Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ - ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΟΥ

ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ  

Το χείλι της τρέμει, τα μάτια της συγκρατούν ένα πόνο ανάμεικτο με οργή. Και τα χέρια της, μικροί επαναστάτες, πηγαινοέρχονται μπροστά στο ξέσπάσμά της, σαν κλάμα που γυρεύεινα΄βρει τη φωνή του. Στέκουν τριγύρω της οι γείτονες, προσπαθούν να μεταφράσουν τούτο το παραλήρημα που βγαίνει σαν ποτάμι ορμητικό, να παρασύρει τη σιωπή και ανοχή τους. Μέρα μεσημέρι έγινε η διάρρηξη, όταν εκείνη έλειπε στη δουλειά κι ο γιος της στη σχολή του. Ανυποψίαστοι μικροί θησαυροί στο υπνοδωμάτιό της , αφημένοι στο πέρασμα του χρόνου μέσα σε κάποιο συρτάρι, χωμένοι σε μια ανάμνηση. Ποτέ της δεν περίμενε οι διαρρήκτες να εποφθαλμιούν το απλό και λιτό σπιτικό της , τα ταπεινά λάφυρα μιας συνηθισμένης ζωής. Κι όμως μπούκαραν παραβιάζοντας το παράθυρο της κουζίνας , άδειασαν ντουλάπια και συρτάρια και στο τέλος έφυγαν με τους προσωπικούς της θησαυρούς: Δυο δαχτυλίδια, δώρο του συγχωρεμένου του άντρα της κι ένα χρυσό σταυρουδάκι απ΄τη βάφτιση του παιδιού της.Αυτά όλα κι όλα τα πλούτη της και η ψυχή της η ίδια. Γύρω της πεταμένα ρούχα, μπιμπελό, ενώμέσα της ένα κενό ταρακουνάει τον εφησυχασμόπου έχτισε καιρό τώρα στο μυαλό και στην ψευδαίσθησή της.
Εκείνη μιλά και οι γείτονες γύρω τηςανταλλάζουν βλέμματα αμηχανίας. Οι λέξεις τους μπερδεύονται και τελικά επιλέγουν την απόσυρση. Αύριο , μεθαύριο καραδοκεί ίσως η δική τους σειρά. Το μυαλό τους ταξιδεύει ήδησ΄αυτή την εκδοχή. Και σπεύδουν πρώτα να ασφαλίσουν τις πόρτες της καρδιάς τους, μην τις βρει ο λωποδύτης καιρός και τις ρημάξει.΄Υστερα ένας ένας ακουμπούν μιαν ανεπαίσθητη παρηγοριά στον ώμο της, κουνούν με κατανόηση το κεφάλι , σκύβουν στην έγνοια τους κι αποχωρούν με βήματα αργά σαν δισταγμός που ζητά να γίνει απόφαση. Μένει μονάχη, μαζί με τον αστυνομικό που παίρνει δακτυλικά αποτυπώματα και ψάχνει για τεκμήρια στον ανάστατο χώρο. Μα το μόνο τεκμήριο είναι η αναστάτωση που σηκώνει κύματα στα λόγια της και φουρτούνες στη ματιά της.  Πριν από λίγο κάποια άγνωστα χέρια μπήκαν βέβηλα στον προσωπικό της χώρο .Πάτησαν πάνω στις τρυφερές της ώρες, στα απαλά της όνειρα. Νιώθει πως σκίσανε τις ιδιαίτερες στιγμές της και τις πετάξανε ασύδοτα στον κάλαθο της άχρηστης συγκομιδής τους. Κάποιοι λέρωσαν με τη βάρβαρη εισβολή τους ό,τι πολυτιμότερο φύλαγε εδώ και χρόνια: Μικρές και μεγάλες μνήμες μιας χρυσής εποχής. Όταν η ευτυχία έμπαινε απ΄τις ορθάνοιχτες πόρτες των σπιτιών, κρατώντας μια ζεστή καλημέρα του γείτονα, του περαστικού, του φίλου. Τώρα μοιάζει με επαίτηπου κρυώνει στη γωνία, που θέλει να τρυπώσει μες στη θαλπωρή μα του κλείνει το δρόμο η κλειδαμπαρωμένη ανασφάλεια της ταραγμένης εποχής μας. Μόνο ο φόβος διαπερνά πια τα τείχη της απομόνωσης σαν φάντασμα που γυρεύει την πρωτινή ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου