Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ - ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, "ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ".


«Μόνα Λίζα»
(Μέρος από το μυθιστόρημα: ’’ΤΟ  ΤΕΤΡΑΔΙΟ’’)

Είχα έναν φίλο που τον αγαπούσα και κυρίως τον εκτιμούσα πολύ.
Φίλοι από τα παιδικά μας χρόνια.
Μεγαλώσαμε, μας πήρε η μπάλα της ζωής, απομακρυνθήκαμε, μα δεν χαθήκαμε τελείως. Το έφερε έτσι η τύχη και οι επαγγελματικές μας ενασχολήσεις, τα ιατρεία μας, βρίσκονταν στην ίδια γειτονιά. Οδοντίατρος ο φίλος, γιατρός παθολόγος εγώ.
Όπως προείπα, τα ιατρεία μας κοντά.
Για να πάω στο ιατρείο μου, έπρεπε να περάσω από τον πεζόδρομο όπου είχε το δικό του ο παιδικός μου φίλος.
Βιαστικός εγώ πάντα, δεν εύρισκα ποτέ χρόνο να κτυπήσω το κουδούνι, να ανέβω και να ανταλλάξουμε μια δυο κουβέντες.
Έτσι, περνώντας καθημερινώς, του σφύριζα δυο τρία μουσικά μέτρα από τη ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ το πασίγνωστο τραγούδι με τον Νατ Κινγκ Κόουλ. Ο φίλος μου, πάντα μα πάντα, αποκρινόταν από το παράθυρό του με τον ίδιο τρόπο. Αυτός ήταν ο χαιρετισμός και το κάλεσμα που είχαμε από παιδιά, ήταν το σύνθημά μας. Mέσα σ’ αυτά τα δύο τρία μουσικά μέτρα του πενταγράμμου κρυβόταν ένας ζεστός φιλικός μελωδικός χαιρετισμός σαν να λέγαμε: «Γεια σου φίλε. Είμαι πάντα εδώ και ό, τι θέλεις στη διάθεσή σου. Καλή σου μέρα…»
Δεν υπήρχε περίπτωση εγώ να σφυρίξω και απάντηση να μην πάρω.
Μα σφράγισμα να έκανε; Μα εξαγωγή; Απάντηση στο σφύριγμά μου θα είχα.
Τύχαινε να περάσουν εβδομάδες ή και μήνες ακόμη πολλές φορές, για να συναντηθούμε έστω και λίγο. Όμως σύνδρομο στερητικό δεν νιώθαμε, Το σφύριγμά μας γέμιζε το κενό και γεφύρωνε την ελλιπή επαφή.  

Ίσως φανεί παράξενο αυτό που θα πω, μα πώς να το κάνουμε; Συνέβαινε. Από το ηχόχρωμα του σφυρίγματός μας καταλαβαίναμε αν ο άλλος ήταν χαρούμενος, αγχωμένος, στενοχωρημένος. Αν μάλιστα συνέβαινε αυτό το τελευταίο, ακολουθούσε ένα σύντομο τηλεφώνημα και τα λέγαμε όσο μας έπαιρνε ο χρόνος μας.

Μια Παρασκευή βράδυ, που δεν πρόκειται να ξεχάσω μέχρι να βγει η τελευταία μου ανάσα, ακούω στις ειδήσεις καθώς ξυριζόμουνα για να βγω να πάω στο ραντεβού με το κορίτσι μου:
‘’Άγρια δολοφονία στο Παγκράτι στην οδό τάδε. Βρέθηκε δολοφονημένος ο γνωστός Οδοντίατρος Ρένος Μ. (το όνομα του φίλου μου )νεκρός εδώ και 48 ώρες σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις του Ιατροδικαστή.
Τον βρήκε η καθαρίστρια που πήγε να καθαρίσει το ιατρείο του όπως έκανε δυο φορές την εβδομάδα.’’
Τρελάθηκα!...
Από την ταραχή μου, κατάφερα ένα γερό κόψιμο στο μάγουλό μου, το αίμα έτρεχε, γέμισα τον τόπο και το πήρα είδηση μετά από ώρα!
Με τρεμάμενα πόδια σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα και δεν ντρέπομαι να το πω με πήραν τα κλάματα. Δεν με ένοιαζε ούτε το πώς έγινε το φονικό, ούτε το γιατί, ούτε από ποιον. Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Η ουσία είναι ότι έχασα το φίλο μου τον παιδικό μου…  
Δευτερόλεπτα μετά το πρώτο shock, κατάφερα να σηκωθώ να βάλω ένα ουίσκι να το πιω και να νιώσω το αίμα να κυκλοφορεί ζεστό μέσα μου, που πριν ήταν παγωμένο.
Ξαφνικά μια φλασιά με έκανε να ξεφωνίσω σχεδόν.
Τι είπαν μωρέ στις ειδήσεις;
ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ 48 ΏΡΕΣ;
Σαν να μην είμαστε καθόλου καλά.
Εγώ τόσο ΣΗΜΕΡΑ, όσο και ΧΘΕΣ που πέρασα και του σφύριξα, ανταποκρίθηκε στον χαιρετισμό μου με το γνωστό τρόπο.
Ντύνομαι σαν τρελός και ούτε που θυμάμαι το πώς κατάφερα να πάω μέχρι το γειτονικό αστυνομικό τμήμα.


Εκεί, γινόταν ο κακός χαμός την ώρα που εγώ έφθασα.
Είχαν πιάσει έναν τσόγλανο που είχε κατακλέψει αμέτρητα σπίτια και είχε γίνει ο ‘’εφιάλτης των ισογείων’’ όπως τον είχαν επονομάσει.
Οι κάτοικοι, εν μέσω καλοκαιριού και πού να αφήσουν παραθύρι ανοικτό για λίγη δροσιά.
Οι πιο ηλικιωμένοι αναπολούσαν τις εποχές που ο κόσμος κοιμόταν στις βεράντες ή και τις ταράτσες του ακόμη, με παραθύρια ορθάνοιχτα στις ισόγειες μονοκατοικίες, χωρίς το φόβο τέτοιων καθημερινών, ανεπιθύμητων βέβαια, επισκέψεων…
Καλοκαιρινός εφιάλτης, είχε καταντήσει πια. Υπήρχαν περιοχές λίγο απόκεντρες όπου οι άνθρωποι με βάρδιες και όχι με όπλα αλλά με μαγκούρες έστηναν καρτέρι στους επιδρομείς. 
Κανείς δεν ήξερε, πώς ο τσόγλανος αυτός, τα κατάφερνε πάντα να ξεφεύγει μέσα από τις παγίδες που του έστηναν ακόμη και οι έμπειροι αστυνομικοί.
Τελικά το έπιασαν το κωλόπαιδο, εισέπραξε κάτι προκαταρτικές σφαλιάρες που θα τις θυμάται για καιρό και έτυχε αυτό να συμβαίνει τη στιγμή που έφτασα εγώ στο Αστυνομικό Τμήμα.
Φαίνεται όμως ότι η φάτσα μου, καθώς και η όλη μου εμφάνιση με τα τσιρότα στα μάγουλα ήταν όντως αλλόκοτη, και τράβηξε την προσοχή ενός ξύπνιου κατά τα φαινόμενα βαθμοφόρου αστυνομικού που μόλις έφευγε από το Τμήμα. Με πλησίασε και ρώτησε τι μου συμβαίνει. 
Κατορθώνω να ψελλίσω ότι πρέπει να δω οπωσδήποτε κάποιον πολύ υπεύθυνο, γιατί έχω κάτι σοβαρό να του πω, σχετικά με τη δολοφονία του Ρένου Μ.
Ο αστυνομικός με κοιτάζει περίεργα, κάνει μεταβολή και σε ένα με δυο λεπτά στέλνει έναν αστυφύλακα που με οδηγεί σε ένα γραφείο στο τέλος ενός σκοτεινού διαδρόμου. Εκεί βρίσκεται αυτός ο γνωστός αστυνόμος και ένας άλλος αστυνομικός με πολιτικά που θα πρέπει να είναι υψηλόβαθμος αν κρίνω από τη στάση του αστυνόμου απέναντί του. Κλαρίνο, που λένε.
Με ψυχρή ευγένεια μου λέει να καθίσω.
«Τα στοιχεία σας παρακαλώ. Ωραία. Τώρα, πέστε μας περιληπτικά τι έχετε να καταθέσετε. Mόνο όταν εγώ το ζητήσω θα μου απαντάτε αναλυτικά.
Αυτό, μπορεί να χρειαστεί ή και μπορεί να μη κριθεί απαραίτητο. Θα δείξει…
Λοιπόν, σας ακούω».
Του είπα επί τροχάδην τι άκουσα στην T.V. και του τόνισα ότι ο Ρένος αποκλείεται να είναι νεκρός τόσες ώρες γιατί απλά, ακριβώς πριν 11 ώρες σήμερα το πρωί, όπως και χθες, επικοινώνησα μαζί του . Που σημαίνει ότι κάποιο λάθος έχει κάνει ο Ιατροδικαστής, λάθος που θα οδηγήσει καταφανώς την ανάκριση σε εσφαλμένα μονοπάτια, του είπα ασθμαίνoντας.
«Καλώς.
Ερώτηση πρώτη:
Είπατε ‘’ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΉΣΑΤΕ.’’ Τίνι τρόπω παρακαλώ;»
Εξήγησα στον αξιωματικό, ανακριτή, ή ό, τι άλλο ήταν τέλος πάντων ο άνθρωπος, τη συνήθεια τόσων χρόνων που κρατούσε από την παιδική μας ηλικία. Τη συνήθεια του συγκεκριμένου σφυρίγματος ‘’συνθήματος.’’
«Και είπατε ότι ο φίλος σας απάντησε στο σφύριγμά σας;»
«Βεβαιότατα. Παίρνω όρκο. Διότι ΑΝ  ΔΕΝ  ΜΟΥ  ΑΠΑΝΤΟΎΣΕ θα μου έκανε τρομερή εντύπωση και θα φρόντιζα να μάθω είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικώς αν του συνέβαινε κάτι, ή και εάν απλά απουσίαζε. Δεν ξέρω αν καταλάβατε», συνέχισα, «μα η συνήθειά μας αυτή, δεν είχε κάτι το αφηρημένο ή το τυπικό, ήταν ένα σφύριγμα που μέσα σε τρία μουσικά μέτρα έκλεινε την καθημερινότητά μας όλη».

«Θα σας παρακαλούσα, αν σας είναι δυνατόν να μη φύγετε από το Τμήμα. Πρέπει να ειδοποιήσω τον κύριο Ανακριτή»… είπε.
Και μόνον τότε θυμήθηκα το ραντεβού με το κορίτσι μου, που θα είχε αρχίσει να με διαβολοστέλνει που άργησα να πάω.
Το είπα στον ανώτερο αξιωματικό και αυτός συναίνεσε στο να με πετάξει με το 100 ένας αστυφύλακας μέχρι το ζαχαροπλαστείο όπου με περίμενε η Δήμητρά μου. Το δέχτηκα με ευγνωμοσύνη μπορώ να πω. Δεν ήθελα προστριβές με την αγάπη μου. Τρόμαξα έως ότου την καταφέρω να τα φτιάξουμε. Σκληρό καρύδι η καλή μου, δύσκολη, πολύ δύσκολη… 
Πηγαίνουμε λοιπόν, την παίρνω, και επιστρέφουμε στο Τμήμα.
Η Δήμητρα, βλέποντας τα τσιρότα στα μάγουλά μου, βλέποντας και τα όργανα της τάξεως, αρχίζει να πλάθει τα δικά της σενάρια. Δεν την αδικώ.
Στον δρόμο, κατάφερα με δυο λόγια να της πω περί τίνος πρόκειται και σαν να ηρέμησε κάπως η κοπέλα.
Με είδε που ήμουνα συντετριμμένος, μου χάιδεψε το χέρι και μου είπε να μη στενοχωριέμαι και ότι αυτή θα είναι δίπλα μου.
Με το που φθάσαμε στο Τμήμα κατέφθασε και ο κύριος Ανακριτής. Το θέμα, φως φανάρι, ήταν κατεπείγον.
Κάπου είχα διαβάσει ότι αν ένα έγκλημα δεν εξιχνιαστεί το πρώτο 24ωρο από τη διάπραξή του, ύστερα δυσκολεύουν τα πράγματα. Κατ’ αυτούς είχαν περάσει 48 ώρες, ίσως και περισσότερες. Κατ’ εμέ ένα12ωρο και πολύ λέω.
Επανάληψη της διήγησης, άντε πάλι από την αρχή.
Στο κορίτσι μου, δεν επέτρεψαν να παρευρίσκεται στην πρώτη εκείνη ανάκριση.
 Ενοχλήθηκα μα δεν είπα λέξη.
Ο νεαρός Ανακριτής, όμορφος, φιλικότατος και αν έκρινα από το πώς του μιλούσαν οι δύο βαθμοφόροι αστυνομικοί, θα πρέπει να ήταν πολύ πετυχημένος στη δουλειά του. Όπως και να ‘χει, με τη στάση του με έκανε να αισθάνομαι οικεία.
Ελαφρώς ναι μεν χαλάρωσα λίγο, αλλά ο κόμπος στο λαιμό μου από τη στενοχώρια μου για του φίλου μου την απώλεια, μεγάλωνε.
Κάποια στιγμή, ακούω τον εαυτό μου να λέει τούτο το θεόκουφο:
«Είστε σίγουροι κύριοι ότι πρόκειται για τον Ρένο Μ; Μήπως πρόκειται για άλλο πρόσωπο που απλά βρέθηκε στο ιατρείο του οδοντίατρου;»
Με κοίταξαν και οι τρεις με απορία που εγώ την εισέπραξα σαν: ‘’Εμείς τώρα είμαστε οι βλάκες ή εσύ γιατρέ μας με τις αηδίες που ξεστομίζεις;’’
Όμως αυτοί προτίμησαν να μείνουν σιωπηλοί, με την απορία να φωτογραφίζεται στα μάτια τους.
Στη συνέχεια, ο Ανακριτής με ρωτά χωρίς όπως είπα να καταδεχτεί να απαντήσει στην ερώτηση που τους έκανα: «Και δεν μου λέτε, πώς ήταν το σφύριγμα του φίλου σας, το ηχόχρωμά του; Παρακαλώ για προσπαθήστε να το ανακαλέσετε στη μνήμη σας. ΠΩΣ ΉΤΑΝ  ΛΟΙΠΟΝ;» επανέλαβε την ερώτησή του, τονίζοντας τις λέξεις συλλαβή συλλαβή.
Και συνέχισε: «Προσέξτε, εφιστώ την προσοχή σας στην απάντηση που θα μου δώσετε Σαν τι συναίσθημα εξέφραζε;»
«Μα σας είπα. Δεν σας είπα; Αν κάτι συνέβαινε θα το καταλάβαινα αμέσως…
Π.χ. ας υποθέσουμε ότι την ώρα που του σφύριξα, εκείνη τη στιγμή κάποιος τον μαχαίρωνε. Εκείνος ΔΕΝ θα απαντούσε, όπως θα ήταν φυσικό με ένα μαχαίρι να του κόβει το λαιμό κι εγώ θα ανησυχούσα. Για να μην το κάνω λοιπόν θα πει ότι μου απάντησε και η σφαγή αποκλείεται. Αν πάλι την ώρα που σφύριξα ήταν ήδη νεκρός, πώς να μου απαντήσει; Άλλος ένας λόγος να προβληματιστώ.
ΕΓΏ όμως ΕΙΧΑ  ΑΠΑΝΤΗΣΗ κύριοι, και ήταν ολόιδια με το ΔΙΚΟ  ΜΟΥ  ΣΦΥΡΙΓΜΑ σαν ηχητικό καρμπόν, σαν ηχώ, σαν αντίλαλος, σαν…»
«Καλά, καλά, ηρεμήστε, θα την βρούμε την άκρη. Είναι όντως περίεργο. Όμως φίλε μου, δυστυχώς, το ότι ο οδοντίατρος είναι νεκρός από πολλές ώρες είναι ακριβέστατο. Ο Ιατροδικαστής είναι κατηγορηματικός. Και δεν έχει λαθέψει ποτέ απ’ όσο θυμάμαι και απ’ ό, τι μου έχουν πει ακόμη. Συν πλήν από την ώρα του θανάτου ζήτημα λεπτών… Και αν του ζητηθεί να είναι χειρουργικά πιο ακριβής, τα λίγα αυτά λεπτά μηδενίζονται. Δεν είναι θέμα ρίσκου. Απλά είναι ο άνθρωπος τέλειος στη δουλειά του. Λάθος προς όφελος δολοφόνου δεν έχει κάνει ποτέ. Πέστε μου όμως και κάτι άλλο. Εκτός από σας τους δύο επικοινωνούσε άλλος με τούτο το σφύριγμα;»
«Κατηγορηματικώς σας λέω πως ΟΧΙ. Ήταν τρόπω τινά το σήμα κατατεθέν μας. Οφείλω όμως να πω, ότι αυτήν μας τη συνήθεια και τον μεταξύ μας χαιρετισμό μέσω του σφυρίγματος, την γνώριζε ο περίγυρός μας. Τι θέλω να πω; Π.χ. αν κάποιος γνωστός μας, όπου και αν βρισκόταν, άκουγε τούτα τα τρία μουσικά μέτρα του τραγουδιού, καταλάβαινε ότι είτε ο Ρένος, είτε εγώ, βρισκόμασταν εκεί γύρω. Αυτό ναι, συνέβαινε».
«Μάλιστα».
«Κύριε ανακριτά, το τραγούδι πασίγνωστο και πανέμορφο και αν και τόσο παλιό εξακολουθεί να τραγουδιέται και να ακούγεται το ίδιο ευχάριστα…»
«Το ξέρω. Το ξέρω. Και σε μένα, Νατ Κινγκ Κόουλ σημαίνει ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ. Αρκετά για σήμερα φίλε μου, αρκετά. Σας παρακαλώ κανονίστε τα ραντεβού των ασθενών σας–γιατρός δεν είπαμε πως είστε;- γιατί θα σας χρειαστώ. Ελπίζω να με καταλαβαίνετε. Η μαρτυρία σας θα φέρει τα πάνω κάτω στην ιστορία τούτη. Ήδη το έχει κάνει. Έχετε υπ’ όψιν σας λοιπόν ότι κάποια στιγμή αύριο το πρωί ή κάποια στιγμή το απόγευμα, θα χρειαστεί να κάνουμε αναπαράσταση της στιγμής του σφυρίγματός σας έξω από το Ιατρείο του μακαρίτη στον πεζόδρομο της περιοχής.
Θα σας παρακαλέσω να θυμηθείτε πώς τον ακούσατε ή πώς τον είδατε δια ζώσης την όποια τελευταία φορά. Και επίσης να αποκωδικοποιήσετε τα συναισθήματα που σας δημιούργησαν τα τελευταία σφυρίγματα του φίλου σας.
Μας είπατε ότι καταλαβαίνατε από το σφύριγμα και μόνο, πώς θα αισθανόταν. Παρακαλώ εστιάσετε τη θύμησή σας σ’ αυτό το τελευταίο σας σφύριγμα. ΤΟ  ΤΟΝΊΖΩ ΑΥΤΌ. Για σήμερα, δεν σας χρειάζομαι άλλο. Η δεσποινίς απ’ έξω θα με έχει ήδη κάνει εχθρό της που σας κράτησα τόσο πολύ».

Βγήκα έξω και ανέπνευσα βαθιά. Λίγο ακόμα και θα πάθαινα ασφυξία εκεί μέσα. Είχα την αίσθηση ότι μεταξύ των υπόπτων είχαν και μένα. Σαν να μην μου έφθανε η στενοχώρια μου για του Ρένου το χαμό, είχα και τους αστυνομικούς να κάνουν focus πάνω μου. Με το δίκιο τους οι άνθρωποι, δεν λέω. Γι’ αυτούς όλοι είναι ύποπτοι. Κάνουν ένα ξεσκαρτάρισμα, μένει ένας μικρότερος αριθμός υπόπτων μέχρι να φθάσουν στον υπ’ αριθμ. 1.

Όταν χωριστήκαμε αργά το βράδυ με τη Δήμητρα, μετά στο σπίτι μου δεν με χωρούσε ο τόπος μεν, αλλά και οι πολλές συγκινήσεις με είχαν κάνει ράκος. Δεν με έπαιρναν τα πόδια μου. Έλεγα να ξαναβγώ. Δεν το έκανα. Έβαλα τις πυτζάμες μου, σέρβιρα στον εαυτό μου ένα ποτό, μετά ένα δεύτερο και άραξα στην πολυθρόνα μου με το laρtop μπροστά μου ανοικτό, χωρίς και να το βλέπω.
Τι με χαλάρωνε;
Το γράψιμο.    
Γράψιμο λοιπόν.
Εξιστορούσα τα γεγονότα στο ημερολόγιό μου μέχρι που από τις γρίλιες είδα το φως της μέρας. 
Τότε είπα να κλείσω λίγο τα μάτια μου, να κοιμηθώ δυο τρεις ώρες έστω. Η ημέρα θα ήταν σίγουρα δύσκολη και συναισθηματικά φορτισμένη. Η κηδεία του Ρένου ήταν για την επομένη. Να μπορούσα μόνον, αυτές τις δυο τρεις ωρίτσες να κατάφερα να τις αξιοποιήσω κοιμώμενος πράγμα που είχα μεν ελπίσει αλλά δεν το νόμιζα εφικτό. Ευτυχώς και λίαν παραδόξως το πέτυχα.

*

Τι θα έκανα αλήθεια σε λίγο;
Πώς θα άντεχα τις ερωτήσεις ξανά και ξανά; Πώς θα άντεχα το πέρασμά μου από το σπίτι του Ρένου;
Όταν τελείωναν όλα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι από τον πεζόδρομο εκείνο δεν θα ξαναπερνούσα στη ζωή μου όλη. Ο δρόμος αυτός διαγράφεται για μένα, μακάρι να διαγραφεί και από τον σκληρό δίσκο της μνήμης μου. Αχ βρε συ Ρένο μου. Σε είχα και με είχες στο stand by, φίλε παιδικέ μου. Δεν διαθέταμε ούτε ένα δυο απογεύματα το μήνα να βλεπόμαστε. Θαρρείς και ο Χρόνος μας είχε χαριστεί και θα ζούσαμε χρόνια και χρόνια… Να όμως που δεν καταφέραμε να χαρούμε τη συντροφιά ο ένας του άλλου όπως κάναμε παιδόπουλα. Και αρκούμασταν στην ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ!
Ούτε το τραγούδι θα θελήσω να ακούσω ξανά…
Και εσένα καλή μου Τζοκόντα δεν θα σε ξανακοιτάξω στο Λούβρο, γιατί θα έχω την εντύπωση ότι με το μυστηριώδες και αινιγματικό σου μειδίαμα θα ειρωνεύεσαι εμένα. Σαν να μου λες: ‘’Φίλε, ο Ρένος ΤΕΛΟΣ. Και τώρα βρες άλλο τραγούδι να συνεννοείσαι με τους φίλους σου. Μα να ξέρεις ότι τραγούδι σαν αυτό που γράφτηκε για μένα, δεν θα ξαναβρείς, όπως δεν θα ξαναβρείς άλλο φίλο παιδικό σαν αυτόν που έχασες.’’
Και με ξαναπήραν τα δάκρυα. Δεν ξέρω ρε συ Ρένο ποιος διέγραψε τη ζωή σου και γιατί. Τι με νοιάζει αν το έκανε Έλληνας ή Αλβανός, γυναίκα ή άντρας φίλος ή εχθρός. Και αν ακόμη ο εγκληματίας δε βρεθεί, θα έρθει στιγμή που και αυτός σε ΚΑΠΟΙΟΝ θα λογοδοτήσει. Δεν είναι λοιπόν αυτό που με νοιάζει φίλε μου. Με νοιάζουν τα όνειρά σου που δεν πραγματοποίησες, η οικογένεια, τα παιδιά που δεν πρόλαβες να κάνεις, η μάνα σου που κανείς στον κόσμο δεν θα μπορέσει να της δώσει παρηγοριά.
Ρένο αγόρι μου, στο καλό.
Έτσι του είπα νοερά και του σφύριξα το τραγούδι μας για τελευταία φορά.
Με δυσκολία ο ήχος έβγαινε από τα τρεμάμενα και σφιγμένα μου χείλη.

*

Θα ήταν η ώρα εννιά το πρωί, όταν με πήραν από την Αστυνομία και μου ζήτησαν σε μία ώρα να είμαι στο Τμήμα. Θα πηγαίναμε για αναπαράσταση.
Κάνω ένα κρύο ντους να διώξω τη νύστα μου.  
Να φορτίσω και το κινητό μου. Μπα, δεν προλαβαίνω. Θα το φορτίσω στο Τμήμα, σκέπτομαι.
Έξω από το σπίτι μου με περίμενε ένα περιπολικό. Άλλη έκπληξη και τούτη… Να ήθελαν να με εξυπηρετήσουν λες, ή για κάποιον άλλο λόγο που ούτε ήξερα αλλά και ούτε που με ενδιέφερε. Όπως και να’ χει με βόλευε το γεγονός, γιατί έτσι άυπνος και καταπονημένος ψυχικά όπως ήμουνα, μάλλον επικίνδυνος οδηγός θα πρέπει να ήμουν. Κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια. Μπορεί και γι’ αυτό να ήρθε το περιπολικό. Λέμε τώρα!!!
Το Τμήμα να έχει ντουμανιάσει, σκέτος τεκές.
Μα καλά, εδώ δεν ισχύει ο Νόμος της απαγόρευσης του καπνίσματος; Να θυμηθώ κάποια στιγμή να το πληροφορηθώ. Θα έχει ενδιαφέρον να μάθω την απάντηση των φρουρών της τήρησης των Νόμων. Εκτός και αν, οι κύριοι αυτοί και οι κυρίες, είναι υπεράνω Νόμων!!!
Άρχισα να τα παίρνω στο κρανίο. Καλό σημάδι αυτό. Σημαίνει ότι βγαίνω από την απάθεια και την αδράνεια που με είχε παραλύσει.
«Παρακαλώ μήπως θα μπορούσε κάποιος να με πληροφορήσει πού είναι ο χώρος των καπνιστών να κάνω ένα τσιγάρο;» ρωτάω με θανατερή ειρωνεία.
«Εδώ, εδώ, με την ησυχία σας. Σαν στο σπίτι σας».
«Μα εδώ γράφει ότι απαγορεύεται το κάπνισμα»…
«Ναι όντως απαγορευόταν. Μόλις είχαμε άρση της απαγόρευσης!... Γι’ αυτό επωφεληθείτε όση ώρα θα βρίσκεται εν ισχύ» είπε ειρωνικά ο χθεσινός υπαστυνόμος και έσπευσε προς τιμήν του να ανοίξει το παράθυρο να καθαρίσει κάπως το τοπίο για να μπορεί αν μη τι άλλο να διακρίνει ο ένας τον άλλο καθώς τα σύννεφα του καπνού διαλύονταν από το ζωογόνο αεράκι που όρμησε στο δωμάτιο με το άνοιγμα του παραθύρου.
«Παιδιάάάά έρχεται ο Ανακριτής με τον εισαγγελέα και τον ιατροδικαστή» ειδοποιεί ένας αστυφύλακας.
Για το πότε πετάχτηκαν από τα γραφεία τους, προϊστάμενοι, υφιστάμενοι, με τα περιοδικά και τις εφημερίδες στα χέρια εν είδει ανεμιστήρα χειρός, να προσπαθούν να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα…
Αν δεν ήμουν τόσο στενοχωρημένος θα είχα ξεραθεί στο γέλιο. Απίστευτη σκηνή. Καλά, δεν τους περίμεναν τους ανθρώπους; Αφού τους περίμεναν. Τότε, γιατί δεν φρόντισαν να καθαρίσουν το air pollution του Αστυνομικού Τμήματος που αν και πρωί μύριζε απαίσια;;; Μυστήριο. Ένα από τα πολλά που θα ακολουθούσαν σε λίγο.
Και ο είρων υπαστυνόμος γυρίζει και μου λέει:
«Εγώ σας είπα να επωφεληθείτε της άρσης απαγόρευσης. Δεν το κάνατε. Λυπάμαι  αλλά η απαγόρευση μόλις άρχισε να τελεί εν ισχύ εκ νέου. Και όχι. Άλλος χώρος καπνίσματος στο Δημόσιο Κατάστημα δεν υπάρχει. Ίσως αργότερα στο δρόμο. Αν και μπροστά στον κύριο Εισαγγελέα από σεβασμό και μόνο το αποφεύγουμε Σας συμβουλεύω να κάνετε το ίδιο και σεις».
*
«Α μάλιστα, είστε ο κύριος με το σφύριγμα. Εσείς που με αμφισβητήσατε. Δεν είναι;» είπε ο Ιατροδικαστής. «Ω, μα μην ενοχλείστε κύριε δεν είναι η πρώτη φορά που με αμφισβητούν. Και ξέρετε όταν έρθει η στιγμή της επαλήθευσης των γνωματεύσεών μου, η ‘’νίκη’’ μου να την πω, φαντάζει μεγαλύτερη απ’ ό, τι της αξίζει πραγματικά, αφού αυτή δε είναι παρά η δουλειά μου».
« Σας παρακαλώ κύριε» του είπα ευγενικά. «Ακούστε με για λίγο. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι την ώρα που εσείς λέτε ότι ο φίλος μου ήταν ήδη νεκρός και μάλιστα από ώρες, εγώ είχα επικοινωνία μαζί του».
«Κι’ εγώ φίλε μου. Κι’ εγώ είμαι σίγουρος για τα λεγόμενά μου. Θα δούμε ποιος θα δικαιωθεί. Έτσι γίνεται πάντα. Πιστέψτε με. Μα να σας ρωτήσω κάτι. Μήπως ο φίλος σας είχε δίδυμο αδελφό;»
«Απ’ ό, τι είμαι σε θέση να γνωρίζω όχι, κύριε ιατροδικαστή. Τον γνωρίζω χρόνια και χρόνια. Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού. Εκτός και αν υπήρχε δίδυμος και είχε δοθεί προς υιοθεσία ας πούμε. Ή για κάποιον ιξ λόγο, είχε απομακρυνθεί από την οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο δεν ακούστηκε ποτέ, ούτε καν ψίθυροι ή κουτσομπολιά. Μεγαλώσαμε μαζί. Όλη την ημέρα ήμουνα σπίτι του ή αυτός στο δικό μου. Αν κάτι συνέβαινε, κάτι θα είχα ακούσει. Μα γιατί ρωτάτε; Ανακαλύφτηκε κάτι τέτοιο; Έχει,… είχε,… δίδυμο αδελφό;»
«Φίλε μου επίτρεψέ μου τα ερωτήματα να τα κάνω εγώ. Σύμφωνοι; Για πες μου, είχε ο φίλος σου κάποιο σημάδι κάπου στη πλάτη του, κάποιο άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστι κό, είτε στο σώμα είτε στο περπάτημά του, στη φωνή του, για να πεις σαν τον δεις  ανάμεσα σε σωσίες του: ‘’Να τος. Αυτός είναι’’».
«Αν θυμάμαι καλά, ΝΑΙ είχε. Είχε ένα σημάδι κάπου στην πλάτη. Και μάλιστα οι παλιοί έλεγαν κάποια πράγματα με τον Άγιο Συμεών, κάτι τέτοια τέλος πάντων που προσωπικά δεν τα πιστεύω. Άκουσε γιατρέ, (σημ. ενικό εσύ, ενικό κι’ εγώ), τα σημάδια εμένα, είτε ορατά είτε αόρατα δεν μου λένε τίποτα στη σημερινή εποχή με την πρόοδο της πλαστικής χειρουργικής. Που σημαίνει ότι μπορεί να το είχε αφαιρέσει κιόλας. Το αποκλείεις;»
«Έχεις δίκιο. Αν όμως υπάρχει, θα μπορούσες να το αναγνωρίσεις αύριο που θα πάμε για αναγνώριση; Ή μάλλον, όχι αύριο μα σήμερα, τώρα».
«Σου είπα τη γνώμη μου για τα σημάδια. Μα αφού ρωτάς σου απαντώ και βέβαια μπορώ».
«Ξύπνιος μου μοιάζεις νεαρέ».
«Και συ συνάδελφε κι’ εσύ. Είμαι, κι’ εγώ γιατρός, εξ’ ού το ‘’συνάδελφε’’».
«Λοιπόν παιδιά αρχίζουμε. Πρώτος σημερινός προορισμός μας το Νεκροτομείο », είπε κοφτά ο ιατροδικαστής.
Με τρία τέσσερα περιπολικά της αστυνομίας να τρέχουν τσιρίζοντας, φθάνουμε του σκοτωμού στο απαίσιο τούτο το μέρος.
Όλα κάτασπρα, απαστράπτοντα.
Και συρτάρια, συρτάρια, συρτάρια, με μακάβριο περιεχόμενο.
Σε ένα από αυτά και σκεπασμένος μέχρι το κεφάλι με κάτασπρο σεντόνι ένας παγωμένος άνθρωπος, παγωμένος όχι μόνο από το άγγιγμα του θανάτου, αλλά από αυτό του ψυγείου έως ότου τελειώσει η ταλαιπωρία της αναγνώρισής του και των λοιπών διαδικασιών που προηγήθηκαν. Ούτε πεθαμένος ησυχάζεις εύκολα!!!
Η καρδιά μου σε χορό πυρρίχιο. Ώρες είναι να βγει από το στήθος μου και να βρεθώ και γώ συρταρωμένος, σκέπτομαι με φρίκη.
Κοιτάζω.
«Είναι όντως ο Ρένος κύριε ιατροδικαστή. Και το σημάδι, ναι αυτό είναι».
Ζήτησα την άδεια να πάω επειγόντως στην τουαλέτα. Μόλις που πρόλαβα να μπω. Έβγαλα ό, τι είχε το στομάχι μου και τα έντερά μου. Δεν θα πρέπει να έμεινε μέσα μου ούτε υπόνοια τροφής και υγρών όχι μόνον πρόσφατων αλλά και του απώτερου παρελθόντος. Στέγνωσα. Σαν γιατρός που ήμουνα διέγνωσα ΑΦΥΔΑΤΩΣΗ. 
Είδα τα μούτρα μου στον καθρέφτη και δεν τα γνώρισα. Κατατρόμαξα. Δεν με είχα ματαδεί έτσι. Κατακίτρινος.
Μάτια πρησμένα. Γένια δύο ημερών. Έμοιαζα βρώμικος, μα δεν ήμουν. Μόλις πριν δύο ώρες είχα μπανιαριστεί. Ή έτσι θυμόμουνα. Μπορεί να έκανα όμως και λάθος;
Μόλις τους είδα όλους να με κοιτούν ίσως με οίκτο, ζήτησα να καθίσω κάπου. Τα πόδια μου έτρεμαν.
«Θα καθίσεις στο αμάξι» μου είπαν.
Στηρίχθηκα στα μπράτσα τους που ευγενικά μου προσφέρθηκαν. Σωριάστηκα στο κάθισμα μέσα στο περιπολικό. Άνοιξα το παράθυρο μέχρι κάτω. Νόμιζα ότι δεν υπήρχε αέρας να αναπνεύσω. Πνιγόμουνα. Το μόνο που ευχήθηκα ήταν να μην είχα μια καινούρια εμετική κρίση. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου, μα γρήγορα τα ξανάνοιξα γιατί καταλάβαινα ότι θα με έπαιρνε ο ύπνος.
Για κοίτα. Όλη τη νύχτα ευχόμουνα να κοιμηθώ λιγάκι χωρίς να τα πολύ καταφέρνω παρά μόνο μετά από απελπισμένες προσπάθειες και ο ύπνος ερχόταν τώρα απρόσκλητος τελείως, την πλέον ακατάλληλη στιγμή. Σίγουρα έτσι και κοιμόμουνα θα ήταν μετά αδύνατον να με ξυπνήσουν. Το ένιωθα. Ρεζίλι θα γινόμουνα.
Γυρίζω στον αστυνομικό που καθόταν δίπλα μου και τον παρακαλώ να με χαστουκίσει.
Ο χριστιανός με κοιτάζει απορημένος.
«Φίλε, σας χαστουκίζουμε όταν υπάρχει λόγος και μετά τραβάμε των παθών μας τον τάραχο με μηνύσεις, με διαθεσιμότητες, με δημοσιογράφους και κανάλια. Και τώρα που ΔΕΝ υπάρχει καν υποψία αιτίας, έρχεσαι του λόγου σου και μου ζητάς να σου τις βρέξω; Γιατί μωρέ; Είσαι με τα καλά σου; Για να’ έρθει μετά να με κυνηγάει ο Άρειος Πάγος;»
«Αστυνομικό μου όργανο, να με χαστουκίσεις ζήτησα για να μου φύγει η νύστα που με έχει καταλάβει, δεν σου ζήτησα να με σακατέψεις»!!!
«Αν είναι έτσι, ΟΚ, άρπα την να την φχαριστηθείς».
Μέρα μεσημέρι και ορκίζομαι ότι είδα ως και τη Μεγάλη Άρκτο μεταξύ των άλλων αστερισμών. Αλήθεια λέω. Να’ ναι καλά ο μπάτσος, Ξύπνησα για τα καλά.
Το τι γέλια έκανε ο αστυνόμος, δεν λέγεται. Ο άνθρωπος ήρθε και έγινε κατακόκκινος σαν παντζάρι. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του και φοβήθηκα μην μου πάθει τίποτα. Ευτυχώς σιγά σιγά, το χρώμα του έγινε φυσιολογικό. Και ησύχασα.
Γυρνάμε στο Τμήμα.
Ο Ιατροδικαστής μας αποχαιρετά. Είχε λέει πολλή δουλειά στο… ‘’μαγαζί’’ του και βιαζόταν. Και πρόκειται για μαγαζί απ’ αυτά που δεν γνωρίζουν αναδουλειές ποτέ. Είτε  με κρίση είτε χωρίς!!!
Παναγιά μου, δουλειά και η δική του! Μπρ μπρ μπρ… 


 Και αφού η Ελληνική Αστυνομία ευγενέστατη, μας τράταρε καφέ και κρουασάν και  ήρθαμε και στανιάραμε κάπως, ο Εισαγγελέας είπε:
«Κύριοι ώρα να φεύγουμε. Μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι θα πρέπει να έχουν τελειώσει τα τυπικά διαδικαστικά. Παρακαλώ ας μη χάνουμε χρόνο».
Εμένα πάντως η ευγένεια των ανθρώπων αυτών με εξέπληξε. Να μην το πω; Ομολογώ δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ.
Καινούρια έθιμα στο λειτούργημα;
Γουστάρω.
Και ο κύριος εισαγγελέας συνεχίζει:
«Ο φονιάς τριγυρίζει ανενόχλητος εκεί έξω, όσο εμείς τρώμε και πίνουμε»…
*
«Γιατρέ μου η μαρτυρία σας πάει την υπόθεση πολύ πίσω και αυτό δεν είναι καθόλου καλό, μα καθόλου καλό…»
«Και εγώ σαν τι θέλετε δηλαδή να κάνω αγαπητέ μου Κύριε; Να σιωπήσω; Να μην πω τις αλήθειες μου;»
«Καλά, καλά, ας πηγαίνουμε λοιπόν».
Και φύγαμε. Και φθάσαμε στον πεζόδρομο του Ρένου που θα υποχρεωθώ να τον διαβώ για τελευταία φορά ελπίζω στη ζωή μου. Και ο έχων το γενικό πρόσταγμα της αναπαράστασης ‘‘σκηνοθέτης’’ προστάζει:
«Κλακέτα. Η στιγμή του σφυρίγματος. Πάμε»…
Και άκου, Χίσκοκ. Μη βγεις από το μνήμα σου και μας κυνηγάς που θα σου πάρουμε και θα ξεπεράσουμε τη φήμη σου ως μαιτρ των ταινιών θρίλερ, διότι:
Σφυρίζω μεν εγώ, «Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα…», και ω του θαύματος ο Ρένος, (ο ποιος;;;; Ο Ρένος;;;;), απαντά σαν σε ηχώ, σαν, όπως ξαναείπα, ηχητικό καρμπόν:
«Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα»…
Άπαντες κοκαλώνουν εκτός από εμένα, που εκτός από το κοκκάλωμα έχασα και τον κόσμο γύρω μου. Φαίνεται θα έπεσα κάτω ξερός γιατί όταν με συνέφεραν, το πανάκριβο μαύρο παντελόνι μου και το εξαίσιο μαύρο μου πουκάμισο ήταν μέσα στην σκόνη και το χάλι τους το… μαύρο!!!
«Τώρα σου χρειαζόταν η σφαλιάρα ρε φίλε», μου σφύριξε στο αφτί ο υπαστυνόμος «για να πάρει λίγο φως το πεθαμενατζίδικο χρώμα του προσώπου σου» συμπλήρωσε.
Κάποιος έσπευσε να μου δώσει ένα μπουκαλάκι νερό που το ήπια με απληστία και ευγνωμοσύνη. Σαν να συνήλθα κάπως.
Ο ‘’σκηνοθέτης’’ ξανά προστάζει:
«Κλακέτα, δεύτερο σφύριγμα, πάμε…»
Εγώ: «Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα…»
Απάντηση: «Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα…»
Τη φορά αυτή, όχι δεν έπεσα. Βρε πανάθεμά σε Λεονάρδο Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα σου και τα υποκοριστικά της, πανάθεμα και τον Νατ Κινγκ Κόουλ με το τραγούδι του και ας είναι και αυτός πεθαμένος άνθρωπος. Βαλθήκατε στο άνθος της ηλικίας μου να μου πάρετε τη ζωή;;;…
«ΤΙ  ΓΙΝΕΤΑΙ  ΕΔΩ  ΠΕΡΑ;» ρωτάω έντρομος. «Μέρα μεσημέρι φαντάσματα;»
«Γιατρέ, για δώσε λίγη προσοχή, Άκου:»
«Κοκορίίίίκο. Κοκορίκοοο…»
Η ηχώ:
«Κοκορίίίίκο. Κακορίκοοο…»
Δεν καταλάβαινα Χριστό.
Είχε ο δρόμος κάποια ιδιομορφία εδαφική;
Επρόκειτο για κάποιο εύκολα να εξηγηθεί φυσικό φαινόμενο;
Τι συνέβαινε; Δεν είχα ιδέα. Είχα και ένα κατάλοιπο ζαλάδας από τη λιποθυμία μου την προηγούμενη, οπόταν το μυαλό δεν ρόλαρε αρκούντως.     
Βλέπω τον Εισαγγελέα να πηγαίνει προς την  πολυκατοικία του Ρένου και να κτυπάει τα κουδούνια. Κάτι λέει σε κάποιον που του άνοιξε και σε λίγο βλέπουμε μεταξύ των άλλων ενοίκων, να βγαίνει από την πόρτα ένας πιτσιρικάς κρατώντας στα χέρια του ένα τεράστιο κλουβί με ένα μεγάλο μαυροπούλι μέσα του.
«Βλάκα, ε βλάκα…» λέει ο Εισαγγελέας στο πουλί.
«Βλάκα, ε βλάκα…» του  απαντά εκείνο.
«Ευχαριστώ»… ο Εισαγγελέας.
«Ευχαριστώ»… το μαυροπούλι.
Και επιτέλους κατάλαβα. Ήταν ένα Μάινα, ένα από αυτά τα πουλιά που μιμούνται την ανθρώπινη λαλιά.
Με ξανάπιασε σκοτοδίνη.
Δηλαδή, τόσον καιρό το πουλί ήταν που ανταποκρίνονταν στο σφύριγμά μου; Και  άραγε από πότε γινόταν αυτό;
«Και πόσον καιρό το έχεις το πουλί νεαρέ;» ρωτά ο Εισαγγελέας.
«Εδώ και τρεις ημέρες».
Άρα δεν ήταν ο ΡΕΝΟΣ μου που μού απάντησε αλλά αυτό το απαίσιο βρωμοπούλι!!!

Και τώρα για πέστε μού παρακαλώ. Μπορούσε ποτέ να πάει το μυαλό μου ότι ένας δολοφόνος θα εύρισκε έναν τέτοιο συνένοχο, έναν τέτοιο ύπουλο συνεργάτη μόνο και μόνο για να κερδίσει χρόνο και να το σκάσει; Μπορούσα; Ακόμη και η σύμπτωση, με το μέρος του ληστή; Είναι δυνατόν;
Αμέ .Να που είναι.
«Βρωμόπουλο, με την πρώτη ευκαιρία θα σε ξεπουπουλιάσω, το υπόσχομαι και να μου το θυμηθείς», του σφύριξα μέσα από τα δόντια μου.
Με άκουσε, δεν μ’ άκουσε, θα σας γελάσω. Το βέβαιο είναι ότι δεν μου απάντησε, όπως έκανε με τον Εισαγγελέα!!! 

*

Τα περαιτέρω πιθανόν και να μην σ’ ενδιαφέρουν αγαπητέ μου αναγνώστη. Μια συνηθισμένη ιστορία εγκλήματος θα πεις. Μα έτσι για την ιστορία να πω ότι τον δολοφόνο τον έπιασαν. Όχι κανένας λαθρομετανάστης, μα ένα Ελληνικό μπουμπούκι παρέα με έναν άλλον, αγνώστου προελεύσεως, αριστούχοι και οι δύο απόφοιτοι των φυλακών απ’ αυτούς που η ανθρώπινη ζωή είναι μικρότερης αξίας απ’ ό, τι ένα πακέτο τσιγάρα. Στο Θεό τους, σαν τι ήλπιζαν να βρουν και να ληστέψουν μέσα σε ένα οδοντιατρείο; Καμιά μασέλα, ή καμιά από τις τανάλιες εξαγωγής δοντιών; Εκτός και αν είχαν κανένα άγριο απωθημένο με αυτού του είδους τα εργαλεία και κυρίως τον τροχό. Μα απ’ ό, τι είπαν οι ειδικοί, τίποτα από αυτά δεν έλειπε, γι’ αυτό ανέφερα το πακέτο τα τσιγάρα. 
Και τους ξανά έβαλαν στη φυλακή, όπου θα τρώνε και θα πίνουν τσάμπα, εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έως έρθει η στιγμή που θα το σκάσουν από κει μέσα (το μόνο εύκολο) για να συνεχίσουν και πάλι, ελεύθεροι, το θεάρεστο έργο τους.
Να αφανίσουν κάποιον άλλο Ρένο δηλαδή.
Και μια μάνα, έναν φίλο, να θρηνούν το χαμό του!!!…

Τ  Ε  Λ  Ο  Σ

**

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου