Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ - ΜΟΥΛΙΟΥ, "ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ".





«ΤΑ  ΔΕΛΦΙΝΙΑ»
(διήγημα)

Το  Καλοκαίρι προς το τέλος του.
Όλα προς το τέλος τους βάδιζαν. Η κοινή ζωή τους, η αγάπη τους , τα όνειρά της, ο  ίδιος ο γάμος τους.
Δεν της είχε πει τίποτα, μα εκείνη ήταν σίγουρη . Θα της ζητούσε διαζύγιο και ήταν να απορήσει πώς και δεν το είχε κάνει ακόμα. Σαν τι περίμενε; Εδώ και κάτι μήνες , ζούσαν σαν ξένοι που τυχαία βρέθηκαν να συγκατοικούν, χωρίς βέβαια να προσβλέπουν σε περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων που απολαμβάνουν δυο ξένοι στην αρχή μιας πολλά υποσχόμενης γνωριμίας. Εκείνος κυρίως , ψυχρός και απόμακρος μα όπως πάντοτε ευγενικός. Η Μαρία, ήξερε να τον διαβάζει. Και ήταν ηλίου φαεινότερο ότι στη ζωή του έπαιζε κάτι  καινούριο, που του απάλυνε τις νευρικές εξάρσεις που τον έπιαναν με την παραμικρή αφορμή.
Ευτυχώς δεν είχαν παιδιά, και ήταν αρκετά νέοι. Μπορούσαν να κάνουν απογόνους  με καινούριους συντρόφους, με σχέσεις νορμάλ, γιατί όχι. Εκείνος στα σαράντα του κι’ εκείνη γύρω στα 38 της.
 Δώδεκα χρόνια παντρεμένοι και έδειχναν σαν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Είχαν όλα τα εχέγγυα για ένα πετυχημένο γάμο. Άνετοι οικονομικά και οι δύο, δουλειά σταθερή, εκείνος σε μεγάλη εταιρεία Πετρελαιοειδών και εκείνη παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα Ιταλικών και Ισπανικών αναμένοντας και τον διορισμό της στο Δημόσιο Σχολείο. Η μόνη στενοχώρια εκείνης κυρίως ήταν, ότι οι ώρες εργασίας του άντρα της ήταν πολλές με αποτέλεσμα να βλέπονται στην ουσία σπάνια και μόνο τα Σάββατο- Κύριακα , και πάλι  αν  σ΄ αυτά δεν τύχαινε να έχει σημαντικά meetings. Έ, δεν κρατιέται έτσι μία σχέση. Στα παράπονά της απαντούσε εκείνος , ότι έδινε  τεράστια σημασία στην καριέρα του  και τίποτα δεν θα επέτρεπε , μηδέ του γάμου του εξαιρουμένου να την τροχοπεδήσει.
Και τα χρόνια περνούσαν, παιδιά δεν είχαν καιρό να κάνουν, μα ούτε και εκείνος ήρθε πιο κοντά της. Το  αντίθετο θα λέγαμε. Μέχρι που έφθασαν στο σημείο που λέγαμε, στην αναμονή εκ μέρους της, της αίτησης διαζυγίου.
Και  θύμωσε . Η οργή της έγινε θυμός . Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γίνεται έτσι σκληρός και απόμακρος; Τι ήταν ο γάμος τους ; Μια δωδεκάχρονη παρτίδα τάβλι που ξαφνικά ο ένας γουστάρει να κλείσει τις  πόρτες πίσω του υπολογίζοντας μόνον το ΕΓΏ του και όχι το ΕΜΕΊΣ; Ε, λοιπόν όχι κύριε, εγώ διαζύγιο δεν πρόκειται να του δώσω, σκέφτηκε η Μαρία. Δεν θα του κάνω τη ζωή του εύκολη να τη ζει κατά πώς επιθυμεί, μη δίνοντας καμία σημασία στα αισθήματα το άλλου. Και ο θυμός της Μαρίας όλο και μεγάλωνε, στη σκέψη της γυναίκας που τον έκανε – και ήταν σίγουρη γι’ αυτό – να πάρει την απόφαση για την οριστική ρήξη. Το ένστικτό της της έλεγε ότι επρόκειτο για μια φίλη της, μια ζωντοχήρα, μητέρα ενός μαθητή της που εκείνος την γνώρισε όταν ερχόταν σπίτι τους τα Σάββατα συνοδεύοντας τον γιο της για τα Ιταλικά του. Και μόνο για την κοροϊδία που παιζόταν πίσω από την πλάτη της δεν θα το έπαιζε και καλά ’’ανώτερη’’ έλεγε στον εαυτό της η Μαρία.
Έφυγαν για διακοπές. Μια συνήθεια κι αυτές.


Η Μαρία ακουμπούσε στην κουπαστή του πλοίου στο κατάστρωμα, με τις μαύρες σκέψεις της να διαδέχονται η μία την άλλη και ήταν τόσο απορροφημένη μ’ αυτές που δεν τον κατάλαβε έτσι που την πλησίασε αθόρυβα.           
«Μαρία, συγγνώμη που διακόπτω τους ρεμβασμούς σου , αλλά ξέρεις θα πρέπει να μιλήσουμε». Της είπε.
‘’Να ΄ την  η Μεγάλη Στιγμή, ήρθε’’, σκέφτηκε εκείνη. Και μην αφήνοντάς τον να συνεχίσει, ή μάλλον ούτε καν ν’ αρχίσει, του απαντάει:
«Λυπάμαι Αντώνη . Λυπάμαι πολύ αλλά όχι . Δεν σου το δίνω.»
«Δεν μου δίνεις το ποιο;» την ρωτάει έκπληκτος.
«Μα το διαζύγιο. Τι άλλο είναι αυτό που διακαώς επιθυμείς να σου δώσω; Νόμιζες ότι θα ήταν δύσκολο για ένα μυαλό σαν το δικό μου που το τάιζες τόσο καιρό με κουτόχορτο, να καταλάβω τι θέλεις;
 Η περιέργειά μου όμως βρε Αντώνη είναι μεγάλη και θα σκάσω αν την απορία μου δεν τη λύσεις. Χρόνο , καιρό , ώρες βρίσκεις τώρα για την ερωμένη σου; Η καριέρα σου, η δουλειά σου κάνουν αυτήν την έκπτωση για χάρη της; Λοιπόν για να τελειώνουμε . Αντώνη μπορούμε κάλλιστα να είμαστε σε διάσταση , μα διαζύγιο και μάλιστα συναινετικό όπως φαντάζομαι θα θέλεις, δεν σου δίνω. Βλέπεις εγώ δεν βιάζομαι να ξαναπαντρευτώ. Έζησα τόσο όμορφα από τούτον το γάμο για να θέλω και δεύτερο γρήγορα!!!… Η απόφασή μου τελεσίδικη και μην ελπίζεις σε καμία αλλαγή των προθέσεών μου», του είπε γυρίζοντάς του την πλάτη της.
Εκείνος , της έπιασε το μπράτσο σφικτά τόσο που την πόνεσε , λέγοντάς της:
«Θα μου το δώσεις Μαρία εκόντα άκοντα. Βάλε το καλά στο μυαλό σου. Ξέρεις ότι ό, τι θέλω το παίρνω . Σε λίγο φτάνουμε στο νησί, μέχρι τότε, πρέπει να έχεις πάρει την απόφαση , για το καλό που σου θέλω.»     
«Με απειλείς Αντωνάκη ; Μόνον αυτό δεν είχες κάνει μέχρι τώρα, το έκανες και αυτό , ε, τα είδα πια όλα. Όχι φίλε μου δεν θα σου το δώσω ή μάλλον θα σου το δώσω όποτε ΕΓΏ Το αποφασίσω. Το πιθανότερο πάντως είναι όπως το βλέπω , ότι θα περιμένεις να περάσουν τα χρόνια που προβλέπει ο νόμος και αν μέχρι τότε σε θέλει ακόμη η κυρά, με την ευχή μου . Και αυτή είναι η τελευταία μου κουβέντα.»  Και αφήνοντας την κουπαστή απομακρύνθηκε κατευθυνόμενη προς το σαλόνι.
Μέσα της γινόταν χαμός, τρικυμία δέκα μποφόρ και πάνω,  αλλά αυτό εκείνη δεν θα το άφηνε να φανεί. Ο κόσμος γύρω της δεν θα μάθαινε τον χαλασμό μέσα της που γέμιζε με ερείπια τα ζωή της. Η Μαρία ήταν ένα υπερήφανο πλάσμα και απευχόταν να δει τον οίκτο στα μάτια φίλων, γνωστών, και αγνώστων. Δεν το άντεχε.
Ήπιε ένα δυνατό καφέ σκέτο, που ήταν λιγότερο πικρός από την πίκρα της και όπως έπιασε να σκοτεινιάζει ξαναβγήκε στην κουπαστή. Στο πλοίο μέσα πνιγόταν, νόμιζε ότι δεν υπήρχε αρκετός αέρας, και οι φωνές χαρούμενων ανθρώπων την γέμιζαν θλίψη. Από μακριά αχνοφαίνονταν το νησί . Κοντά της κανείς . Μόνο κάτι δελφίνια που τα έβλεπε να συναγωνίζονται σε ταχύτητα στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν το πλοίο. Όπως υπολόγιζε , σε μισή ώρα θα είχαν φτάσει.
ΤΙ το’ θελε να το κάνει αυτό το ταξίδι ;Μη και δεν ήξερε τι θα συμβεί; Γιατί το αποφάσισε; Άντε αύριο το πολύ, μπρος πίσω. Δεν θα καθόταν, εξυπακούεται, μήτε στιγμή πια μαζί μ΄ αυτόν τον αριβίστα, τον αναίσθητο άντρα, που είχε την ατυχία να συναντήσει στη ζωή της.
Όχι , Δεν είχε αυτολύπηση, μόνον ένας θυμός την διακατείχε, τόσο με εκείνον όσο και με τον εαυτό της που δεν είχε την οξύνοια να μετρήσει σωστά το βάθος και την ποιότητα των αισθημάτων του . ΓΙ’ αυτό και έπεσε σε ξέρα η βάρκα των ονείρων της με τόση ευκολία . Δεν όφειλε να είναι πιο διορατική λιγότερο εύπιστη κι’ αθώα; Μα δεν ήταν. Και τώρα ας δρέψει τους καρπούς του εφησυχασμού της.
Ξάφνου, ένα χέρι σκληρό , την αρπάζει από το μπράτσο,  ένα άλλο από τη μέση, και έτσι μικροκαμωμένη όπως ήταν χωρίς καν να το καταλάβει βρίσκεται στον αέρα να κάνει αθέλητο μακροβούτι παρέα στα δελφίνια που ακόμη συνόδευαν το καράβι.
«Τα χαιρετίσματά μου στη γοργόνα , την αδερφή το Μέγα Αλέξανδρου» της φωνάζει και τον ακούει να γελάει πριν βυθιστεί στα μαυρογάλανα νερά  του πελάγους.
Είχε πια σκοτεινιάσει και η σκηνή έγινε τόσο γρήγορα και τόσο επιδέξια μα και τόσο απρόσμενα που δεν την πήρε είδηση κανείς . Μα κανείς όμως.
Πέρασε η ώρα και  λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό τους, ο δολοφόνος Αντώνης ζητάει να μιλήσει στον Καπετάνιο, φανερά αναστατωμένος :
«Πλοίαρχε σε λίγο φτάνουμε και η γυναίκα μου δεν βρίσκεται πουθενά. Βγάλε σε παρακαλώ μιαν ανακοίνωση αν βρίσκεται κάπου που δεν έχω ήδη ψάξει να φανερωθεί, γιατί να ξέρεις άρχισα πια να ανησυχώ.
Τον τελευταίο καιρό δεν ήταν και τόσο καλά . Είχε κάτι αυτοκτονικές τάσεις ένα είδος κατάθλιψης , ο γιατρός είπε ότι ήταν ορμονικό, οπόταν όπως καταλαβαίνεις η αγωνία μου μήπως και της συνέβη κάτι , μεγάλη. Τόσην ώρα δεν υπήρχε λόγος να την αναζητήσω παρά μόνο τώρα που φθάνουμε , οπόταν δεν γνωρίζω και πόση ώρα λείπει».    
«Μην ανησυχείτε αγαπητέ κύριε , η μαντάμ προφανώς βλέποντας ότι φτάνουμε, απομονώθηκε για να τελειώσει με τις τελευταίες πινελιές της περιποίησης του εαυτού της, κατ’ απαίτηση της γυναικείας της κοκεταρίας. Συμβαίνει τόσο, μα τόσο συχνά, μια τέτοια ιστορία ξέρετε. Να δείτε που σε λίγο θα κάνει την εμφάνισή της. Μην ανησυχείτε.»
Έλα όμως, που ο Αντώνης ανησυχούσε μεν αλλά για άλλο λόγο. Για το αν δηλαδή η Μαρία ήταν στην κοιλιά κανενός ψαριού ή δεν ήταν ακόμη πολύ πεθαμένη!!!...
Ο Πλοίαρχος αναγκάστηκε να επαναλάβει τις εκκλήσεις πολλές φορές αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα, προβληματισμένος, χωρίς να το δείχνει. Τι άλλο να έκανε;  Μα όχι . Έκανε κάτι. Πριν φθάσουν και χωρίς να ενημερώσει τον ‘’ανάστατο’’ επιβάτη του, ειδοποίησε το Λιμεναρχείο για την  καταγγελία. ‘’Βρε μπελάδες που θα τους έχουμε Δευτεριάτικα μονολόγησε.’’
Η Μαρία κολυμπούσε πιασμένη άκουσον άκουσον , από το πτερύγιο ενός δελφινιού ενώ δεξιά και αριστερά της σαν body guards την προστάτευαν σχεδόν κολλητά της δύο άλλα δελφίνια. Το κεφάλι της ήταν άδειο. Τι έγινε ; πώς βρέθηκε στην σκοτεινιασμένη θάλασσα μόνη και κατάμονη κολυμπώντας, χωρίς μάλιστα να φοράει το μαγιό της και απ ‘ό, τι καταλάβαινε δια της αφής,  με τα ρούχα της. Και παρέα της τα νοήμονα κήτη που απ’ ό, τι ήξερε και τώρα διαπίστωνε,  ήταν φιλικά με τον άνθρωπο.
’’Θεέ μου , δεν πρόκειται να ζήσω, πόσο μπορώ ακόμα να αντέξω καταμεσής του πελάγους; Αν με εγκαταλείψουν  τόσο οι δυνάμεις μου όσο και τούτα εδώ τα δελφίνια – δελφίνια πρέπει να είναι – είμαι χαμένη. Μόνο κάνε το τέλος να έρθει γρήγορα,’’ προσευχήθηκε.
Ξαφνικά, καταλαβαίνει ότι τα δελφίνια σαν να έκαναν μια στροφή . Πράγματι αυτή και η παρέα της  όλο και περισσότερο πλησίαζαν  σε κάποιο φως.’’Nα ‘ ναι το φως που  λένε ότι βλέπουν οι ετοιμοθάνατοι;’’ Αναρωτήθηκε. Και το πλησίαζαν κι’ άλλο , κι’άλλο…
 Και όταν πλησίασαν τόσο ώστε ακόμα μπορούσε και να το ακουμπήσει που λένε , την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της . Αλλά πριν αισθανθεί μια πλήρη ανυπαρξία καταλαβαίνει ότι κάποια δύναμη την ανασύρει από το κατάμαυρο νερό και την ακουμπάει σε μέρος στεγνό και σωτήριο. Από κει και ύστερα Χάος . Βυθίστηκε στο τίποτα , στο κενό, χάνοντας τις αισθήσεις της λιποθυμώντας.
Πόσες ώρες να έμεινε άραγε έτσι;
Όταν άρχισε να συνέρχεται βρέθηκε μέσα σε ένα καΐκι να φοράει μια μακριά αντρική τζιν πουκαμίσα και επίσης αντρικά τζιν παντελόνια τόσο φαρδιά που χωρούσαν και άλλη μια Μαρία  μέσα… Μα μοσχομύριζαν πάστρα και λεβάντα. Αυτός που της τα έδωσε , θα πρέπει να είναι πολύ νοικοκύρης, σκέφτηκε.  Ποιος ήταν αυτός ; Που να το ξέρει βέβαια . Εδώ δεν ήξερε ποια είναι αυτή η ίδια. Το  καταλάβαινε . Είχε τέλεια απώλεια μνήμης. Μόνο μια ακαθόριστη θλίψη αισθανόταν και ένα πλάκωμα στο στήθος, που δεν έλεγε να φύγει. Και πεινούσε και διψούσε και ήθελε να πεθάνει. Γιατί άραγε; Τι της είχε συμβεί; Πως βρέθηκε σ’ αυτό το καράβι; Και ο Καπετάνιος; Οι ναύτες; Πού να είναι ; Τι στην ευχή πλοίο φάντασμα ήταν τούτο;
Σε λίγο , κει πέρα κατά την ανατολή βλέπει τον ουρανό να ροδίζει και λίγο αργότερα να βγαίνει από τη θάλασσα θαρρείς, ένας τεράστιος ήλιος . Αμέσως, τα αχνά γαλάζια νερά  βάφτηκαν χρυσαφιά και σαν κάποιος να τους έριξε και μπογιά μπλε αυτά έγιναν χρυσογάλανα με πινελιές έντονα μπλε. Έμεινε να  κοιτάζει εκστατική, μια ομορφιά που απ’ ότι μπορούσε να αντλήσει από τη χαμένη της μνήμη, της ήταν άγνωστη.
Σηκώνεται από το απάγκιο μέρος που ήταν ξαπλωμένη . Θα πρέπει φαίνεται να είχε χορτάσει ύπνο γιατί αισθανόταν όλο ενεργητικότητα. Δεν κάλεσε κανέναν . Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει ότι κάποιοι την φιλοξενούσαν και το πότε θα έκαναν την εμφάνισή τους ήταν καθαρά δικό τους θέμα.
 Να είχε λέει έναν καφέ!... Μα τον καφέ, τον θυμόταν; Ε, ναι . Το ποια ήταν δεν θυμόταν και το πώς βρέθηκε εδώ πάνω ,  όχι τον καφέ!
Δειλά δειλά περπάτησε και έφτασε στην κουζίνα του πλοιαρίου. Ο χώρος της φάνηκε οικείος , με τα πιατικά του τα κατσαρολικά του . Στο ντουλάπι βρήκε καφέ και ζάχαρη. Το πετρογκάζ και ο αναπτήρας εκεί. Ετοίμασε τον  καφέ της και καλού κακού ετοίμασε και δυο τρία φλιτζάνια ακόμα . στην περίπτωση που αποφάσιζαν οι καπεταναίοι να εμφανιστούν . Ήταν βλέπεις πολύ πρωί ακόμη σύμφωνα με το αδιάβροχο ρολόι της . Επτά η ώρα. ‘’Φαίνεται θα κοιμήθηκαν αργά το βράδυ, γι’ αυτό δεν έχουν ξυπνημό. Ας μην κάνω θόρυβο κι’ εγώ λοιπόν’’ σιγομουρμούρισε. Στη ψωμιέρα βρήκε ψωμάκι . Στο ψυγείο φέτα και ελιές . Τα έβαλε σε έναν δίσκο κα βγήκε στο κατάστρωμα να φάει απολαμβάνοντας και το ξύπνημα μιας εξαίσιας  ημέρας. Αισθανόταν πολύ καλύτερα. Μόνο έναν ακαθόριστο φόβο που δεν ήξερε από πού πήγαζε.
‘’Ας φάω πρώτα και μετά ψάχνω για το πώς και το γιατί’’ είπε φωναχτά.
«Έτσι θα σε συμβούλευα  κι’ εγώ». Ακούει μια φωνή σαν απάντηση στο δικό της μονόλογο.
Γυρίζει και βλέπει ένα λεβεντόπαιδο που φορούσε ένα ψαράδικο παντελόνι ξυπόλυτος και χωρίς πουκάμισο.
«Συγγνώμη κυρία μου για την ελλιπή μου ένδυση αλλά δεν περίμενα τη επίσκεψή σου , και άλλα ρούχα δεν είχα όταν σου δάνειζα τα δικά μου. Συγγνώμη και πάλι. Θα σε παρακαλούσα να κάνεις τον κόπο να βάλεις τα δικά σου  είναι πλυμένα και στεγνά ήδη, για να βάλω και εγώ τα δικά μου. Για να μη σε ντρέπομαι», της είπε γελώντας με ένα γέλιο τρανταχτό που παρέσυρε και αυτήν στο να βάλει τα γέλια. «Αφού φας βέβαια πρώτα. Περίσσεψε καθόλου καφές; Αρκετός; Σ’ ευχαριστούμε πολύ.
 Δεν σου συστήθηκα: Παύλος Γερονικολός».
«Μμ Μμ, Μμ, φοβάμαι ότι  εγώ Παύλο, δεν ξέρω να σου πω ποια είμαι, σου δίνω το λόγο μου ότι λέω την αλήθεια . Ούτε ποια είμαι θυμάμαι, ούτε πώς βρέθηκα εδώ σε τούτο το καράβι»
«Ε, όχι και καράβι κυρία μου. Να σου συστήσω και το καΐκι μου ΜΑΡΊΑ το λένε.»
«Πώς είπες ; Μαρία; Πολύ οικείο μου ακούγεται αυτό το όνομα. Μπορείς να με αποκαλείς έτσι ,  γιατί κάπως πρέπει να με λες βέβαια . Αυτό το κυρία και κυρία, μου θυμίζει σχολείο!»
«Μα φυσικά , είτε Μαρία θα σε λέω, είτε γοργόνα, είτε και τα δύο μαζί. Γοργόνα Μαρία . Τι λες;»
«Συμφωνώ , και χαρήκαμε  πολύ η Γοργόνα κι’ εγώ, για τη γνωριμία.» είπε η κοπέλα και άρχισε να τρώει λαίμαργα  το ψωμοτύρι της .
«Φτωχικό το πρωινό σου. Επίτρεψέ μου να ετοιμάσω κάτι πιο δυναμωτικό . Πίστεψέ  με το έχουμε όλοι πολλή ανάγκη.» Είπε ο Παύλος και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό που υποσχέθηκε.


*


Αφού έφαγαν με όρεξη ό,τι θα έτρωγαν σε ένα πλήρες μεσημεριανό γεύμα και αφού αισθάνθηκαν  - επιτρέψτε μου- καρδαμωμένοι(!), ξεκίνησαν μια πολύ εποικοδομητική κουβέντα. Ήταν απολύτως λογικό και αναγκαίο.  
Η Γοργόνα Μαρία – κατά το ήμισυ απόλυτα σωστό όπως γνωρίζουμε-  του ζήτησε παρακλητικά να της πει ό, τι γνωρίζει για το άτομό της.
«Λυπάμαι καλή μου Γοργόνα μα δεν ξέρω τίποτα για σένα .Τίποτα περισσότερο απ’ ό, τι ξέρεις εσύ. Μόνο ότι άκουσα να καλείς σε βοήθεια ενώ κολυμπούσες παρέα με δυο τρεις ‘’φίλους’’.»
«Μα τι μου λες Παύλο; Αυτό είναι φανταστικό. Και πού μπορώ να βρω αυτούς τους φίλους μου που λες;»
«Φαντάζομαι κάπου στο πέλαγος, ακριβώς ΠΟΥ, δεν μπορώ να ξέρω. Ήταν Μαρία τρία τέσσερα δελφίνια και σίγουρα τους οφείλεις τη ζωή σου . Αυτά σε έφεραν μέχρι το καΐκι μου, οδηγημένα από το πυροφάνι μου . Ψάρευα με τον Δημητρό και το Γιαννιό. Όπου να’ ναι θα ξυπνήσουν.»
Η Μαρία έμεινε με το στόμα ανοικτό.
«Παύλο , τι λες; Ήμουνα συντροφιά με δελφίνια νυχτιάτικα; Και πώς μου ήρθε να κολυμπήσω με τα ρούχα όπως μου είπες ;»
«Γοργόνα μου , λυπάμαι , μα δεν το ξέρω αυτό. Μη σκας όμως . Είμαι σίγουρος ότι γρήγορα θα βρεις τη μνήμη σου και θα έχεις όλες τις απαντήσεις που θες. Έχεις, κατά τη γνώμη μου, υποστεί κάποιο  shock .Απόλαυσε τώρα τη χώνευση του φαγητού σου και μετά τραβάμε για το νησί .Οι ψαράδες περιμένουν το εμπόρευμα, που έλα να δεις πόσο πλούσιο ήταν απόψε. Μου έφερες γούρι Γοργόνα Μαρία. Δεν θυμάμαι άλλη φορά μια τόσο πλούσια ψαριά.»
Η Μαρία έβλεπε και θαύμαζε αυτό το παλικάρι που ήταν τόσο όμορφο και αντρίκιο. Πόσων χρόνων να ήταν άραγε;  28, 29; Να ήταν παντρεμένος να είχε παιδιά; Πόσο τυχερές είναι μερικές γυναίκες, είτε μανάδες είναι αυτές, είτε σύζυγοι!!!
Εγώ άραγε έχω οικογένεια ; Και αν έχω, δεν θα πρέπει τώρα να με ψάχνουν; Δεν θα τους έχει τρελάνει η  απουσία μου; Εμένα, έστω και από ένστικτο,  γιατί δεν υπάρχει κάτι που να μου λείπει; Ποια είμαι Θεέ μου; 
 « Παύλο , δεν ξέρω ούτε πόσων χρόνων είμαι .  Πόσο λες να είμαι στ’ αλήθεια, ποια είναι η γνώμη σου;»
«Μαρία με εκπλήσσεις. Τι σημασία έχει η ηλικία; Εγώ πόσο λες ότι είμαι;  34ετών , παντρεμένος , χωρισμένος και χωρίς παιδιά, δυστυχώς. Εσύ, θα πρέπει να είσαι νεώτερη ασφαλώς, ή το πολύ πολύ συνομήλική μου. Έτσι τουλάχιστον δείχνεις.»
«Αχ Παύλο, αν κρίνω από το πώς αισθάνομαι ίσως να έχω τα διπλά  σου χρόνια.!»
Με τούτα και με τα’ άλλα η ώρα πέρασε και ο Δημητρός με το Γιαννιό έκαναν τις απαραίτητες μανούβρες για το ταξίδι τους προς το νησί. Θα έφθαναν εκεί σε ¾ της ώρας.
‘’Και εγώ , σαν τι θα κάνω μετά αυτά τα τρία τέταρτα; Πού θα πάω;’’ αναρωτή θηκε.
 «Παύλο , πρέπει να πάω στην αστυνομία. Ίσως οι δικοί μου εάν έχω , να έχουν δηλώσει την εξαφάνισή μου.»
 Και έκαναν ακριβώς αυτό.
Ο Αστυνόμος, ευγενέστατος μα επιφυλακτικός δεν ήταν δυνατόν να πιστέψει εύκολα την ιστορία με τα δελφίνια  τα πυροφάνια και τις αμνησίες αν και γνώριζε πολύ καλά το ποιος ήταν ο Παύλος. Αυτόν ναι, τον ήξερε, η κυρία σαν να μη του τα έλεγε και τόσο καλά.
 Ε, τι να σου κάνει κι’ αυτή Αστυνόμε ; Δεν το ξέρεις τι σενάρια κάθεται και γράφει η ζωή όταν  έχει τα κέφια της ; Και ας βουρλίζονται τα άτυχα τα ανθρωπάκια. Μιλάμε για μεγάλη παραμυθού φίλε μου !Αν άκουγε κανείς την ιστορία με τα δελφίνια σαν παραμύθι, θα έλεγε συγκαταβατικά έστω, ‘’τς τς τς τι λες βρε παιδί μου’’ αλλά θα ήξερε ότι έχει να κάνει με μύθο και όχι με διήγημα σαν τούτο εδώ!...
Με τα πολλά , της είπε ότι ναι κάποιος τουρίστας δήλωσε την εξαφάνιση της συζύγου  του  μέσα από ένα πλοίο  που τους έφερνε στο νησί.
«Και πού μπορώ να βρω αυτόν τον κύριο;» ρώτησε η Μαρία αναστατωμένη.
«Μην ανησυχείτε ο κύριος αυτός θα ειδοποιηθεί . Εσάς πού θα σας βρούμε;»
«Πού θα μας βρουν Παύλο;
 Να σου πω κάτι; αδύνατον να πιστέψω ότι έχω σύζυγο , και μακάρι να μην έχω Θεέ μου. Γιατί , για να μη μου λέει το μυαλό μου κάτι, το καταλαβαίνω . Αυτό είναι που πάσχει . Η καρδιά μου όμως ; Γιατί αυτή δεν μου λέει ΤΙΠΟΤΑ; Αν όντως έχω σύζυγο , θα πρέπει να ήταν ανύπαρκτος στη ζωή μου .»  
«Θα δούμε Γοργόνα μου , θα δούμε.»
 Άφησαν στον αστυνόμο κάποιο κινητό τηλέφωνο, και πήγαν να δουν τι έκαναν ο Δημητρός και ο Γιαννιός με τους ΨΑΡΆΔΕΣ.
Τους βρήκαν να γελούν και να αστειεύονται και βλέποντας τον Παύλο του είπαν : «Καλή σου μέρα και καλή μας μέρα αφεντικό. Τι ψαριά και η αποψινή σου !Τριπλό μεροκάματο! Πώς και τόσα ψάρια σου έκαναν το  χατίρι να θυσιαστούν για σένα; Μωρέ μπράβο σου. Να μας ζήσεις κι’ εσύ και τα παλικάρια σου από δω.»
«Ευχαριστώ παιδιά , ευχαριστώ. Μα λέτε λέτε και παραδάκι δεν βλέπω να πέφτει.»
Και αφού πρόθυμα έπεσε και ο παράς , ο Παύλος , πλήρωσε τους ναύτες του, πήρε τη Γοργόνα και ξεκίνησε για το σπίτι να γνωρίσει και τη μάνα του, υπό τα ενθουσιώδη και πονηρά βλέμματα των ψαράδων που μουρμούρισαν χωρίς εκείνος να τους ακούσει: «Μακάρι βρε, το παλικάρι τούτη τη φορά, να είναι πιο τυχερό. Το αξίζει . Μακάρι…»     
Η μάνα , με το που είδε θηλυκό να μπαίνει στο σπιτικό της, λαχτάρισε . Παναγιά μου να δει το παιδί της να ξαναστήνει πιο σωστό σπιτικό και άλλο τίποτα δεν ζητούσε από τη ζωή της. Τον λάτρευε βέβαια το γιο της  σαν όλες τις μανάδες, μα εκείνο που από αυτόν ήθελε ήταν, να ΜΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΥΤΉ το κέντρο της γης γι’ αυτόν… Η κυρά του , τα παιδιά του πρώτα και μετά αυτή. Αυτή είναι η σωστή σειρά, έτσι πίστευε.
Υπήρξε άτυχο στο γάμο του το παλικάρι και αυτός ήταν ο μεγάλος καημός της. Μα δεν ήταν ούτε ο πρώτος γάμος που απετύγχανε μήτε ο τελευταίος. Και με την πρώην νύφη της μια χαρά σχέσεις διατηρούσε . Απλά δεν ταίριαξαν,  τα παιδιά.  
Η κυρά Βασιλική είχε και μια κόρη παστρεμένη στην Θες/ νίκη και περίμενε οσονούπω να γίνει γιαγιά.   
Μη ξέροντας λοιπόν η κυρά Βασιλική τα της γνωριμίας του γιού της με την κοπελιά απλά ευχήθηκε να μην είναι κάποια φίλη του περαστική, να είναι το κορίτσι του, και να έβλεπε γρήγορα χαρές. Φυσικά ούτε του είπε τίποτα ούτε τον ρώτησε κάτι. Ήταν η κυρά Βασιλική η πιο διακριτική νησιώτισσα μάνα.
Δεν είχαν καλά καλά προλάβει να φάνε το νόστιμο γλυκό του κουταλιού που είχαν φτιάξει τα χρυσά της χεράκια και κτυπά το τηλέφωνο του Παύλου. Ήταν ο Αστυνόμος , να πάνε από το Τμήμα τους είπε για τη γνωστή τους υπόθεση.
Εκείνος ένευσε της Μαρίας και έφυγαν κατηφείς.
‘’Κάτι συμβαίνει. Παναγιά μου κάνε να είναι μόνο η ιδέα μου’’ προσευχήθηκε η κυρά Βασιλική.  ‘’Το παιδάκι μου δεν πήρε και λίγη στενοχώρια  με τη διάλυση του γάμου του’’, μουρμούρισε πλένοντας τα πιατάκια του γλυκού που τράταρε την ομορφούλα που μόλις είχε γνωρίσει.



*



«Ακούστε με», τους λέει ο Αστυνόμος. « Ο εν λόγω κύριος που ψάχνει  για τη σύζυγό του , είναι εν πλω για Πειραιά. Του τηλεφώνησα, του είπα έτσι κι’ έτσι  του περιέγραψα την κυρία από δω και εκείνος μου είπε ότι η γυναίκα που αυτός ψάχνει είναι ακριβώς το αντίθετο. Π.χ. εσείς κυρία μου είστε ξανθιά και ψηλή. Η σύζυγος του κυρίου Αντώνη  Χουρμούζιου – έτσι τον λένε-κοκκινομάλλα και κοντή. Εκείνη είναι παχουλή και σεις αδύνατη . Και πάνε λέγοντας οι αντιθέσεις.
Εν πάση περιπτώσει, μου είπε ότι μόλις του δοθεί χρόνος θα επιστρέψει στο νησί . Δεν ξέρεις καμιά φορά. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια και οι γυναίκες αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Και παρντόν κυρία μου για την σπόντα μου.» Είπαν ακόμη δυο τρία ανούσια πράγματα,  και έφυγαν από το Αστυνομικό Τμήμα.
Ο Παύλος προβληματίστηκε. Ο άνθρωπος έχασε τη γυναίκα του τόσο μυστηριωδώς, του λένε ότι μια γυναίκα ψάχνει και αυτή τους δικούς της και αντί να βάλει φτερά και να πετάξει γυρίζοντας, λέει ότι θα έρθει μόλις ευκαιρήσει ; Δεν έχει λογική το θέμα. Αδυνατεί να κατανοήσει το σκεπτικό ορισμένων ανθρώπων, είπε στη Μαρία. Την  οποία Μαρία έτσι καθώς έφευγαν από το Τμήμα , την έπιασαν έντονα ρίγη και έκανε να ρίξει στην πλάτη της τη ζακετούλα που κρατούσε. Κάνοντας την κίνηση αυτή , της φάνηκε ότι ακουμπούσε στην κουπαστή του καταστρώματος ενός πλοίου λίγο μετά τη δύση ενός ήλιου που εξαφανιζόταν γρήγορα, γρήγορα, βουτώντας στην άκρη πέρα, της θάλασσας. Στάθηκε απότομα χλομιάζοντας . Πιάνει τον Παύλο από το μπράτσο λέγοντας:
«Το πλοίο, το πλοίο. Ήμουνα, το θυμάμαι καλά, σε ένα πλοίο στο κατάστρωμα, και αγνάντευα το πέλαγος. Έπιασε ψυχρίτσα και έκανα να βάλω τη ζακέτα μου  που την έπαιρνε ο αέρας…  Ω Θεέ μου, Θεέ μου όχι. Εκείνος ο άντρας … Ο άντρας μου …».Και ξέσπασε σε αναφιλητά. «Παύλο , δυστυχώς τα θυμήθηκα όλα όλα.Ο σύζυγός μου θέλησε να με σκοτώσει . Με πέταξε στη θάλασσα όπου απελπισμένα έβλεπα το καράβι να ξεμακραίνει. Πιάστηκα από κάτι που δεν ήξερα τι ήταν, αλλά που βρέθηκε δίπλα μου . Γρήγορα κατάλαβα ότι κρατούσα την ουρά ή το πτερύγιο  ενός δελφινιού, ενώ δυο τρία δελφίνια ακόμη, ήταν και από τις δύο μου πλευρές, σχεδόν κολλητά μου, διευκολύνοντας το κολύμπι μου. Απέραντη θάλασσα  έβλεπα και  άλλο τίποτα.»
«Και γιατί Γοργόνα μου να θέλει να σε σκοτώσει ο άνθρωπος αυτός; Θυμάσαι μήπως;»
«Ναι , μου ζητούσε διαζύγιο και  εγώ ήμουνα απίστευτα αηδιασμένη και θυμωμένη και του το αρνιόμουν για να του δυσκολέψω τα σχέδια . Μα στον Αντώνη δεν χωρούσαν αρνήσεις. Πάντα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Καλά να πάθω. Ας ήμουνα πιο σωστή και να επεδίωκα ΚΥΡΙΩΣ ΕΓΩ, τη λύση ενός τέτοιου γάμου . Γιατί αρνιόμουν;»
«Ησύχασε Γοργόνα , ησύχασε. Θα βρούμε την άκρη Μαρία μου»
«Παύλο , Μαρία με λένε, απίστευτη σύμπτωση. Και να ήταν η μόνη;» Και συνέχισε: «Έτσι καθώς κολυμπούσα απελπισμένα παρακαλώντας τα Θεό να μου δώσει ένα γρήγορο τέλος , τα δελφίνια με οδήγησαν στο φως το δικό σου, αυτό το  φως που με έσωσε. Μα πες μου , γιατί εκείνο το τέρας έδωσε ψεύτικα χαρακτηριστικά μου;»
« Μα για να θολώσει τα νερά καλή μου. Πίσω στην αστυνομία Μαρία μου και γρήγορα , να τον προλάβουμε, πριν φτάσει το πλοίο του στο Πειραιά και ασφαλώς θ εξαφανιστεί. Θα κατάλαβε πως σώθηκες και κινδυνεύει η ελευθερία του και τα σχέδια που είχε καταστρώσει . Γρήγορα. Μη φοβάσαι Θα είμαι κοντά σου τόσο, όσο με θέλεις. Σύμφωνοι;»  
Μια απίστευτη γαλήνη διαδέχτηκε τη φουρτούνα της ψυχής της . Αυτό το παλικάρι που γνώρισε μόλις σήμερα, της ήταν πιο οικείο και αγαπητό από οποιονδήποτε συγγενή, φίλο, ή γνωστό, θυμόταν  στη ζωή της . Μα να τον γνώρισε σήμερα λες ή ήταν αυτός που περίμενε μια ζωή ;
Αλλά και ο Παύλος πάνω κάτω τα ίδια σκεπτόταν. Την ήθελε στη ζωή του αυτή τη λυγερή ξανθιά, που σίγουρα θα έδιωχνε τα μαύρα σκοτάδια μιας άνυδρης, ανούσιας και στείρας ζωής που ζούσε τόσο σαν παντρεμένος, όσο και χωρισμένος.
Ο Αστυνόμος , τους είδε να γυρίζουν , και έμεινε με το στόμα ανοικτό ακούγοντας τα ανήκουστα που έβγαιναν από το στόμα τους.
Έστειλε σήμα με την υπηρεσία του στους συναδέλφους του στον Πειραιά , και μόλις ο ‘’περίλυπος’’ ο  ‘’τεθλιμμένος’’ σύζυγος πάτησε το πόδι του στο λιμάνι ,αντί ταξί , τον παρέλαβε ένα περιπολικό παίρνοντας τις βαλίτσες του για να του βάλουν στα χέρια του δύο απαστράπτουσες χειροπέδες. Σ’ αυτά τα χέρια που έστειλαν μιαν ανθρώπινη ύπαρξη να γίνει βορά ψαριών. Έλα όμως, που δεν είχε υπολογίσει τα δελφίνια, τα νοήμονα όπως λένε κήτη, που ξέρουμε από ναυτικές διηγήσεις πόσους ναυαγούς έχουν σώσει.
Η Γοργόνα , η αδελφή του Μέγαλέξανδρου, σου ανταποδίδει τον χαιρετισμό σου την ώρα που φούνταρες τη Μαρία στα μαβιά νερά, παλιάνθρωπε……..


Κοντολογίς, μια ελαφρώς ασυνήθιστη δολοφονική ενέργεια, αλλά και μια ολωσδιόλου ασυνήθιστη σωτηρία  ναυαγού. Και ένας υπέροχος έρωτας για δύο καλούς ανθρώπους που γνωρίστηκαν στο μέσον του πουθενά υπό συνθήκες που και αν δεν είναι ασυνήθιστες . Μια όμορφη ιστορία αγάπης απ’ αυτές που ομορφαίνουν τη ζωή.
Τα παιδιά τους, δίδυμα τη πρώτη φορά, δίδυμα και την επόμενη, θα έχουν να διηγούνται σαν παραμύθι την ιστορία των γονιών τους.
 Και κατέληξαν να πουν μαζί με μας, ότι η Γοργόνα , η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου ζει και βασιλεύει μαζί με τον αδελφό της, εκείνη στο νερό και εκείνος στην Παγκόσμια Ιστορία….



ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου