Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ - «ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ».


«ΤΟ  ΠΝΕΥΜΑ  ΤΟΥ  ΒΟΥΝΟΥ»

Ο θείος μου, φαντάρος. Πόλεμος του 1940.
Μου διηγούταν ιστορίες απίστευτες με τους Ιταλούς.
«Πολλοί από δαύτους κρατούσαν το όπλο, αλλά στην κωλότσεπη είχαν τη φυσαρμόνικά τους», έλεγε.
«Πολεμούσαν, αφού αυτό απαιτούσε το καθήκον τους, αλλά το 80% εξ’ αυτών δεν πίστευε στον πόλεμο τούτο. Μα αυτά είναι πράγματα και γνωστά και χιλιοειπωμένα».
Νεαρούλης ο θείος μου και έζησε όλη τη φρίκη μιας αιματηρής, εφιαλτικής μάχης.
Σε μια τέτοια αναμέτρηση, οι Ιταλοί αποδεκατίστηκαν. Δεν έμεινε ούτε ένας.
«Λάθος. Υπήρχε επιζών… Ξάφνου, μέσα σε ένα χαράκωμα, κάτω από δύο νεκρούς φαντάρους, βλέπω να κουνιέται ένα χέρι.
Μας είχαν επιστήσει την προσοχή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, να μην ενεργούμε με επιπολαιότητα και συναισθηματισμούς, γιατί ο εχθρός συνήθως πριν ξεψυχήσει φροντίζει να πάρει μαζί του και δυο τρεις αντιπάλους για παρέα στο πέρασμα της πύλης του Παραδείσου ή της Κόλασης.
Το ήξερα ότι κινδύνευα διπλά. Ή να με ‘’φάει’’ ο Ιταλός αφ’ ενός ή να τιμωρηθώ  αφ’ ετέρου γιατί αγνόησα τις διαταγές με ολέθριες πιθανόν επιπτώσεις στη ζωή μου. Όχι λοιπόν συναισθηματισμούς. Έλα όμως που τα μάτια του Ιταλού τεράστια γαλανά και θολά από τον πόνο των τραυμάτων του με κοίταζαν παρακλητικά και με εμπόδιζαν να κοιτάξω το δικό μου συμφέρον;
Έσκυψα πάνω του, τον απελευθέρωσα από το βάρος των ζεστών ακόμα σκοτωμένων συμπολεμιστών του που έτσι όπως είχαν πέσει επάνω του, τον προστάτευαν από τις σφαίρες που έπεφταν βροχή και έτσι δεν πέθανε… πολύ!...
Τον τράβηξα έξω από το χαράκωμα.
Ειδοποίησα. Ήρθαν νοσοκόμοι μας, με ένα γιατρό και τον πήγαν σε ένα πρόχειρα στημένο υπαίθριο χειρουργείο εκεί όπου ήταν και πολλά δικά μας παιδιά.
Να μη τα πολυλογώ, ο Ιταλός φαντάρος, αν και βαρύτατα λαβωμένος επέζησε, τα κατάφερε γιατί αγαπούσε πολύ τη ζωή του και αυτή του ανταπέδιδε την αγάπη του.
Τον μετέφεραν σε κανονικό νοσοκομείο.
Τον επισκέφτηκα πολλές φορές.
Αυτός πλέον ήξερε τα στοιχεία μου και εγώ τα δικά του.
Τελείωσε ο πόλεμος και ο Ιταλός πανευτυχής πλέον στην Πατρίδα του.
Περιττό να πούμε ότι έπινε νερό στο όνομά μου.
Γίναμε φίλοι.


Συμβαίνουν αυτά. Ξεχνιούνται οι αντιπαλότητες, οι έχθρες και οι κακίες, κυρίως αν δεν υπάρχει και λόγος να υφίστανται.
Διηγήθηκε στους δικούς του το πώς σώθηκε και ποιος ο σωτήρας του.
Είπα και στους δικούς μου την καλή μου την πράξη.
Πέρασαν τα χρόνια.
Κάποτε ο γιος μου θέλησε να επισκεφτεί το μέρος που έγινε η φοβερή μάχη που ανέφερα πριν, κάπου στα σύνορα με την Αλβανία, στο ίσωμα ενός κακοτράχαλου βουνού.
Κάτι σαν προσκύνημα δηλαδή, ήθελε να κάνει το παιδί μου.
Να ανάψει δύο κεράκια στην μνήμη τόσων παλικαριών φίλων και εχθρών που έχασαν τη ζωή τους τόσο νέοι και με αναμφίβολα τόσα όνειρα που δε μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν ποτέ.
Και γιατί έχασαν τη ζωή τους; Μα γιατί έτσι του κάπνισε του παρανοϊκού φανφαρόνου αφεντικού τους και του ακόμα πιο θεότρελου συνεταίρου του με το γνωστό μουστάκι και τη λοξή φράντζα στο κούτελο…
Ο γιος μου είχε πάει με παρέα.
Όμως στο σημείο της μάχης, θέλησε να είναι μόνος.
Περιδιάβηκε το ίσωμα με δέος. Τίποτα δεν μαρτυρούσε το κακό που είχε γίνει εκεί, το αίμα που είχε ποτίσει εκείνα τα κακοτράχαλα μέρη.
Αμέτρητα αγριολούλουδα στόλιζαν τις πλαγιές και το ίδιο το πεδίο της μάχης. Τα χαρακώματα, απίστευτο, μα ακόμα υπήρχαν. Μισοσκεπασμένα από το χώμα που κατέβαζε το βουνό με τις δυνατές βροχές. Ένα αεράκι θαρρείς ψιθύριζε το τραγούδι του πολεμιστή.
Χωρίς να το καταλάβει και με χιλιάδες σκέψεις να γεμίζουν το ήδη φορτισμένο συγκινησιακά μυαλό του δεν το κατάλαβε πώς απομακρύν-θηκε από το σημείο της μάχης.
Ξάφνου, μπροστά του φανερώνεται από το πουθενά ένας πανύψηλος ξανθός άντρας και στέκεται σε μια απόσταση δύο τριών βημάτων από το γιο μου κάνοντας με το χέρι του μια απαγορευτική κίνηση. Σαν να του έλεγε δηλαδή:‘’stop μη προχωράς άλλο.’’
Ο γιος μου, όπως ήταν φυσικό, τα έχασε μεν μα δε φοβήθηκε. Απλώς απόρησε για το ποιος ήταν αυτός ο παράξενος άντρας.
Τα Σύνορα δεν τα είχε περάσει για να πούμε ότι ήταν κανένας Αλβανός φρουρός από καμιά περίπολο φύλαξής των.
«Ποιος είσαι;» τον ρωτά ο γιος μου.
Ο γίγαντας του γνέφει να μη μιλά, με το ένα χέρι του σε ένδειξη σιωπής και το άλλο σε ένδειξη απαγόρευσης.
Ο γιος μου, κιοτής δεν είναι. Αλλά επηρεασμένος αφ‘ ενός από τις διηγήσεις τις δικές μου και αφ‘ ετέρου από το επιβλητικό πεδίο της μάχης, θαρρείς και κάτι τον έσπρωχνε να υπακούσει στην προσταγή του ψηλού να μη προχωρήσει, εμποδιζόμενος  θαρρείς  και από αόρατα συρματοπλέγμα-τα.
Και έφυγε.
Όπως ξανά είπα, επηρεασμένος από τις διηγήσεις και το περιβάλλον, ως και το αεράκι που φυσούσε εκεί ψηλά, το εκλάμβανε σαν το μουρμουρητό που έβγαινε από τα χείλη των νέων που αποχαιρετούσαν τη ζωή τόσο νωρίς, χωρίς να προλάβουν να την χαρούν.
Φτάνει στην παρέα του και εξιστορεί το περιστατικό με το ψηλό ξανθό.
Ένας ντόπιος έκρινε αναγκαίο να ειδοποιήσει το γειτονικό στρατιωτικό φυλάκιο. Εννοείται Ελληνικό βέβαια. Οι καιροί ήταν πονηροί και πώς το λέει η παροιμία;’’ ο φόβος φυλάει τα έρμα.’’
Ο υπεύθυνος του φυλακίου, απορεί. Ούτε δικός τους φαντάρος είναι τόσο ψηλός και ξανθός, μα ούτε και κανένας Αλβανός εθεάθη να τριγυρνά εδώ γύρω. Άλλο και τούτο το περίεργο !
Ειδοποιεί και έρχεται αμέσως σχεδόν, μια ομάδα με βαρύ οπλισμό με τα μυστήρια όργανα ανίχνευσης ναρκών και άλλα στρατιωτικά μαραφέτια που ο γιος μου δεν γνώριζε τη χρησιμότητά τους.
Τους οδηγεί στο σημείο της συνάντησής του με τον μυστηριώδη ψηλό ξανθό άντρα, τους υποδεικνύει σε ποιο ακριβώς σημείο του είπε ο γίγαντας να μην προχωρήσει.
Εξετάζουν την περιοχή, και, άκουσον άκουσον: τόσα χρόνια μετά τον πόλεμο κανείς δεν είχε αντιληφτεί την επικινδυνότητα ενός τμήματος του εδάφους εκεί μπροστά τους, ότι ήταν ναρκοθετημένο. Μισό βήμα να είχε κάνει ακόμα ο γιος μου και το βουνό θα ανατινάσσονταν σαν ηφαίστειο. Η μία νάρκη δίπλα στην άλλη, σαν πυκνοφυτεμένα μαρουλάκια με τα κρεμμυδάκια τους.

«Για, μια στιγμή βρε παιδιά. Στο σημείο που λέτε ότι είναι τόσο πυκνά ναρκοθετημένο, ο άνθρωπος περπατούσε ανετότατα και ούτε βουνό μπουρλοτιάστηκε μα ούτε και κοτρώνι… Άρα…
Παναγία μου Παρθένα » σταυροκοπήθηκε το παιδί μου!!!
Χάρις στον Γίγαντα αυτόν σώθηκε ο γιος μου αλλά και όποιος άλλος είτε Έλληνας είτε Ιταλός ερχόταν εδώ πάνω να αποτίσει φόρο τιμής στους νεκρούς στρατιώτες.
Όμως ΠΟΙΟΣ ήταν ο γίγαντας αυτός;
Η Ερώτηση αυτή ποτέ δεν απαντήθηκε.
Και άρχισαν να πλέκονται διάφορες ιστορίες για φαντάσματα, αγγέλους και αερικά…
Εμένα, μέσα μου κάτι μου λέει ότι ήταν του βουνού το Πνεύμα που ήρθε να ξεπληρώσει ένα χρέος για το φαντάρο που έσωσα κάποτε, σώζοντας το ίδιο μου το παιδί, από βέβαιο θάνατο. Και μάλιστα από θάνατο εν καιρώ ειρήνης!»

«Τ  Ε  Λ  Ο  Σ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου