«ΤΟ
ΑΠΩΘΗΜΕΝΟ».
(διήγημα)
Δύο ήταν τα
απωθημένα του Δαμιανού. Το ένα, που δεν έγινε ποτέ αστυνομικός και μάλιστα
ερευνητής και το άλλο που δεν έγινε διάσημος κιθαρίστας, κλασικής κιθάρας. Αυτό
μάλιστα το τελευταίο ήταν ένα τόσο μεγάλο απωθημένο, που το διαμέρισμά του
μέχρι και πρόσφατα που έγινε τριάντα τόσων χρόνων άντρας, αντί επίπλων ήταν
γεμάτο κιθάρες .Όλων των ειδών και άριστα κομμάτια σχεδόν όλες τους. Όλα του τα
χρήματα στην αγορά τους πήγαιναν και οι φίλοι του αναρωτιόντουσαν πότε θα
σταματούσε ΑΝ σταματούσε ποτέ να αγοράζει. Ποιος ξέρει τι ανάγκες της ψυχής του
κάλυπτε με το να τις χαϊδεύει μόνο, άντε και να κουτσοπαίζει λίγα ακομπανιαμέντα
και αρπίσματα.
Άνθρωπος έξυπνος αλλά… Αλλά στην εκμάθηση της
κιθάρας δεύτερο στουρνάρι σαν αυτόν δεν
υπήρχε . Και οι δάσκαλοι, που τους άλλαζε συνεχώς, ρίχνοντας σ’ αυτούς το
φταίξιμο της αποτυχίας του, απορούσαν, γιατί οι θεωρητικές γνώσεις του πάνω σ’
αυτό το όργανο πολύ περισσότερο από άριστες. Αλλά για να παίξει κάτι, έστω και
μέτρια , ΑΔΥΝΑΤΟΝ. Και ο καημός μεγάλος.
Οι κιθάρες
του πανάκριβες και όχι αυτό που λέμε δεύτερο και τρίτο χέρι. Γύριζε τα
μεγαλύτερα και γνωστότερα εργαστήρια του κόσμου και όταν αποκτούσε την κιθάρα
των ονείρων του ήταν σαν να αποκτούσε ένα ακόμη παιδί και λίγα λέμε.
Όπως καταλαβαίνει
κανείς, το πάθος του ξεπερνούσε κατά πολύ το φυσιολογικό επίπεδο. Άλλοι το
χαρακτήριζαν ‘’λόξα,’’ αυτός ‘’ΑΓΑΠΗ.’’
Τις κιθάρες
του τις λάτρευε και το κυριότερο γνώριζε ΠΩΣ ΝΑ τους ‘’μιλάει.’’ Απίστευτο αλλά
είχε έναν διάλογο μαζί τους που σημαίνει ότι σιγά σιγά έγινε αυτοδίδακτος
κιθαρίστας. Κι’ όσο έπαιζε, τόσο συνειδητοποιούσε τις τεράστιες ατέλειές του
και τις ελλείψεις του. Και έβλεπε το
απωθημένο του ώρα την ώρα και μήνα το μήνα να απομακρύνεται από τη ζωή του. Γινόταν
απίστευτα δυστυχής και άφηνε τη ζωή να φεύγει χωρίς να την χαίρεται, συνεχώς βυθισμένος σε ένα χάος
σε μια τρικυμισμένη θάλασσα συναισθημάτων που το βάθος της δεν μπόρεσε να
μετρηθεί ποτέ. Πού θα πήγαινε αυτή η ιστορία που δεν είχε γιατρειά;
Ακούστε αυτό: Τύχαινε ας πούμε να αγοράσει μια
πανάκριβη κιθάρα, αλλά και μόνο από σεβασμό απέναντί της δεν την έπιανε στα
χέρια του να παίξει. ‘’Όχι . Δεν θα την υποβιβάσω στα ίδια της τα μάτια,’’ έλεγε
και μεγάλωνε ο καημός του κι’ άλλο κι’ άλλο . Δεν ήταν ψώνιο για να μη ξέρει μέχρι
ΠΟΥ έφταναν οι δυνατότητές του . Μπορεί οι ακροατές του να μην αντιλαμβανόντουσαν
τις ατέλειες, μα εκείνος τo ήξερε και μάλιστα καλύτερα και από τον καλύτερο δάσκαλο και
αυτό μεγάλωνε το δράμα του. Ήταν, σαν να είχε δίπλα του μια πανέμορφη γυναίκα έτοιμη
να του δοθεί και να τον πάει στον Παράδεισο και κείνος να μην ανταποκρίνεται
στο ύψος των περιστάσεων.
Ελπίζουμε να γίναμε κατανοητοί…
Και όσο η συλλογή του μεγάλωνε και
εμπλουτιζόταν με καταπληκτικά μοντέλα τόσο η συναίσθηση για το πόσο ‘’΄λίγος ‘’
ήταν, γινόταν καημός μεγάλος.
Άκουγε π.χ.
Αντρέ Σεγκόβια και έπεφτε σε κατάθλιψη βαθιά .Στη ζωή του, για τίποτα άλλο δεν είχε ειλικρινά ζηλέψει .
Μήτε για πλούτη ή για μεγάλη ζωή, ούτε για ταξίδια ανά τω κόσμω. Παρά μόνο γι’
αυτό εδώ . Να ήταν λέει Θεέ μου βιρτουόζος
της κιθάρας. Μα το να πάρει μαθήματα και μάλιστα από τους καλύτερους δασκάλους
δεν ήταν αρκετό αφού του έλειπε το θείο άγγιγμα που λέγεται ΤΑΛΕΝΤΟ. Ναι μεν το
πάθος τεράστιο μα η δεξιοτεχνία παρά τις επίπονες και επίμονες προσπάθειες
προσέκρουαν σε έναν τοίχο μετριότητας. ΚΑΙ το κακό ήταν ότι είχε πλήρη επίγνωση
της ατέλειάς του, και τούτο, γιατί είχε ναι μεν στη ψυχή φως μα στα δάκτυλα δεν ήταν παρά μια
ασημαντότητα.
Και όσο αυτό
το εμπέδωνε τόσο όλα του τα χρήματα πήγαιναν στην αγορά καινούριων οργάνων, σπάνιων
πανέμορφων και πανάκριβων. Το σπίτι του σαν να λέμε γεμάτο καλλονές και αυτός
ανίκανος να τις κάνει να αισθανθούν ηδονή!
Ένα δράμα…
Βρε πήγε σε
γιατρούς . Μα τι να σου κάνουν και αυτοί…
Βρε βρήκε
μουσικολόγους ειδικούς και πεπειραμένους …
Τίποτα…
Οπόταν από
μια στιγμή και μετά, το πήρε απόφαση . Θα ήταν ένας ανάξιος εραστής που μόνο
στα όνειρά του ίσως, να έπαιρνε τη μορφή που λαχταρού σε.
Κάποιος
γνωστός του που μόλις είχε γυρίσει από τις Ινδίες, ακούγοντας τον πόνο του ανθρώπου αυτού, που τον ήξερε και
από χρόνια, τον συμβούλευσε να κάνει ένα ταξίδι μέχρι εκεί, όπου υπάρχουν
δάσκαλοι που θεραπεύουν του κόσμου τις ατέλειες, γιατί όχι και τη δική του.
Όταν ο
γνωστός αυτός του έλεγε αυτά τα λόγια, δεν φαντάστηκε ότι ο Δαμιανός θα τα
έπαιρνε τοις μετρητοίς. Πράγματι, ένα πρωινό του τηλεφωνεί ο Δαμιανός και του
λέει: «Κωστή , χάρισε μου δεκαπέντε ημέρες από τη ζωή σου . Έλα μαζί μου . Όλα
τα έξοδά σου πληρωμένα και το μηνιάτικό σου που θα έπαιρνες από τη δουλειά σου
επίσης . Έλα να μου συστήσεις τους
Γκουρού που γνωρίζεις όπως μου έλεγες, για να μη πάω εγώ στα τυφλά και
χρονοτριβώ.
Ο γνωστός του μην έχοντας κάτι το ιδιαίτερο να
χάσει εκτός από το μηνιάτικο το οποίο θα του προσφέρονταν ούτως ή άλλως, ετοίμασε
βαλίτσες και οι δυο τους έφυγαν ο ένας κυνηγώντας Χίμαιρες και ο έτερος
…μύγες…….
Οι δύο
πρώτες ημέρες ήταν ημέρες προσαρμογής φυσικά. Οι δύο επόμενες σε αναζήτηση των
κατάλληλων γκουρού, είχαν βλέπεις και αυτοί τις ειδικότητές τους και όσο να’
ναι ειδικευμένοι στα της μουσικής και μάλιστα της κιθάρας κομματάκι δύσκολο
αφού τα όργανα της Ινδίας ήταν παραπλήσια με αυτά της κιθάρας όχι όμως τα ίδια.
Με τα πολλά,
κατά το δεύτερο τριήμερο κατά τας γραφάς, ένας γνωστός του γνωστού του Δαμιανού
τους συνέστησε κάποιον σαν μια αυθεντία
Κιθάρας. ‘’Μα να τον ακούς να παίζει και να χάνεις το νου σου. Μόνο έχει μία
ιδιομορφία. Δέχεται μόνο να τον ακούς να παίζει χωρίς να τον βλέπεις.’’ Ο
Δαμιανός ναι μεν απόρησε αλλά δεν είχε πολλές επιλογές . ‘’Όλες οι μεγαλοφυΐες
λίγο ως πολύ έχουν τις ιδιορρυθμίες τους . Είναι και αυτό μέρος του image τους.’’ Σκέφτηκε. Και πήγε προς
συνάντησή του.
Ο Δάσκαλος
του είπε να μην χάνουν καιρό .
Τις πρώτες
δύο ημέρες των μαθημάτων, ο Δαμιανός θα ήταν μόνο ακροατής και δεν είχε κανέναν
λόγο να αρνηθεί. Και όταν άκουσε την φαντασία του Αλμπένιθ να γεμίζει το
διαμέρισμα του Γκουρού είπε στον εαυτό του .
‘’Ναι . Αυτός είναι ο άνθρωπός που μου χρειάζεται να με βοηθήσει .
Μαγεύτηκε . Τέλειος . Καλύτερος και από τον ίδιο τον Συνθέτη.
O Δαμιανός εξήγησε στο δάσκαλο λεπτομερώς το αγιάτρευτο πάθος
του για την κιθάρα και πιο συγκεκριμένα την προσπάθειά του και το όνειρό του να γίνει ένας βιρτουόζος και κυρίως
την απελπισία του να μην τα καταφέρνει
παρ’ όλες τις επίμονες προσπάθειές του.
Κάθονταν
εκεί και συζητούσαν για μουσική .
Ο γνωστός
του Δαμιανού, ο Κωστής, βαριόταν μέχρι
θανάτου αλλά και το δωρεάν ταξίδι είχε και τις θυσίες του πώς να το κάνουμε! Πήρε
ένα περιοδικό και βάλθηκε να το ξεφυλλίζει αφήνοντας τους άλλους να μιλούν
ακατάπαυστα.
Τη συζήτηση την
οδηγούσε ο Γκουρού και δεν επέτρεπε ερωτήσεις. Σε μια στιγμή σηκώθηκε, έβαλε μέσα σε ένα περίτεχνο δοχείο δύο χούφτες
περίεργα σγουρά, ξερά χόρτα, τους έβαλε φωτιά, για να καλέσει ο καπνός τους, όπως
είπε, το Πνεύμα της Μουσικής. Αν είχε
σχέση το Πνεύμα αυτό με τη Μούσα Ευτέρπη
ο Δαμιανός δεν τόλμησε να το ρωτήσει, αφού οι ερωτήσεις απαγορεύονταν ρητώς.!
Ο Έλληνας
αισθάνθηκε με μιας μια ευφορία και μια παράξενη δύναμη να ξεπηδάει από το είναι
του και να τον κάνει να πιστεύει ότι είναι σε θέση να κάνει το Αδύνατο δυνατό.
Λίγο αργότερα αισθανόταν απογειωμένος, μα δυστυχώς και ο απαιτούμενος και
προπληρωμένος χρόνος είχε εξαντληθεί. Έδωσαν ραντεβού για την επομένη την ίδια
ώρα και για το ίδιο χρονικό διάστημα. Γιατί ο Δαμιανός υπολόγιζε ότι με αυτό το
ρυθμό ίσως και να κάλυπτε ένα15ήμερο. Δεν ξανοιγόταν λοιπόν.
Έφυγαν και
ένιωθε ενθουσιασμένος για την κατανόηση που
βρήκε στο πρόσωπο αυτού του σεβάσμιου δασκάλου . Ήταν σίγουρος ότι είχε
επιτέλους βρει αυτό που έψαχνε μια ζωή . ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ δάσκαλο.
«Και θα
γίνεις εξπέρ μέσα σε 15 μέρες ρε φίλε; »τον ρώτησε απορώντας ο γνωστός του.
«Όχι βέβαια
. Θα ακολουθήσω τις οδηγίες του πίσω στην Πατρίδα και κατά καιρούς θα επιστρέφω
στις Ινδίες στα μαθήματά μου. Σε έναν χρόνο από τώρα θα είμαι ο βιρτουόζος του
ονείρου», χωρίς βέβαια να καταλάβει ο γνωστός του αν το όνειρο θα είχε γίνει αληθινό
ή εάν θα ήταν όνειρο απατηλό στη ζωή του
Δαμιανού. Αλλά για να το πιστεύουν μετ’ επιτάσεως οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, αυτός
δεν είχε λόγο να αμφιβάλει αφ’ ενός και σκασίλα του μεγάλη αφ’ ετέρου.
Πίσω στην
πατρίδα ο μαθητής έπεσε με τα μούτρα που λένε στη μελέτη, μα παρ’ όλη την
πρόοδο που έκανε και που ήταν αισθητή, πολύ απείχε από του να παρουσιάζεται σαν κιθαρίστας πρώτης
γραμμής, έχων το θείο χάρισμα. Και επειδή είχε συναίσθηση
και γνώση του αντικειμένου τον έπιαναν ξανά μανά ο ανασφάλειες και οι
απελπισίες του, και άντε πάλι στις Ινδίες στο δάσκαλο για ενθάρρυνση.
Ναι, αλλά ως
πότε θα κρατούσε αυτή η οικονομική αφαίμαξη; Δυστυχώς οι εποχές, ακόμη και για
διάσημους κιθαρίστες ήταν δύσκολες, πόσω μάλλον για… εκκολαπτόμενους! Μα το
πάθος του το αμείωτο ήταν ικανό να τον καταντήσει πένητα μεν αλλά για να το
εγκαταλείψει φύσει αδύνατον.
Τι Δον
Κιχώτες μου λες ; Ο Θερβάντες από κάποιον σαν αυτόν θα είχε εμπνευστεί τους ανεμόμυλους
και λίγα λέω.
Και ποιος να σου δώσει σημασία όντας συν τοις
άλλοις ΚΑΙ φτωχός, καημένε ονειροπόλε Δαμιανέ!!!
Αυτή τη φορά στις Ινδίες, είπε να μείνει λίγο περισσότερο.
Μίλησε στο γκουρού του για τις φοβίες, τις αποθαρρύνσεις και την οικονομική του δυσπραγία, και εκείνος σαν να ξίνισε τα
μούτρα του ολίγον, ή έτσι του φάνηκε του Δαμιανού.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο γκουρού έβαλε στο …μαγκάλι του ή τη φουφού
του ή όπως αλλιώς το έλεγαν αυτό το πράμα, διπλάσια ποσότητα χόρτων να καίνε, γεμίζοντας
το σπίτι ολόκληρο με άρωμα μεθυστικό, και κυριολεκτούμε λέγοντας ‘’μεθυστικό’’.
Ο Δαμιανός ζαλίστηκε και σαν να του φάνηκε ότι έχανε και τον κόσμο γύρω του
μαζί με τις αισθήσεις του.
«Που είμαι δάσκαλε ;»
«Πού είσαι ρωτάς ; Μα δεν το βλέπεις αγόρι μου; Στην μεγάλη
αίθουσα των συναυλιών».
«ΝαΙ Ε; Και τι ήρθα να κάνω εδώ;»
«Τς τς τς ωραίο το χιούμορ σου. Έλα συγκεντρώσου, γιατί το
κοντσέρτο σου με έργα των αγαπημένων σου Ισπανών συνθετών σε περιμένει . Όπου
να ‘ ναι βγαίνεις.»
«Σολίστας εγώ δάσκαλέ μου;»
«Μα φυσικά . Σώπασε τώρα.
Να, βγαίνεις , άκου τα χειροκροτήματα, όλα για σένα είναι . Και πού να
δεις τι έχει να γίνει όταν τελειώσεις.» συμπλήρωσε φροντίζοντας να ρίξει κι’
άλλα χόρτα στη …φουφού του! Από το
διπλανό δωμάτιο ξεχύθηκε ή χαρακτηριστική σπανιόλικη μουσική που ήταν
εξίσου μεθυστική σαν τα αρωματικά χόρτα που γέμιζαν την ατμόσφαιρα όλου του
σπιτιού τώρα. Ο Δαμιανός, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ήταν αλλού κι’ αλλού και
πια δεν είχε την παραμικρή αίσθηση της πραγματικότητας .
«Μπράβο Δαμιανέ, Μπράάάάβο αστέρι μου» ούρλιαζε ο γκουρού . «Τι θεϊκή εκτέλεση της Φαντασίας
του Αλμπένιθ ήταν αυτή!!! Άκου τι γίνεται στην πλατεία, ο κόσμος παραληρεί,
πρέπει να ξαναβγείς στη σκηνή να υποκλιθείς. Πρώτη φορά μου το βλέπω αυτό το
πράγμα.»
Και ο Δαμιανός έκανε
να σηκωθεί αλλά ξανάπεσε στον καναπέ του
ορμώντας σε έναν λήθαργο που σίγουρα θα τον άφηνε να συνέλθει την
επόμενη ημέρα! Εδώ και ο ίδιος ο γκουρού, από τη ζαλάδα του ζούσε μια απατηλή
πραγματικότητα επηρεασμένος από τα ίδια του τα λόγια. Το είχε παρακάνει με τα
μυρωδικά, μα και τούτος ο Έλληνας μεγάλο και παθιασμένο ψώνιο βρε παιδί μου.
Πρώτη του φορά στην μακρόχρονη κολάσιμη καριέρα του έβλεπε μια τέτοια περίπτωση
και λίγο σαν να τα χρειάστηκε ότι δεν θα ξεμπέρδευε εύκολα απ’ αυτόν. Επωφελούμενος
δε του λήθαργου του θύματός του, έτρεξε να ετοιμάσει το κατάλληλο
σκηνικό. Άπλωσε το σμόκιν προσεκτικά πάνω
στην πολυθρόνα, τα λουστρινένια πανέμορφα παπούτσια του εκεί κοντά (τις μαύρες
μεταξωτές κάλτσες, του τις άφησε να τις φοράει δήθεν ακόμη,) άνοιξε
πορτοπαράθυρα να ξεντουμανιάσει ο τόπος, και να μπει ζωογόνος καθαρός αέρας στο
σπίτι που ήταν τίγκα στο ναρκωτικό, εξαφάνισε μαγνητόφωνα, κασετόφωνα, και
άλλες τέτοιες αηδίες και το σπίτι επανήλθε στην προτεραία του αθώα εμφάνιση.
Ο Δαμιανός, πήρε να συνέρχεται γρήγορα, πράγμα που παραξένεψε
το γκουρού, γιατί συνήθως ένας μη εθισμένος σαν τον Έλληνα, έμενε ναρκωμένος
τουλάχιστον 20 ώρες. Έπρεπε να αλλάξει φαίνεται τον προμηθευτή του χόρτου . ‘’Τι
κατάσταση και αυτή, δεν μπορείς να έχεις σε κανέναν εμπιστοσύνη πια’’ βλαστήμησε.
Πάλι καλά που είχε προλάβει και το όλο σκηνικό το είχε ετοιμάσει άψογα. ‘’Για
να δούμε τι καταφέραμε να πετύχουμε ‘’μουρμούρισε στον εαυτό του…
«Τι Έπαθες αγόρι μου με
ρωτάς; Θέλεις να μάθεις τι έγινε ;Να σου πω χωρίς να με διακόπτεις… Από την
εξαιρετικά μεγάλη σου συγκίνηση έπαθες ένα μικρό shock. Και άλλοι μαθητές μου το έχουν
πάθει .»
«Μα δάσκαλε δεν θυμάμαι τίποτα.»
«Και είναι πολύ φυσικό. Η συγκίνησή σου ήταν τόσο μεγάλη από
τα συνεχή μπιζαρίσματα που κάποια στιγμή πήγες να βγεις από το μπροστά μέρος
της σκηνής αντί για τις κουίντες… Κοίταξε τι λουλούδια σου πρόσφερε ο κόσμος
και να σκεφτείς ότι τα περισσότερα τα άφησα στη αίθουσα, πού να κουβαλούσα όλο
αυτόν τον όγκο στο σπίτι μου. Οι θαυμαστές σου βουρκωμένοι και εγώ δεν άφηνα
κανέναν να σε πλησιάσει να μη δει και τη
ζαλάδα που κατάλαβα ότι άρχισε να σε καταλαμβάνει. Αφού και αύριο που
λέω να φύγεις γιατί έχω επείγουσες δουλειές που με περιμένουν δυστυχώς, θα
αλλάξουμε ακόμη και το όνομά σου στο αεροπλάνο γιατί οι ενθουσιώδεις
συμπατριώτες μου δεν θα αφήνουν το αεροπλάνο να απογειωθεί. Τι τα θέλεις ;
Διάσημος δεν ήθελες να γίνεις; Να λοιπόν που έγινες εν μια νυκτί. Μα τι παίξιμο
και το δικό σου άνθρωπέ μου! Θείο… ήσουν απίστευτος και χίλια μπράβο . Οπόταν, λίγη
σημασία έχει που θα θυσιάσεις την ελευθερία των κινήσεών σου… Πίσω στην Πατρίδα
σου που ακόμη δεν σε ξέρουν, φαντάζομαι
τα πράγματα θα είναι κάπως διαφορετικά. Μη κοιτάς εμάς που είμαστε υπερβολικά
διαχυτικοί με τους μεγάλους καλλιτέχνες, των εγχόρδων και μάλιστα της κιθάρας,
Τα λατρεύουμε σαν τοτέμ αυτά τα θεία όργανα . Τα μόνα όργανα που απεχθανόμαστε
και εγώ προσωπικά, είναι τα όργανα της τάξης!!! Χα, χα , χα.»
«Μα κρίμα δεν είναι που τίποτα δεν θυμάμαι από αυτές τις μεγαλειώδεις στιγμές που μου λες;»
«Και βέβαια είναι κρίμα. Γι’ αυτό και εγώ προνοώντας μη και
πάθαινες κανένα αμνησιακό shock ως εκ της μεγάλης σου ανεπανάληπτης συγκίνησης, πράγμα που
συνέβη τελικά, μαγνητοφώνησα όλο σου το κοντσέρτο ακόμη και τα μπιζαρίσματά
σου. Μόλις συνέλθεις εντελώς, θα το βάλουμε
να το ακούσεις, έχεις καιρό γι’ αυτά, μαζί σου θα τα πάρεις. Για όλα μερίμνησα
αγόρι μου για όλα….»
Κάποια στιγμή ο Δαμιανός επιτέλους συνήλθε πλήρως . Ο
Δάσκαλος, αφού τον γέμισε και με άλλα πολλά φούμαρα τον ξαπέστειλε στο
ξενοδοχείο του, λέγοντάς του να ξεκουραστεί και να προσπαθήσει στο μέτρο του
δυνατού να αποφύγει τις επαφές με τον κόσμο. Έπαιζε και αυτό, όπως τον βεβαίωσε,
τον ρόλο του στη διατήρηση του image ενός ανατέλλοντος βιρτουόζου.
«Πρόσεξε μη μου χαλάσεις ό, τι έχτισα με κόπο, μεράκι και χρήμα… Αλλιώς νέε μου ξέρε το , δεν θα
υπάρξει φορά δεύτερη για σένα με τη δική μου βοήθεια βέβαια . Μα άλλους κάνε ό,
τι θέλεις.»
Πίσω στην Αθήνα ο
Δαμιανός, δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώθει ευτυχής και πλήρης ικανοποιήσεως ή πιο
άδειος από το κούφιο του μυαλό . Συνάντησε τον γνωστό του, του είπε τα καθέκαστα και εκείνος θαύμασε όλα όσα άκουγε. Επειδή όμως όσο να’ ναι τον
γκουρού τον ψιλογνώριζε και θυμόταν ότι στο παρελθόν είχε κατηγορηθεί για
απάτες, κρατούσε και μικρό καλάθι, που το γέμισε με τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις
του. Αλλά και τι τον ένοιαζε αν όλα όσα συνέβησαν ήταν αλήθεια ή μήπως ήταν αποκύημα μιας φαντασίας
που την τροφοδοτούσε ένα από εκείνα τα μαγικά βοτάνια για τα οποία ήταν ονομαστός
ο γκουρού σε όλη την Επικράτεια. Βοτάνια που θεραπεύουν πάσαν νόσον και πάσαν
μαλακίαν!!!... πού στην ευχή φύτρωναν και πού τα εύρισκε μόνον αυτός ανάμεσα
στα τόσα πολλά εκατομμύρια Ινδών;
«Μπράβο ρε συ Δαμιανέ
. Χαλάλι τα έξοδά σου και οι κόποι σου. Αφού μπόρεσες και έγινες αυτό που πάντα
ονειρευόσουν, άγαλμα να τον κάνεις τον δάσκαλό σου. Και τώρα; Τι σκέφτεσαι να
κάνεις στη συνέχεια ;»
«Τι να σου πω; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω, είναι ότι
μόνος μου χωρίς τον δάσκαλο, δεν μπορώ εγώ να λειτουργήσω. Και εκείνα που
γνώριζα πριν μου συμβούν αυτά τα θαυμαστά, θαρρείς και έχουν εξαλειφθεί από το
μυαλό μου. Μόλις μαζέψω λίγα χρήματα θα
ξαναφύγω να δώσω ακόμη ένα παρόμοιο κοντσέρτο
και είτε θα μείνω στην Ινδία για την ζωή μου την υπόλοιπη ή που θα πω’’ δεν
πειράζει αφού έστω και φευγαλέα έζησα το όνειρο της ζωής μου, τώρα πια κάθομαι
στ’ αβγά μου και μένω να αναπολώ’’ … Επομένως, βλέποντας και κάνοντας.»
Ο γνωστός του όμως, τύπος περίεργος, και ξύπνιος, νιώθοντας
ίσως και τύψεις που έγινε αιτία ένα παλικάρι να ζήσει μια τέτοια αυταπάτη,
είπε:
«Όταν ξαναπάς κάντο μου γνωστό και ίσως έρθω μαζί σου. Δεν ξέρω, μα αυτή η Χώρα με τα μυστήριά της
εμένα με μαγεύει.»
Όταν λοιπόν το σαράκι ξύπνησε και ήταν αδύνατον να τιθασευτεί,
ο Δαμιανός ειδοποίησε τον γνωστό του και έφυγαν. Έφυγαν και πήγαν, μα γκουρού δεν
βρήκαν. Και κανείς δεν μπόρεσε να τους ενημερώσει για το πού μπορούσαν να τον
πετύχουν.
Ο Δαμιανός έπεσε του θανατά που λένε.
Τα όνειρά του σαν αερικά βολόδερναν στο μυαλό του και η
κιθάρα του μια από τις ωραιότερες της συλλογής του, παρέμεινε βουβή .Με την
εξαφάνιση του γκουρού του εξαφανίστηκε καθ’ ολοκληρίαν και η μουσική του ‘’δεξιοτεχνία,’’ ήταν σαν να μην υπήρξε
ποτέ, ως μη γενόμενη… που ήταν και η
αλήθεια που ο Δαμιανός δεν την γνώριζε. Σκέφτηκε να πάει σε κανέναν από τους γνωστούς
μάνατζερς που αναλάμβαναν ανατέλλοντες σολίστες, αλλά, πρώτον δεν είχε πλέον
χρήματα, και δεύτερον δεν ήξερε εάν πλέον το ήθελε. Ανύπαρκτος ο δάσκαλος ; Ε,
και ο ίδιος ανύπαρκτος.
Κάθισε ακόμη 2-3 ημέρες και μετά είπε στον γνωστό του ότι
επιστρέφουν Ελλάδα.
Πίσω στην Πατρίδα σιγά
σιγά, άρχισε να ανακάμπτει, μη σταματώντας ωστόσο να εμπλουτίζει, στο
μέτρο που του ήταν δυνατόν, την συλλογή του . Αποφάσισε να κάνει κάτι άλλο πολύ
εποικοδομητικό. Να θεσπίσει ένα κληροδότημα για νέους κιθαρίστες, που θα
δίνονταν στον πλέον ταλαντούχο που θα συμμετείχε στον ετήσιο διαγωνισμό
κιθάρας. Το έπαθλο για το νικητή, μία από τις κιθάρες τις σπάνιες της συλλογής
του, με χαραγμένο πάνω της το όνομα του δωρητή που ήταν κάτι σαν συμμετοχή
στην δόξα του κιθαρίστα.
Και μόνο σαν σκέψη αυτό, τον άφησε ενεό. Και όταν είδε το
σχέδιό του να υλοποιείται ένιωσε να καλύπτεται το κενό του απωθημένου του . Και
ένιωσε σχεδόν ευτυχής.
Το όνομά του έγινε γνωστό μέσω αυτού του κληροδοτήματος και
οι νέοι καλλιτέχνες θεωρούσαν τιμή τους να εκτελούν έργα Σεγκόβια και Αλμπένιθ
που ήταν οι αγαπημένοι του συνθέτες του δωρητή, σε μια τέτοια υπέροχη κιθάρα
από τη συλλογή του.
Να λοιπόν, που κάποιες
απάτες ελάχιστες έστω δεν λειτουργούν
αρνητικά, ενώθηκαν και κάποιες συγκυρίες και ιδού το αποτέλεσμα.
Τελικά, όλα για κάποιον λόγο γίνονται…
«Τ
Ε Λ Ο Σ»
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου