ΕΛΕΝΗ
ΑΡΤΕΜΙΟΥ-ΦΩΤΙΑΔΟΥ
Γράφει εδώ και χρόνια μια ιστορία. Χωρίς αρχή , δίχως τέλος
. Με μικρές ή μεγάλες εκπνοές ενός χρέους που ποτέ δεν κατάλαβε πώς ακριβώς θα
πρέπει να ξεπληρώσει. Οι δόσεις , όμως, καταβάλλονται ανελλιπώς . Με τόκο από
απόσταγμα ψυχής. Κι εκεί που λέει πως
πρέπει να σωπάσει, ατέλειωτο ποτάμι οι λέξεις έρχονται μες στη ζωή του και τον
πνίγουν. Και τότε, μόνο σωσίβιό του, απομένει η έκφραση, η απελευθέρωση. Αρχίζει τότε η κατάθεσή του στον λόγο: Φθόγγο
φθόγγο, λέξη λέξη, σαν ρανίδες αίματος που πρέπει να ποτίσουν ένα δέντρο ζωής.
Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο πολύ κλείνεται σε αυτό το
ξέσπασμα. Πίσω από ένα βλέμμα
δυσπιστίας, μια κουβέντα αμφιβολίας, μια περαστική ειρωνεία, εκείνος
θωρακίζεται, αμύνεται κι ύστερα ρίχνεται στον πόλεμο που του επιβάλλει μόνο
αυτή η έμφυτη ορμή προς τη γραφή. Δεν τολμά ακόμα να μιλήσει για
λογοτεχνία. Μεγάλη κουβέντα αυτή κι οι
λέξεις του δεν μπορούν ακόμα να τη σηκώσουν.
Σεμνά κι αθόρυβα θέλει να πορεύεται σε τούτο το ταξίδι του. Σαν πεζοπόρος που διασχίζει το όνειρό του στη
μέση μιας απέραντης ερήμου.
Κι όχι! Δεν έχει δείξει ακόμα τα γραπτά του σε κανένα. ΄Ισως να γίνεται κανείς ιδιαίτερα ντροπαλός
στα σαράντα και κάτι. Λες και πέφτουν τα χρόνια με περίεργη συστολή και του
κρατάνε τα βήματα καθηλωμένα στη χώρα που δεν καρποφορούν οι αποφάσεις. Γράφει κρυφά τις νύχτες , από φόβο ίσως να
αποκαλυφθεί ακόμα και στον ίδιό του τον εαυτό. Κι είναι φορές που ξαφνιάζει
και τον ίδιο αυτός ο χείμαρρος σκέψης , αυτά τα περίεργα συναισθήματα,
σχεδόν…απωθημένα, που κατακλύζουν τη σκέψη και ύστερα ολόκληρο το είναι του.
Κάποτε , κάτω από ένα περίεργο φεγγάρι, προσπαθεί να βρει
την άκρη του νήματος. Όχι πως έχει
κάποια ιδιαίτερη σημασία, μα είναι καλά ένα ρυάκι σαν τις λέξεις του, να
προσπαθεί να θυμάται πού και πού την
πηγή του. Από ανάγκη όχι να επιστρέψει αλλά να καθορίσει περισσότερο την ύπαρξή
του. Σαν μετανάστης που βαδίζει πια στο
μέλλον του αλλά κρατιέται από τη θύμηση μιας γνώριμης γης, για να βαθαίνουν
περισσότερο τα βήματά του. Mόνο
για λίγο, όμως. Για όσο χρειάζεται η καινούρια κάθε φορά διαδρομή. Και παίρνει αμέσως βάρκα και κουπιά για μια
αργή του περιπλάνηση στη μαγεία του λόγου ή γρήγορο, ταχύπλοο καράβι, να βγει
με δύναμη σε ένα καινούριο πέλαγό του.
Εκεί στα ανοιχτά ανακαλύπτει όλους τους θησαυρούς που είχε
κι όλους τους θησαυρούς που ψάχνει. Σκέψη και όνειρο γίνονται η θάλασσα κι ο
ουρανός του, να ανταμώσουν στο γλαυκό των λέξεων. Και γεμίζει με όστρακα και
κοχύλια το πνεύμα της συγκομιδής, που αν τα βάλει στο αυτί, θα ακούσει όσα κράταγε καλά κρυμμένα όλα τα χρόνια που
φοβότανε μια έκθεση στις γλώσσες των ανθρώπων.
Σήμερα , δεν ξέρει γιατί…έχει ξυπνήσει με μια περίεργη
αίσθηση. Κάποιο παράθυρό του έμεινε ψες μισάνοικτο και τρύπωσε απρόσκλητη μια
ηλιαχτίδα στο κρεβάτι του και του ανακάτεψε τη μέρα που ήθελε κι άλλο να
κρυφτεί κάτω από τα λευκά σεντόνια της. ΄Ητανε κάτι σαν χάδι μάνας, που έρχεται
από κόσμο άλλο, από διάσταση άγνωστη, να του θυμίσει την αγάπη της. Σηκώθηκε
λες και τον αγγίζανε φτερά από άγγελό του νιοφερμένο. Βρήκε ευλαβικά βαλμένα στην τραπεζαρία όλα τα
λόγια που ψιθύριζε στα γραφόμενά του
μέχρι το ξημέρωμα. Τα ακούμπησε στο στήθος λες και ήθελε να τους εξομολογηθεί
την απόφασή του. Και νιώσανε
θαρρείς εκείνα την αλλαγή, φτερούγισαν
σαν πουλιά και ετοιμάστηκαν για τη
μεγάλη συνάντηση με τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου