Το
παραμύθι αυτό βραβεύτηκε με τον Γ΄ Έπαινο στον διαγωνισμό 2015 της ‘Εταιρίας
Τεχνών Επιστημών και Πολιτισμού Κερατσινίου.’
Λένα
Μαυρουδή Μούλιου.
«Η
Δαμασκηνίτσα »
(παραμύθι)
Όμορφο χωριό με αρκετούς
σχετικά κατοίκους, πράγμα κάπως ασυνήθιστο, που ξαφνιάζει ευχάριστα τους
επισκέπτες.
Τα χωριά μας και μάλιστα τα
ορεινά ως γνωστόν, ως επί το πλείστον κατοικούνται από πεντέξι ηλικιωμένους
όλους κι’ όλους και μόνο τα καλοκαίρια καταφτάνουν τα παιδιά και τα εγγόνια
τους και ζωντανεύσουν τα κλειστά σπίτια που κάνουν το χώρο τις άλλες τρεις
εποχές του χρόνου, να θυμίζει ‘’χωριό φάντασμα.’’
Τούτο το συγκεκριμένο χωριό
κάποτε ήταν όχι απλώς πιο εύφορο, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε και πλούσιο. Μα
από την μακρινή εποχή του πλούτου δεν απέμεινε τίποτα, ει μη μόνο ένας
γρουσούζης, κακός και λαομίσητος άρχοντας, που σπανιότατα τον έβλεπες να
περπατά στα καλντερίμια κατά τη διάρκεια της ημέρας. Φημολογούνταν δε, ότι
κυκλοφορούσε στο χωριό μόνο τις νύχτες σαν φάντασμα, άγνωστο το γιατί.
Το σπίτι του τεράστιο και θα
πρέπει το μεγαλύτερο μέρος των δωματίων του να ήταν κλειστά. Τι να τα έκανε
μόνος του, ένας γέρο μαγκούφης και πώς να φέρει βόλτα τη συντήρησή τους, αν και
άλλες φήμες έλεγαν ότι έφερνε παραδουλεύτρες άγνωστες στους κατοίκους του
χωριού, να του τα καθαρίσουν και να τα περιποιηθούν. Το πότε και το πώς γινόταν
αυτό, κανείς δεν γνώριζε. Και όλα αυτά σε ένα χωριό που ήξερε ο ένας πότε
φτερνίστηκε ο άλλος. Mα και μυστικές υπηρεσίες να διέθετε το χωριό, πάλι δεν θα
γνώριζαν για τον Γέροντα περισσότερα πράγματα…
Ο μόνος και μοναδικός
άνθρωπος που ήταν στον κήπο του επί καθημερινής βάσης, ήταν ένας, ξενομερίτης
κι’ αυτός, φύλακας με συγκεκριμένες αρμοδιότητες και που σίγουρα θα έπαιρναν σε
πρωτοτυπία το Α΄ βραβείο σε ανάλογο διαγωνισμό.
Κήπος που λέτε, ξερός και κατάξερος
και μόνον κατ’ ευφημισμό τον ονόμαζαν έτσι, γνωρίζοντάς τον ίσως οι
παλαιότεροι, τότε που ήταν άξιος να λέγεται κήπος. Μα πράγμα παράξενο, όπως και
ο ιδιοκτήτης του, είχε ένα δέντρο όλο κι’ όλο, φυτρωμένο ποιος ξέρει πώς, και
από ποιον. Mια πεντάμορφη δαμασκηνιά στο
κέντρο του ακριβώς, που έσπαγε την ξεραΐλα και την μονοτονία του αφιλόξενου
αυτού τοπίου.
Την εποχή της καρποφορίας της
ήταν κατάφορτη από τα νοστιμότερα δαμάσκηνα που έφαγε ποτέ άνθρωπος απ’ όλες
τις γνωστές και άγνωστες ποικιλίες αυτού του φρούτου. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν
όσοι τα είχαν γευτεί και δεν έχουμε λόγο να μην τους πιστέψουμε. Ήταν δε τέτοιο
το φορτίο που έφερε το κάθε κλαδί μικρό ή μεγάλο, που λύγιζε και πολλές φορές
έσπαγε από το βάρος των γλυκόξινων καρπών της.
Η πιτσιρικιαρία του χωριού με
ξαφνικές εφορμήσεις κατόρθωνε να παραβιάζει το χώρο, με την ανοχή, όπως
υποψιαζόμαστε, του φύλακα, και να γεμίζει τα καλαθάκια με καρπούς για να
ξεκουράζεται και η δαμασκηνίτσα από το υπερβολικό τους βάρος.
Ο άρχοντας έξαλλος, απειλούσε
τους εισβολείς με Θεούς και δαίμονες και βλέποντας ότι δεν καταφέρνει να τους
νικήσει παρ’ όλη τη φύλαξη του επιφορτισμένου για τούτο μόνο το σκοπό, φύλακα,
που ήταν άλλωστε αυτή και μόνο αυτή η αρμοδιότητά του, (να φυλάει ένα δέντρο
δηλαδή!), τους έσυρε στα δικαστήρια με την κατηγορία της καταπάτησης του
ιδιωτικού του χώρου, της λεηλασίας της… περιουσίας του και δεν συμμαζεύεται!!!
Ήταν αυτή και η μοναδική
περίπτωση που διέκοπτε τη σιωπή του, απολαμβάνοντας θαρρείς τις κατάρες και τις
απειλές που εκτόξευε ένθεν κακείθεν, ως εάν αυτές να τον αναζωογονούσαν,
σπάζοντας με την έντασή τους την ατμόσφαιρα στη μικρή αίθουσα του δικαστηρίου
στο παραδιπλανό κεφαλοχώρι που ήταν η πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής στην
οποία ανήκε το χωριό. Ο δικαστής, ναι μεν έβλεπε το γελοίο της υπόθεσης, μα οι
νόμοι ήταν νόμοι και οι ποινές στους μικρούς καταληψίες και τους γονείς τους
αρκετά βαριές. Ο γέροντας σίγουρα ζούσε, για να απολαμβάνει αυτές ακριβώς τις
δάφνες που αποκόμιζε από τα πιτσιρίκια. Και δαμασκηνιά να μην υπήρχε, κάτι άλλο
μα την αλήθεια θα εφεύρισκε για να προκαλέσει τους μικρούς χωρικούς και μετά να
έχει τη χαρά της νίκης του. Αυτό πια ήταν το μόνο σίγουρο.
Έλα όμως που και τα μικρά
παιδιά μέσα στη ζωηράδα και την αγάπη τους για περιπέτειες δεν πτοούνταν και συνέχιζαν
τις επιδρομές φανερές και κρυφές, σχεδιάζοντας τρόπους και κάνοντας επιτελικά
σχέδια για την επίτευξη του σκοπού τους; Όχι ντε και καλά για να απολαύσουν
τους καρπούς, μα για να εκδικηθούν τον άσπλαχνο γέρο που τους θύμιζε το γνωστό
παραμύθι του Οscar Wilde. Ο δε φύλακας ο δόλιος, ήταν υποχρεωμένος να υφίσταται
τις βρισιές, τις προσβολές και παρ’ ολίγον τις βουρδουλιές του μισητού αυτού
ανθρώπου γιατί είχε ανάγκη από το μισθό που του έδινε για να τα φέρνει βόλτα με
την οικογένειά του συνταξιούχος του Δημοσίου ων.
‘’Δεν βαριέσαι’’ έλεγε, ‘’θα
περάσει κι’ αυτό,’’ και βέβαια δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ευτυχής και πολλές
φορές τον άκουσαν να μουρμουράει: ‘’Πικρό ψωμί με ταΐζεις άρχοντα, πολύ πικρό
ψωμί, όλα αντέχονται, μα την κακία σου, και τη τζαναμπετιά σου, νισάφι πια, δεν
την μπορώ άλλο…’’
Ανάμεσα στους μικρούς Γιάννη
Αγιάννηδες του χωριού ήταν και ένα εξάχρονο ξένο αγόρι που είχε τρέλα με το
δέντρο του Γέροντα. Πού τον έχανες πού τον εύρισκες σκαρφαλωμένος ήταν στα
κλαδιά της δαμασκηνιάς, που ήταν και ο μοναδικός φυτικός οργανισμός που
καταλάβαινε τη αγωνιώδη ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ φωνή του παιδιού. Και λέμε ‘’εσωτερική’’
γιατί η κανονική του φωνή είχε χαθεί
πριν τρία χρόνια σαν αποτέλεσμα του έντονου φόβου που ένιωσε όταν κοιμώμενος
στην αυλή του σπιτιού του, είδε σαν ξύπνησε, ένα φίδι να έχει τυλιχτεί στο
μικρό του πόδι και να μη μπορούν οι προστρέξαντες γονείς του να το απαλλάξουν
εύκολα από τη γλοιώδη περίσφιξή του.
Ο αγροτικός γιατρός, τους
βεβαίωσε ότι το πρόβλημα του παιδιού ήταν ψυχολογικό και όχι οργανικό, και ότι
κάποια μελλοντική στιγμή, είτε αργά θα ήταν αυτή είτε άμεση, θα ξανά εύρισκε
την φωνή του και η χαρά θα ξαναέμπαινε στο σπιτικό τους.
Άλλους γιατρούς δεν συμβουλεύτηκαν. Αρκέστηκαν
στον αγροτικό τους, ελλείψει χρημάτων και με την πίστη ότι τα πράγματα ήταν
έτσι όπως τους τα είχε εκθέσει εκείνος.
Μα δυστυχώς ο καιρός περνούσε και τίποτα δεν
άλλαζε στη ζωή του μικρού, ο οποίος ναι μεν είχε χάσει τη λαλιά του, όχι όμως
και την ακοή του που ήταν ιδιαίτερα οξυμένη. Έτσι ήταν υποχρεωμένος να υφίσταται
την χλεύη των παιδιών, που μέσα στην σκληρότητά τους είχαν διαγράψει το όνομα
του μικρούλη και αντί Μάρκο τον αποκαλούσαν πλέον ‘’ο Μουγκός ξένος’’.
Σαν να λέμε, δύο οι ιδιαιτερότητες του
παιδιού: η αλαλία του από τη μια, που ήρθε να προστεθεί στην άλλη, την
προέλευσή του δηλαδή. Είχε περάσει από συμπληγάδες έως ότου με τον καιρό γίνει
αποδεκτός στον κύκλο των μικρών παιδιών. Και όταν με το πέρασμα του χρόνου
σχεδόν τα κατάφερε, γιατί και με τη γλώσσα τα είχε άριστα καταφέρει και η
ξενική του προφορά είχε εξαφανιστεί κι’ αυτή, ήρθε το φίδι να του καταστρέψει
το μικρό παράδεισο που είχε κτίσει με υπομονή και αγάπη. Και ξένος να μην ήταν,
η αναπηρία που απέκτησε και ο αναγκαστικός ιδιότυπος τρόπος συνεννόησης με την
νοηματική, ήταν αρκετός για να τραβήξει την κοροϊδία των παρ’ ολίγο ‘’φίλων’’
του. Τον ξέγραψαν με μιας. Έγινε το παιχνιδάκι τους.
Η καρδιά και η ψυχή του μια
πληγή.
Και σε ποιον να πει τον πόνο
του, αλλά και να υπήρχε φίλος, πώς θα γινόταν να τον καταλάβει; Ήταν δυνατόν
κάτι τέτoιο;
Έτσι τόσο αυτός, όσο και ο
καημένος ο τρελός του χωριού, αποτελούσαν το δίδυμο της πλάκας, της κοροϊδίας,
και της διασκέδασης συνομηλίκων και μεγαλύτερων παιδιών. Πολλές φορές τους
κρέμαγαν κουδουνάκια στην πλάτη κρυφά, ή ακόμη χειρότερα τους κυνηγούσαν με τις
πέτρες διασκεδάζοντας με τις άναρθρες κραυγές τρόμου που έβγαιναν από το στόμα
των δύο αυτών δυστυχισμένων υπάρξεων.
Έτσι ο μικρούλης Μάρκος,
ανέβαινε στην δαμασκηνίτσα σαν αίλουρος, με την πλήρη ανοχή του φύλακα, έτρωγε
μέχρι σκασμού τους γλυκόξινους καρπούς της που του πρόσφερε με γενναιοδωρία το
δέντρο, της έλεγε τον μεγάλο πόνο του, τα δικά του, άκουγε τα δικά της, για τη
μοναξιά της κυρίως και εύρισκε με τον τρόπο αυτό μια κάποια ψυχική ισορροπία.
Τα πράγματα δυσκόλευαν σαν
έπεφταν τα φύλλα του αγαπημένου καρποφόρου το χειμώνα και έμενε γυμνό. Εκείνος
όμως τα κατάφερνε να κρύβεται μέσα σε ένα σύμπλεγμα κλαδιών που επίτηδες
θαρρείς και η δαμα-σκηνίτσα είχε πλέξει, για να φιλοξενεί το φιλαράκο της,
εξασφαλίζοντάς του ένα καταφύγιο, ένα είδος φωλιάς.
Ο Μάρκος, ‘’μιλούσε’’ στα
πολλά πολλά ματάκια της, όσον καιρό κρατούσαν τα βλέφαρά τους κλειστά σε έναν
ύπνο χειμωνιάτικο, νανουρίζοντάς τα με το τραγούδι της ψυχής του. Και η χαρά
του ήταν απερίγραπτη όταν νωρίς την Άνοιξη έβλεπε από κει να σκάνε τα πρώτα φυλλαράκια
του φυτού. Ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένος.
Η
Φιλία δέντρου και παιδιού έκανε καλό και στους δύο. Το
αποτέλεσμα ήταν να έχει η δαμασκηνιά τόσους καρπούς όσο 4-5 αδερφάδες της μαζί
στο χωριό, μαζί ακόμη με 2-3 εξαδέλφες της κορομηλιές!!!. Μα κανένα, κανένα
δέντρο δεν είχε τέτοια γλύκα και τέτοια ποιότητα καρπών σαν τούτη τη φίλη του
παιδιού. Να έπαιρνε λέτε γλύκα από τη γλύκα της αγάπης τους, της φιλίας τους;
Πολύ πιθανόν. Και όταν οι καρποί βάραιναν τα κλαδιά της, σε σημείο που πολλά
από αυτά να λυγίζουν και να σπάνε, το παιδί υπέφερε, νομίζοντας ότι το δέντρο
πονάει και υποφέρει και το έπιανε απελπισία. Και μια φορά δεν άντεξε άλλο.
Έτρεξε και βρήκε τους πρώην
φίλους του που τον είχαν εγκαταλείψει και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν
τι τους ζητούσε να κάνουν. Τα παιδιά στην αρχή έβαλαν τα γέλια και άρχισαν τις
γνωστές κοροϊδίες μα τον Μάρκο δεν τον ένοιαζε. Και φαίνεται ότι ήταν τόσο
συγκινητικός με το βουβό του παρακάλι που τα έπεισε να κάνουν αυτό που τους
ζητούσε Τους εξίταρε βέβαια και η περιπέτεια που θα είχαν να αντιμετωπίσουν,
έτσι και τους έβλεπε ο Γέροντας. Φωνές, βλαστήμιες, κατάρες, μαγκουριές. Και
απορίας άξιον πώς και ακόμη δεν είχε πιάσει κανένα όπλο στα χέρια του. Ίσως και
να μην ήθελε να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα, γιατί τότε σίγουρα, δεν θα είχε
θέση και εκείνος, στο χωριό το ίδιο.
Κρατώντας από ένα ευμέγεθες
καλάθι το καθένα από τα παιδιά, με θάρρος, θράσος και λεβεντιά, πήγαν και
ξαλάφρωσαν το δέντρο, προσφέροντας τόσο στον εαυτό τους όσο και σ΄ αυτό, μεγάλο
όφελος.
Στεναγμός ανακούφισης
ακούστηκε από το άλαλο στόμα του παιδιού και δάκρυα ευγνωμοσύνης γέμισαν τα
ματάκια του. Τους θεώρησε σωτήρες της φίλης του. Λίγο το’ χες;
Όμως το γιουρούσι, ήταν
δυνατόν να περάσει έτσι, ‘’αβρόχοις ποσίν,’’ όπως έλεγε ο σοφός δάσκαλος, από
τον γέροντα; Ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση, ξεσπώντας το μένος του πρώτα στον
φύλακα και μετά σε ένα από τα πιτσιρίκια που πρόλαβε να πιάσει δίνοντάς του
κάτι σφαλιάρες που σίγουρα ο μικρός θα θυμόταν σε όλη του τη ζωή, ανέμιζε τη
μαγκούρα του φωνάζοντας:
«Απολύεσαι καταραμένε προδότη. Να πας στα
τσακίδια. Σε διώχνω από τη δούλεψή μου, γιατί όχι μόνο δεν φάνηκες ικανός να
προστατεύσεις την περιουσία μου, αλλά έγινες και αιτία να γίνει αυτό που θα
ακολουθήσει. Θα το κόψω το καταραμένο το δέντρο, που μόνο φασαρίες μου έχει
προσφέρει μέχρι τώρα, αφού, μήτε τους καρπούς του μπορώ να φάω, (μήτε ένα δόντι
στο γέρικο στόμα) μήτε τη σκιά του να χαρώ.
«Και το μπλέντερ γιατί το’
χεις αφεντικό;» Τον ρωτάει θαρραλέα ο φύλακας. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι
νέκταρ θεϊκό θα σου πρόσφεραν τούτοι εδώ οι καρποί που περιφρονείς και που όλοι
μακαρίζουν την τύχη σου που το δέντρο αυτό, το τόσο υπέροχο είναι δικό σου».
Και τον κακό Γέροντα σιγά και
μη τον άγγιζαν τα σοφά λόγια που υπό τύπο συμβουλής του είπε ο καλοκάγαθος φύλακας.
Και
αγριεμένος το ίδιο πολύ πάντα, συνέχισε :«Μωρέ
όχι μόνο θα το κόψω, μα θα το ξεριζώσω να μη ξαναγεννηθεί μελλοντικά από τις
ρηχές του καταραμένες ρίζες.»
Τα παιδιά, εντωμεταξύ,
αψηφώντας απειλές, κατάρες και αγριάδες, αποχώρησαν από το πεδίον του παραλόγου,
με τα καλαθάκια τους γεμάτα ευλογημένους καρπούς, που αν δεν τους έκοβαν αυτοί,
πέρα από το γεγονός που θα αχρηστεύονταν πέφτοντας, θα καταστρέφονταν και το
ίδιο το δέντρο από το αφύσικα μεγάλο βάρος.
Ο Μάρκος έμεινε μόνος,
μαρμαρωμένος, τρομαγμένος και απελπισμένος.
Έπεσε στα γόνατα και με
νοήματα ικέτευσε τον άρχοντα να μην πειράξει την φίλη του. Μα το μόνο που κι’
αυτός κατάφερε ήταν να εισπράξει μια γερή μαγκουριά, από τον αφρίζοντα από
μίσος άρχοντα, ο οποίος και διέταξε τον φύλακα να πετάξει τον μικρό μουγκό έξω
από τον κήπο πριν αναγκαστεί να τον κάνει μαύρο στο ξύλο.
Το παιδί, δεν έκλεισε μάτι τη
νύχτα όλη και από το ξημέρωμα βρέθηκε να είναι σκαρφαλωμένος και κρυμμένος στο
δέντρο του, στην φιλόξενη πυκνή φυλλωσιά της δαμασκηνιάς που τον κρατούσε
αόρατο.
Της μιλούσε, σε τρείς
γλώσσες: Στη γλώσσα των βουβών και στις δυο γλώσσες της καρδιάς του, στα
ελληνικά δηλαδή καθώς και σ’ αυτήν της μακρινής πατρίδας των γονιών του που την
αγαπούσε και που αν και βουβός μιλούσε πολλές φορές μ’ αυτήν τη γλώσσα στην
‘’φίλη’’ του, γιατί δεν ήθελε να την ξεχάσει, βέβαιος ότι το δέντρο την
καταλάβαινε.
Την παρηγορούσε λοιπόν και
της υποσχόταν ότι θα έδινε και τη ζωή του για να μην αφήσει κανέναν να της
κάνει κακό.
Μα δεν πέρασε πολλή ώρα και ο
Μάρκος βλέπει να καταφτάνουν στον κήπο δύο άντρες με κάτι τεράστια σιδεροπρίονα
και τον Γέροντα να τους δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν, εμμένοντας
και τονίζοντας το σημείο του ξεπατώματος του δέντρου από τις ρίζες του.
Το παιδί ένιωσε να του φεύγει
η ψυχή.
«Μη φοβάσαι δαμασκηνίτσα μου»
της λέει ο μικρός. Τίποτα δεν θα πάθεις. Μα και αν είναι γραφτό σου να πεθάνεις
θα πεθάνω κι’ εγώ μαζί σου. Κανείς δεν πρόκειται να μας χωρίσει ποτέ». της
είπε, και κατεβαίνοντας από το δέντρο αγκαλιάζει τον κορμό του σφιχτά λέγοντας
δυνατά, με ολοκάθαρη φωνή και άπταιστα ελληνικά:
«Αν είναι να σκοτώσεις τη
δαμασκηνίτσα άρχοντά μου, εγώ ο μικρός δεν μπορώ βέβαια να σε εμποδίσω. Να
ξέρεις όμως ότι θα πρέπει να σκοτώσεις και μένα μαζί της».
Ο Γέροντας που βέβαια γνώριζε
τον μικρό και τη δραματική του ιστορία, που για μήνες και χρόνια ήταν στο στόμα
των χωρικών, κατορθώνοντας να διαπεράσει τις θεόκλειστες πόρτες και παράθυρά
του και να φτάσει μέχρι και τα δικά του έκπληκτα αφτιά, ακούει τώρα τον μικρό
να του μιλάει, χωρίς εκείνος να έχει ακόμη συνειδητοποιήσει αυτό που του
συνέβη.
«Βρε συ ΜΙΛΑΣ;;;» του λέει
κατάπληκτος.
Και μόνο τότε ο Μάρκος
κατάλαβε την κοσμογονία που έγινε στη ζωή του…..
Οι χωρικοί, ειδοποιημένοι από
τον φύλακα, είχαν καταφτάσει εν τω μεταξύ στον κήπο και στέκονταν εκεί,
παρατεταγμένοι ημικυκλικά παρακολου θώντας τα διαδραματιζόμενα σαν σε χορό
αρχαίας τραγωδίας.
Βλέποντας και κυρίως
ακούγοντας το μικρό μουγκό αγόρι να μιλάει στον γέροντα, σταυροκοπηθήκαν και
ένα μουρμουρητό έκστασης, θυμού, απορίας και λύτρωσης, ακούστηκε από το στόμα
τους.
Μέχρι που κάποιος από το
πλήθος εκστασιασμένος αναφώνησε: «Συγχωριανοί, ο μικρός μιλάει, το ακούτε; ΜΙ-
ΛΑ- ΕΙ».
Η κυρά Σαβίνα η μάνα του
Μάρκου που ήταν και αυτή ανάμεσα στους γείτονες, μην αντέχοντας το βάρος της
μεγάλης χαράς λιποθύμησε. Μα γρήγορα συνήλθε και με τη βοήθεια των συγχωριανών
που την θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο, έτρεξε να αγκαλιάσει το βλαστάρι της.
Ο άρχοντας τα είχε τελείως
χαμένα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά θαρρείς και χάθηκε με μιας όλη του η κακία, η
αγριάδα και ο θυμός.
Έπιασε τον Μάρκο από τους
ώμους και του είπε:
«Εν τάξει μικρέ. Με νίκησες.
Δική σου η Δαμασκηνιά, δικά
σου και όλα τα δέντρα που θα φυτέψουμε στον κήπο να της κάνουν παρέα να μη
μένει μόνη της».
Σηκώνοντας δε τα χέρια του
ψηλά δείχνοντας τον ουρανό, αναφώνησε με στεντόρεια φωνή:
« ΑΓΑΠΗ, ΑΓΑΠΗ,
ΜΕ ΝΊΚΗΣΕΣ, αλλά χαλάλι σου και
σ’ ευχαριστώ».
Το χειροκρότημα των
συγχωριανών του ήταν Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ στη ομολογία που της απηύθυνε μόλις
πριν λίγο ο γέροντας… Και ήταν η απάντηση αυτή, δοσμένη σε μια γλώσσα Esperanto θα λέγαμε, για να την καταλαβαίνουν ΌΛΟΙ!!!!
Τ Ε Λ
Ο Σ
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου