Γεύση από θυμάρι
Έτριψε στα χέρια της λίγο θυμάρι και πριν πασπαλίσει το κρέας, έκλεισε τα μάτια της. Πάντα το ίδιο γινόταν: οι μυρωδιές του κατάφερναν να την ταξιδέψουν χρόνια πίσω. Πλαγιές γεμάτες με θυμαριές, φιλιά μελωμένα, σφιχτές αγκαλιές και ρούχα πεταμένα ολόγυρα. «Γιατί, Μανωλιό μου;» Συνήθως δάκρυζε σαν τα θυμόταν μα σήμερα δε χωρούσε μια τέτοια συμπεριφορά. Απόψε, ο μονάκριβος γιος της θα έφερνε στο σπίτι τους την κοπέλα, που διάλεξε να μοιραστεί τη ζωή του. Έπρεπε να φτιάξει το νοστιμότερο ψητό και να την καλοδεχτεί με το πιο ζεστό της χαμόγελο. «Πού είσαι να τον καμαρώσεις, Μανωλιό μου». Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Μπορεί να μη θύμιζε πολύ σε εκείνο το κορίτσι που κάποτε υπήρξε ανέμελο μα η ψυχή παρέμενε το ίδιο ονειροπόλα. «Μαμά, από εδώ ο πατέρας της Δήμητρας». Δεν πρότεινε το χέρι της. Μονάχα έστεκε παγωμένη να κοιτάζει τον επισκέπτη ενώ στα χείλη της ήρθε κάτι τόσο οικείο. Γεύση από θυμάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου