτέ όμως.
Τα εγγόνια
της λοιπόν, απολάμβαναν τρελά την καινούρια τους διαμονή και αυτή ήταν η
ανταμοιβή της και η παρηγοριά για ό, τι άφησε πίσω της.
Η σιόρα Αννέτα κάθε πρωί, μα
κάθε πρωί απαρέγκλιτα, έβγαινε για μια μακρινή βόλτα στο λόφο της έπαυλης
έχοντας την illusion ότι ‘’παίζει στο γήπεδό
της.’’ Απολάμβανε τη θάλασσα από ψηλά και ατένιζε το λατρεμένο της Αιγαίο μέχρι
πέρα μακριά όπου αχνοφαίνονταν οι φιγούρες των γειτονικών νησιών. Έπινε την
πρώτη καυτή γουλιά καφέ από το θερμός της και όταν ο καφές τελείωνε έστελνε μια
καλημέρα στη φύση γύρω της και επέστρεφε ‘’γεμάτη,’’ στο ΣΗΜΕΡΑ, που βρισκόταν
εκεί πάνω στο κύμα στα ριζά του λόφου, στο μοντέρνο άνετο και δροσερό
μπανγκαλόου της.
Ένα πρωί, με την πρώτη γουλιά
του καφέ της έτσι όπως καθόταν σε έναν επίπεδο άνετο βράχο, βλέπει μπροστά της
να στέκεται ένας όμορφος μελαχρινός άντρας (δεν πρόσεξε αν είχε θεληματικό
πηγούνι!… ) θα ήταν πενήντα πέντε χρόνων; πενήντα έξη; Βία πενήντα έξη μισό.
«Καλημέρα
σας κυρία μου, συγγνώμη αν διαταράσσω την ησυχία σας αλλά, πώς να σας το πω,
νιώθω σαν μαγεμένος με την τόση αγνή ομορφιά γύρω μου,» της είπε στα γαλλικά
συστήνοντας τον εαυτό του συγχρόνως:
«Γείτονας είμαι. Είχα τη
μεγάλη τύχη να προτιμηθεί η δική μου προσφορά ενοικίασης της Έπαυλης. Όταν μου
την συνέστησαν για να μείνω με τις γυναίκες μου δεν είχα φανταστεί ότι
επρόκειτο περί ενός τέτοιου επίγειου παραδείσου.
Πω πω
συγχωρείστε μου την απρέπεια. Δεν συστήθηκα: Εμίρης Ρουσεΐν ο Α΄ των Αραβικών
Εμιράτων».
Τόσο απίστευτα απλά έγινε η
γνωριμία τους. Και ποιος ο ενθουσιασμός του όταν του είπε ότι η Έπαυλη ήταν
δική της.
Έγιναν κάτι
σαν φίλοι και πια την πρωινή τους βόλτα την απολάμβαναν μαζί.
Θα ήταν το τέταρτο ή το
πέμπτο πρωινό, όταν τον ρώτησε, πώς ένας
άνθρωπος του χρήματος και με τέτοια αξιώματα, κυκλοφορούσε χωρίς κάποιον
φρουρό, κάποιον από αυτούς τους γνωστούς φουσκωτούς να τον προστατεύουν από
εχθρούς, ορατούς τε και αοράτους. Της απάντησε:
«Τα
φαινόμενα απατούν, καλή μου γειτόνισσα. Μακάρι να ήμουνα τόσο μόνος όσο
νομίζετε. Έναν τέτοιον αέρα ελευθερίας αν είχα, δεν θα τον άλλαζα ούτε με
παλάτια ούτε με πετρελαιοπηγές » και λέγοντας αυτά αναστέναξε βαθιά.
Τότε, συνέβη το ανήκουστο. Με
μιας πετάχτηκαν πάνοπλοι φρουροί ών ούκ έστιν αριθμός και κοίταξαν την Αννέτα
άγρια. Μα ο πρίγκιπας τους έκανε μόνο
τόσο δα ένα νεύμα και αυτοί εξαφανίστηκαν αστραπιαία, ακριβώς όπως όταν
εμφανίστη-καν…
«Βλέπεις καλή μου πόσο
ελεύθερος είμαι; Ούτε να αναστενάξω δεν μπορώ . Η κάθε μου ανάσα ο κάθε αναστεναγμός
μου είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το λαό μου. Παρόντος εμού στον θρόνο του
Εμίρη, ζει, ο λαός μου τουλάχιστον, ελεύθερος».
Η σιόρα Αννέτα τον άκουγε και
δεν μπορούσε να συνέλθει από τη λαχτάρα που τράβηξε λίγο πριν.
«Πού να το φανταστώ καλέ μου
φίλε αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου! Απίστευτο…»
«Απίστευτο, μα αναγκαίο. Όπως
ξαναείπα σαν αρχηγός του λαού μου κρατώ τις ισορροπίες με φίλους και εχθρούς
προς όφελος δικό τους. Ως εκ τούτου η ζωή μου τους είναι πολύτιμη.
Όμως, τόσες μέρες που κάνουμε
πρωινή συντροφιά, δεν σε κάλεσα να έρθεις να γνωρίσεις την οικογένειά μου. Άλλη
μου μία απίστευτη παράλειψη. Θα μου κάνεις λοιπόν την τιμή να πάρεις τους
δικούς σου και να έρθετε να δειπνήσουμε μαζί; Περιποιεί μεγάλη εύνοια της τύχης
μου το γεγονός ότι σε γνώρισα. Άνθρωποι σαν εσένα τόσο αγνοί και ενδιαφέροντες,
δεν είναι κάτι το σύνηθες στη ζωή μου ξέρεις.
Σήμερα είναι
Πέμπτη. Τι θα έλεγες για το Σάββατο το βράδυ, εκεί γύρω στις εννιά; Να σας
περιμένω;»
Φίλησε το χέρι της που του
έτεινε για να του πει’’ ΝΑΙ ‘’ και ‘’γεια’’ σου ,και τον είδε να ξεμακραίνει το
ίδιο σκεπτικός μ’ εκείνην, άσχετα αν οι σκέψεις τους ακολουθούσαν διαφορετικές
ατραπούς.
Η Αννέτα π.χ., έβαζε στοίχημα
ότι ο άντρας αυτός ήταν ποιητής και ήταν αδύνατον να είναι ευτυχισμένος με την
πολυγαμία του π.χ., που προστάζουν τα ήθη και έθιμά τους.
Ήταν ένας γλυκύτατος,
τρυφερός άντρας, χαρακτηριστικά εκ διαμέτρου αντίθετα απ’ αυτά που απαιτούσε η
θέση του και το αξίωμά του, δηλαδή η πυγμή η αυστηρότητα και πολλές φορές και η
σκληρότητα.
Φευ, μήτε τα πλούτη μήτε τα
αξιώματα κάνουν κάποιον να είναι ευτυχής. Γνωστά αυτά και χιλιοειπωμένα…
Η αρχόντισσα
μετέφερε στους δικούς της την πρόσκληση σε δείπνο του Εμίρη, αφήνοντάς τους
κατάπληκτους και κατενθουσιασμένους. Δεν τρως και κάθε ημέρα παρέα με μεγιστάνες
του πλούτου παρέα με το χαρέμι τους. Η xαρά όλων λοιπόν μεγάλη και άλλο δεν
τους απασχολούσε πια, παρά η σκέψη του δείπνου… Σίγουρα θα ήταν ένα βράδυ σαν
εκείνα των παραμυθιών της Σεχραζάτ που όμως θα το ζούσαν όλοι τους, πλην νηπίων
φυσικά. Τους κατέλαβε μια αλλόκοτη και πρωτόγνωρη έξαψη που έκανε τις ώρες να
κυλούν αργά. Πράγμα ασυνήθιστο. Συμβαίνει ο Χρόνος να κυλάει αργά για ανθρώπους
μιας κάποιας ηλικίας, να τον υπολογίζουν και να τον σέβονται. Για τους ολίγον
νεότερους, κυλά γρηγορότερα και για τους νέους αφάνταστα γρήγορα χωρίς να τον
υπολογίζουν και να του δίνουν σημασία. Και ο Χρόνος, αυτά τα λαμβάνει υπ΄ όψιν
του και σέβεται αυτούς που τον σέβονται και είναι φιλικός μαζί τους κυρίως… με
τις κυρίες. Την Αννέτα π.χ., την έπαιρνες για εξηντάρα.
Να την
λοιπόν η οικογένεια, στα γνωστά της λημέρια τα τόσο απίστευτα μεταλλαγμένα, απ’
όσο τα ήξεραν. Αυτή, δεν ήταν η δική τους Έπαυλη ούτε η δική τους Χώρα . Δεν
θύμιζε σε τίποτα Ελλάδα. Ήταν ένα παραμύθι πολύ πιο ευφάνταστο κι’ από τις
τολμηρότερες φαντασιώσεις τους.
‘’Μα καλά,’’ σκέφτηκαν, ‘’οι
άνθρωποι αυτοί όπου πάνε, κουβαλούν μαζί
τον πλούτο τους, ή κάνουν κάθε φορά την ανάλογη παραγγελία και ένα τζετ
που είναι πάντοτε stand by, μεταφέρει τα
ρουμπίνο διαμαντικά τους;’’
Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο πρίγκιπας
χαμογελαστός, κομψός, και τους παρουσίασε στις γυναίκες του παρατεταγμένες σαν
σε άγημα τιμητικό.
Κούκλες. Κορμιά λυγερά και
σαγηνευτικά χωρίς να λέμε καμία υπερβολή.
Πόσες να ήταν; Είκοσι;
τριάντα; Και ήταν αυτές όλες κι’ όλες ή υπήρχαν και οι αναπληρωματικές που θα
έρχονταν σε λίγο, πράγμα που απέφυγαν επί του παρόντος προς αποφυγήν
συνωστισμού;
Και η χλιδή απίστευτη. Η
Αννέτα δεν αναγνώρισε το σπίτι το δικό της. Να της άρεσε αυτό που έβλεπε; Δεν
ήταν η στιγμή κατάλληλη να απαντηθεί το ερώτημα.
Η παράδοση Αννέτα μας,
κρατιόταν όσο μέσα εδώ ήσουν εσύ. Τώρα οι παραδόσεις άλλων κυριαρχούν και
πλήρωσαν ακριβά για αυτό.
Έτσι είναι Σιόρα μας. Business is business.
Υποβλητική μουσική ακουγόταν.
Ήταν φανερό για τα εξασκημένα αφτιά της συντροφιάς, λόγω της μουσικής τους
παιδείας, ότι ήταν live. Μα ορχήστρα δεν φαινόταν
πουθενά.
Στην ατμόσφαιρα δε τόσο του
κήπου όσο και στο εσωτερικό της μεταλλαγμένης Έπαυλης υπήρχε διάχυτο ένα
μεθυστικό άρωμα κάτι σαν μίξη Ανατολής και Παρισιού.
Τα πάντα σε προϊδέαζαν γοητευτικά
για τη βραδιά.
Ήπιαν ποτά σε κάτι ποτήρια
κρυστάλλινα που όμοιά τους δεν είχαν ξαναδεί. Αληθινά έργα Τέχνης.
Σκέφτηκε η Αννέτα:’’ Αν ήταν
δικά μου και έδινα δεξίωση, έως ότου αυτή τελειώσει θα έτρεμα μη και μου σπάσει
κανένα. Αυτά δεν είναι για να τα χρησιμοποιείς αλλά να τα έχεις σε βιτρίνες και
να τα θαυμάζεις… ‘’Είναι δυνατόν να είναι περιουσιακό στοιχείο του Ξενοδοχείου;
Αδύνατον.’’
Μα η μεγάλη έκπληξη, μητέρα
όλων των εκπλήξεων ήρθε, όταν κάθισαν στο τραπέζι. Στην κάθε χιονάτη πετσέτα
πλάι στο πιάτο του καθ’ ενός, ήταν καρφιτσωμένο και ένα κόσμημα! Καρφίτσες,
δακτυλίδια, βραχιόλια, και για τους νεότερους ρολόγια Omega και Rolex (αληθινά
όχι μαϊμού).
«Βάζω στοίχημα γιαγιά, ότι
απόψε θα φύγουμε κατά πολύ πλουσιότεροι
από εδώ, να μου το θυμηθείς» της ψιθύρισε στ’ αφτί η Μίρκα, η μεγάλη της
εγγονή.
Δίπλα σε κάθε επισκέπτη
καθόταν και μία από τις γυναίκες του Εμίρη, σαν ένδειξη τιμής στους καλεσμένους
του. Οι γοητευτι-κές κυρίες, νεότατες, ( άραγε κάθε πότε τις ανανεώνει ο κατά
τα άλλα δυστυχής Εμίρης;) χαρωπές και ευγενέστατες.
Για το φαγητό τι να πεις; Ένα
ποίημα master piece,
μεγάλου ποιητή.
Ένας έξυπνος συνδυασμός Δύσης
και Ανατολής.
Η σιόρα Αννέτα, είχε κάπου
διαβάσει, ότι κάθε Ανατολίτης που τον φύσαγε τον παρά, συνήθιζε στα παροιμιώδη
δείπνα του να παρουσιάζει είκοσι διαφορετικά πιάτα. Ο καλεσμένος σερβιριζόταν
από μια πιρουνιά κάθε φαγητού. Αν του άρεσε, έμενε με την θεσπέσια ανάμνησή της
στον ουρανίσκο του προσβλέποντας σε μιαν άλλη, ανάλογη μ’ αυτήν, στο μέλλον. Αν
δεν του άρεσε, δεν προλάβαινε να την απαξιώσει. Μία μπουκιά ήταν όλη και όλη
και γρήγορα ξεχνιόταν!!! Πολύ έξυπνο.
Πάντως η ποικιλία αρέσει σε
πολλούς λαούς και αυτό ήταν φανερό κι’ εδώ. Και όχι μόνο στο φαγητό…
Το να περιγράψεις τα φαγητά
που σερβιρίστηκαν θα πρέπει η φαντασία σου να είναι πολύ υψηλών προδιαγραφών,
πράγμα για το οποίο δεν εγγυόμαστε για τους εαυτούς μας. - Να πούμε μόνο ότι σε
μικρούς και μεγάλους, οι γεύσεις στοίχειωσαν θεϊκά τον ουρανίσκο τους για μήνες
και μήνες μετά -.
«Και πώς να πεις στην διπλανή
σου κυρία: ‘’Ωραία τα φαγητά σας Μadame.
Συγχαρητήρια. Με τα χεράκια σας τα φτιάξατε; Μπορώ να έχω μια συνταγή τους;’’»
σκέφτηκε η Αννέτα και την πιάσανε τα γέλια. Μα το γέλιο της εξελίχθηκε σε
νευρικό και ήταν αδύνατον να τιθασευτεί. Περνούσε τα όρια της απλής αγένειας
και οδηγούσε ολοταχώς σε κάτι σαν διπλωματικό επεισόδιο, τηρουμένων των
αναλογιών βέβαια.
«Σκάσε Αννέτα, μας έκανες ρεζίλι» της σφύριξε στο
αφτί η κολλητή της φίλη.
Είχαν όλοι μείνει ενεοί μπροστά στο θέαμα του
κατακόκκινου σαν παντζάρι προσώπου της Αννέτας έτσι όπως το έσκαβαν ρυάκια
δακρύων.
Κάποια στιγμή έδειξε σημεία
ύφεσης και κατάφερε η Σιόρα να ψελλίσει:
«Σας παρακαλώ συγχωρήστε την αγένειά μου .
Θα σας εξηγήσω τι μου συνέβη…» συνέχισε η
παμπόνηρη, για να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα…
«Σε μια παρόμοια δεξίωση (
παρόμοια! Τι να λέμε τώρα…) ο σύζυγός μου, που ήταν αθυρόστομος κα χωρατατζής
είπε ένα τόσο έξυπνο και πιπεράτο αστείο που οι καλεσμένοι μας πέθαναν στα
γέλια. Μια φίλη φαντασθείτε, την σώσαμε την τελευταία στιγμή, κινδύνευσε να πνιγεί
από τα γέλια. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη» ξαναείπε και την πιάσανε δάκρυα που
φάνηκαν ειλικρινή. Ευτυχώς την πίστεψαν.
Τελικά, το θέμα έληξε, για να
εξελιχθεί σε εγκαρδιότητα, και μεγάλη οικειότητα.
Αφού έφαγαν και ήπιαν ως και χόρεψαν υπό τους
ήχους Ελληνικής μουσικής που η ορχήστρα έπαιζε προς τιμήν τους, σηκώθηκαν να
φύγουν παίρνοντας ακόμη ένα δωράκι που τους προσφέρθηκε. Ένα ‘’δωράκι’’ αρκετών
ουγγιών χρυσού το καθένα, με τη φιγούρα του νησιού και χαραγμένο πάνω του το
όνομά του…
«Θυμάσαι τι σου είπα όταν
ήρθαμε;» ψέλλισε στην Αννέτα η εγγονή της.
Όντως, έζησαν μια βραδιά από
τις χίλιες και μια νύχτες της Σεχραζάτ χωρίς να είναι όμως παραμύθι.
*
Και η φιλία Εμίρη και Αννέτας
συνεχίστηκε για χρόνια και χρόνια.
Οσάκις ο Εμίρης είχε
προβλήματα με το Εμιράτο έστελνε το
απίστευτης πολυτέλειας ΤΖΕΤ του στο νησί, επιβιβαζόταν η Αννέτα και σε λίγο την
είχε κοντά του. Σαν μάνα τρυφερή τον συμβούλευε, τον γαλήνευε και ως δια
μαγείας τα προβλήματα φαίνονταν έτοιμα
προς λύση.Την αποκαλούσε μάμα!
Απίστευτο μα ήταν ένα είδος…
Βασιλομήτορος. Και ο Λαός βλέποντας το καλό που έκανε στον Βασιλιά τους και
πόσο αυτός την υπολόγιζε και την αγαπούσε, την λάτρευαν σαν θεά.
Και όπως είπαμε, αυτό κράτησε
πάρα πολύ, μέχρι που η Αννέτα άφησε το επίγειο Βασίλειο του Εμίρη για ένα άλλο
ΟΥΡΆΝΙΟ, πιο Δημοκρατικό, εκεί που όλοι είναι ίσοι, και Βασιλιάδες και Λαός!
Δεν ξέρουμε ποιο από τα δύο
Βασίλεια προτιμούσε η Αννέτα. Να μην ξεχάσουμε να την ρωτήσουμε κάποια μέρα που
οπωσδήποτε θα την συναντήσουμε….
«Τ Ε Λ
Ο Σ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου