Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΠΑΡΑΜΥΘΙ - ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ, ΑΜΑΛΙΑ ΠΙΚΡΙΔΟΥ ΛΟΥΚΑ

Το αστέρι και οι τρεις ευχές

Ο Κωστάκης ήταν ένα πολύ έξυπνο αλλά υπερβολικά ζωηρό αγόρι.
Αποτέλεσμα ήταν, όλη την εξυπνάδα να την χρησιμοποιεί για να κάνει φοβερές σκανδαλιές που εξόργιζαν τόσο την δασκάλα όσο και τους γονείς του. Συνεχώς άκουγε παρατηρήσεις και τον έβαζαν τιμωρίες. Όμως αυτός ήταν απτόητος!…η ιστορία επαναλαμβανόταν και οι σκανδαλιές γίνονταν όλο και πιο συχνές. Άδικα οι γονείς του προσπαθούσαν να του εξηγήσουν ότι έκανε κακό μόνο στον εαυτό του με αυτή του την συμπεριφορά.
-Δεν μου αρέσει το σχολείο. Το βαρέθηκα. Δεν θέλω να πηγαίνω σχολείο…έλεγε και έτρεχε πέρα δώθε.
Υπήρχε ακόμα κάτι που του άρεσε να κάνει εκτός από τις σκανδαλιές.
Του άρεσε πολύ να κοιτάζει κάθε βράδυ τα αστέρια…
Είχε ακούσει να λένε ότι αν δεις ένα αστέρι να πέφτει τότε πρέπει να κάνεις μια ευχή και αυτή σου η ευχή θα πραγματοποιηθεί.
Καθόταν λοιπόν με τις ώρες στο περβάζι του παραθύρου του ελπίζοντας να δει κάποιο αστέρι να πέφτει. Μια – δυο φορές τα κατάφερε αλλά η λάμψη του αστεριού χάθηκε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε καν να αρχίσει να εύχεται οτιδήποτε. Απογοητεύτηκε αλλά αποφάσισε να επιμείνει.
Εκείνη τη νύχτα ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και χιλιάδες αστέρια λαμπύριζαν σαν φωτάκια πάνω στο μαύρο πέπλο του.
-Άντε να δούμε αν ξεκολλήσει κάποιο από αυτά σήμερα…είπε ο Κωστάκης με μια ελπίδα στην καρδιά του.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ένα αστέρι έπεσε από τον ουρανό. Άνοιξε το στόμα του να πει μια ευχή όταν ξαφνικά βλέπει το αστέρι να αλλάζει πορεία και να κατευθύνεται προς το μέρος του.
Φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί.
Το αστέρι μπήκε λαμπερό από το παράθυρο και έπεσε στο κρεβάτι του.
-Που είσαι καλέ; ακούστηκε μια φωνή να του λέει.
-Μη μου πεις ότι με φοβήθηκες; άκουσε την ίδια φωνή να του απευθύνεται κοροϊδευτικά.
Ο Κωστάκης μάζεψε όλο του το θάρρος και στάθηκε με περηφάνια μπροστά στο αστέρι.
-Όχι δα! είπε δήθεν ήρεμα. Απλώς γύρευα την μπάλα μου που είχε κυλήσει κάτω από το κρεβάτι.
-Καλά τώρα σε πίστεψα!… είπε το αστέρι και ένα περιπαιχτικό γελάκι ακούστηκε.
Ο Κωστάκης δεν ανεχόταν τέτοιου είδους προσβολές από ένα αστέρι που μιλούσε.
-Ακούς εκεί! είπε. Τρελαθήκαμε τώρα; Ένα αστέρι που μιλά βρίσκεται φαρδύ πλατύ στο κρεβάτι μου και επιπλέον με προσβάλει κιόλας. Άντε σε παρακαλώ πήγαινε στη μαμά σου και άφησε με ήσυχο.
-Ε, όχι! Εδώ και πολλές νύχτες μας έχεις τρελάνει εκεί πάνω με τις φωνές σου. Θέλεις να κάνεις ευχή αλλά είσαι και αγενής. Λοιπόν ήρθα και ακούω αυτή την περιβόητη ευχή σου. Μάλλον θα σου πω κάτι άλλο. Επειδή εκεί πάνω βαρεθήκανε να ακούνε τις επίμονες σκέψεις σου που ακούγονται σαν αγριοφωνάρες, αποφάσισαν όλοι να σου εκπληρώσω τρεις ευχές, μπας και μας αφήσεις ήσυχους. Λοιπόν ακούω και κάνε γρήγορα!
-Δεν μου φαίνεται να με συμπαθάς και ιδιαίτερα! είπε ο Κωστάκης, γι’ αυτό και εγώ θα κάνω δύσκολες ευχές για να δούμε τι θα κάνεις.
-Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια! είπε το αστέρι εκνευρισμένο. Πες μου τις ευχές να τελειώνομε.
Ο Κωστάκης σκέφτηκε λίγη ώρα και κατέληξε στην πρώτη του ευχή.
-Λοιπόν! Για να δούμε! είπε. Δεν μου αρέσει το σχολείο άρα για να το αποφύγω πρέπει να μεγαλώσω. Άρα κύριε αστέρι κάνε με μεγάλο! είπε ο Κωστάκης φανερά ευτυχισμένος με αυτό που ζητούσε.
-Χα! είπε το αστέρι. Από όλα τα πράγματα που μπορούσες να ζητήσεις αυτό βρήκες; Πλάκα θα έχει! Λοιπόν, κλείσε τα μάτια και μέτρησε μέχρι το τρία και η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί.
Ο Κωστάκης χωρίς δεύτερη σκέψη έκλεισε τα μάτια και άρχισε να μετράει……ένα…..δύο….τρία……
Όταν τα ξανάνοιξε βρισκόταν σε ένα άλλο δωμάτιο.
-Που είμαι; ρώτησε παραξενεμένος το αστέρι
-Είσαι στο διαμέρισμα σου Κωστάκη. Είσαι μεγάλος πια! Και έχεις το δικό σου σπίτι… του είπε το αστέρι.
Ο Κωστάκης χάρηκε ακόμα περισσότερο.
-Ναιαιαι! Αυτό δεν το είχα σκεφτεί… είπε. Ωραία!
-Ναι…ναι…είπε το αστέρι χαμογελώντας πονηρά.
-Λοιπόν τι θα φάμε; Πεινάω!…είπε ο Κωστάκης
-Α δεν ξέρω!….Εσύ είσαι ο μεγάλος τώρα!…του απάντησε το αστέρι.
-Μα δεν έχω χρήματα να αγοράσω πράγματα! Αυτά τα έκανε η μαμά μου! είπε ο Κωστάκης.
-Ε τότε να βρεις δουλειά για να κερδίσεις χρήματα και να μπορείς να αγοράζεις ότι θέλεις! Έτσι κάνουν οι μεγάλοι… του είπε το αστέρι χαμογελώντας.
-Πολύ καλά! είπε ο Κωστάκης θέλοντας να φανεί δυνατός ……αυτό θα κάνω!
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγαινε από γραφείο σε γραφείο προσπαθώντας να βρει δουλειά. Τίποτα όμως….
Το βράδυ γύρισε σπίτι κατάκοπος και κατσουφιασμένος.
-Τι έγινε; Βρήκες δουλειά; τον ρώτησε το αστέρι.
-Όχι! Όλοι μου ζητούσαν το απολυτήριο του σχολείου και μόλις τους έλεγα ότι δεν είχα μου έλεγαν ότι δεν υπήρχε δουλειά για μένα.
-Για δες! είπε το αστέρι χαμογελώντας και πάλι πονηρά.
-Το χειρότερο είναι ότι πεινάω και θα ήθελα να παίξω και λίγο με τα παιγνίδια μου.
-Μα Κωστάκη τώρα πια είσαι μεγάλος! Αν πεινάς, εσύ φταις που δεν βρήκες δουλειά γιατί δεν ήθελες να πας σχολείο. Όσο για τα παιγνίδια αυτά να τα ξεχάσεις!
Ο Κωστάκης δεν ήθελε να φανεί αδύναμος μπροστά στο αστέρι . Ένιωθε κατάκοπος, γι’ αυτό πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε.
Οι μέρες περνούσαν και ο Κωστάκης το μόνο που κατάφερε ήταν να βρει δουλειά σε μια υπεραγορά όπου ξεφόρτωνε τα εμπορεύματα από τα φορτηγά. Τα λιγοστά χρήματα που κέρδιζε μόλις που τον έφταναν για να αγοράζει λίγο φαγητό. Και επιπλέον όταν το βράδυ έφτανε στο σπίτι του, όλο του το κορμί πονούσε από την κοπιαστική δουλειά που έκανε. Έτσι πήγαινε κατευθείαν για ύπνο.
Σκεφτόταν ότι είχε κάνει λάθος να ζητήσει από το αστέρι να τον κάνει μεγάλο αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Επίσης υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερε καν πως να τα αντιμετωπίσει…όπως για παράδειγμα, είχε παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό όλο και έβρισκε επιστολές κάτω από την πόρτα του αλλά δεν καταλάβαινε και πολύ τι έγραφαν έτσι τις αγνοούσε.
Μια νύχτα λοιπόν, καθώς γύριζε από την δουλειά βρήκε να τον περιμένουν στην είσοδο του διαμερίσματος του δυο αστυνομικοί.
-Τι συμβαίνει; ρώτησε φοβισμένος.
-Κύριε Κωστάκη, του είπε ο αστυνομικός, έχετε πολύ καιρό να πληρώσετε τους λογαριασμούς, το ενοίκιο και τα κοινόχρηστα σας και γι’ αυτό πρέπει να έρθετε μαζί μας.
-Μα τι είναι όλα αυτά; Γιατί πρέπει να πληρώσω; Πόσα πρέπει να πληρώσω; ρώτησε πανικόβλητος ο Κωστάκης.
Οι αστυνομικοί τον κοίταξαν παράξενα και του είπαν το ποσό που χρωστούσε.
-Θα έχετε λάβει αρκετές επιστολές για όλους αυτούς τους λογαριασμούς, του είπε ο αστυνομικός.
Τότε ο Κωστάκης θυμήθηκε τις επιστολές…
-Μα δεν έχω τόσα χρήματα!…τους είπε απελπισμένος.
-Ε τότε πρέπει να μας ακολουθήσετε στο τμήμα, του είπαν.
Τι να κάνει ο καημένος ο Κωστάκης; Τους ακολούθησε κατατρομαγμένος στο τμήμα….και κατέληξε στο κελί.
Είχε μαζευτεί σε μια γωνιά κλαίγοντας και ζητώντας την μαμά του.
Ξαφνικά…….τσαφ!………περνάει μέσα από τα σίδερα του κελιού το αστέρι.
-Μπα , μπα! Ωραία τα κατάφερες βλέπω!…του είπε γελώντας.
Ο Κωστάκης θύμωσε.
-Εσύ φταις!…του είπε. Γιατί δεν μου είπες πόσο δύσκολη δουλειά είναι να είσαι μεγάλος; Γιατί δεν μου είπες ότι έπρεπε να πάω σχολείο και δεν γινόταν να με κάνεις μεγάλο;
-Α σε παρακαλώ! τον μάλωσε το αστέρι. Αυτά σου τα έλεγαν οι γονείς σου και δεν τους άκουγες και όχι μόνο αυτό……κάθε μέρα γινόσουν και χειρότερος. Σου χρειαζόταν ένα μάθημα. Και έτσι για να τελειώνομε σου υπενθυμίζω ότι έχεις άλλες δυο ευχές τις οποίες θα σου εκπληρώσω.
-Ναι το ‘χα ξεχάσει αυτό!…είπε ο Κωστάκης χαρούμενος. Λοιπόν, θέλω να με βγάλεις από τη φυλακή και να με πας στη μαμά μου και θέλω να με κάνεις και πάλι παιδί.
-Έγινε! είπε το αστέρι χαμογελώντας και ο Κωστάκης βρέθηκε και πάλι στο δωμάτιο του.
Είχε τρελαθεί από την χαρά του. Αγκάλιαζε τα παιγνίδια του, έκανε τούμπες πάνω στο κρεβάτι του και στο τέλος πήγε στο γραφείο του και χάιδευε τη σχολική του τσάντα και τα βιβλία του.
-Σ’ ευχαριστώ για το μάθημα που μου έδωσες καλό μου αστέρι…είπε ο Κωστάκης κοιτάζοντας ήρεμα πια, το μικρό αστεράκι που τον παρακολουθούσε σιωπηλό.
-Τώρα κατάλαβες ότι αυτό που έκανα ήταν μόνο από αγάπη Κωστάκη… Να! πάρε αυτό το φυλακτό για να με θυμάσαι…του είπε το αστέρι και του έδωσε ένα κομμάτι από τις ασημένιες του αχτίδες.
Ο Κωστάκης το πήρε και το έβαλε στον κόρφο του.
-Γεια σου Κωστάκη. Θα σε παρακολουθώ από ψηλά!… του είπε και ανέβηκε με δύναμη προς τον ουρανό όπου και πήρε τη θέση του στο σκοτεινό του πέπλο.
Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε απαλά.
-Κωστάκη είσαι ξύπνιος ακόμα; τον ρώτησε γλυκά η μαμά του.
Ο Κωστάκης έτρεξε με δύναμη και ρίχτηκε στην αγκαλιά της.
-Μανούλα μου καλή πόσο σε έχω πεθυμήσει, της είπε. Συγχώρεσε με που ήμουν τόσο ζωηρό και ανυπάκουο παιδί. Από σήμερα θα αλλάξουν όλα!
Η μαμά του τον αγκάλιασε παραξενεμένη από όσα άκουγε.
-Μη φοβάσαι παιδάκι μου, η μαμά είναι εδώ, πάντα κοντά σου… Έλα ξάπλωσε να ξεκουραστείς, είναι αργά, του είπε και τον βοήθησε να βάλει τις πυτζάμες του.
Του χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά και τον φίλησε γλυκά.
-Καληνύχτα αγόρι μου… είπε και έκλεισε την πόρτα απαλά πίσω της.
Ο Κωστάκης κοίταζε από το κρεβάτι του τον αστροφώτιστο ουρανό. Ένα αστέρι έλαμπε περισσότερο από τα άλλα ……..τον καληνύχτιζε!
Έκλεισε τα μάτια κρατώντας το φυλακτό του.
Από κείνη τη μέρα ο Κωστάκης έγινε ο καλύτερος και ο πιο επιμελής μαθητής στο σχολείο.
Όσο για τους γονείς του που έβλεπαν πως ο γιος τους είχε ωριμάσει……τον καμάρωναν και ήταν πολύ περήφανοι γι’ αυτόν.
 Αμαλία Πικρίδου Λούκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου