Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Διήγημα της Χριστίνας Σουλελέ - Μπουφ και… φτου ξελευτερία


 Η Μυρτώ τέλειωσε τις δουλειές της και, όπως κάθε βράδυ τέτοια ώρα, ετοιμάστηκε να βγει στη βεράντα. Αρχή του καλοκαιριού κι ο καιρός γλυκός. Τα παιδιά έπαιζαν ήσυχα λίγο πιο πέρα. Ο Νίκος, ο άντρας της, από στιγμή σε στιγμή θα γύριζε από τη δουλειά και θα κάθονταν μαζί να πουν τα νέα της ημέρας. Από παιδιά ήταν μαζί  στα παιχνίδια, στο σχολείο, στις χαρές, στις λύπες…
Πήρε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, αυτό που της άρεσε πάντα να πίνει και κάθισε στην πολυθρόνα. Λυτρωτική αυτή η ώρα . Η δική της ώρα. Ήπιε μια δυο γουλιές και χαλάρωσε.
Ένα αεράκι την τύλιξε με άρωμα από αγιόκλημα και η μνήμη την οδήγησε σε μονοπάτια ξεχασμένα, τόσο μακρινά και συνάμα κοντινά.
Η ματιά της έπεσε απέναντι στο ερειπωμένο σπίτι, εκεί που άλλοτε ήταν το σπίτι της γιαγιάς Αμαλίας. Έτσι την έλεγαν τη γυναίκα που ζούσε εκεί. Γλυκιά, καλοσυνάτη. Δεν ήταν μεγάλη σε ηλικία, αλλά  στα μάτια των παιδιών οι ηλικίες αποκτούν άλλη διάσταση. Ίσως ήταν και το τσεμπέρι που φορούσε πάντα στο κεφάλι. Της προσέδιδε χρόνια και την έκανε να φαίνεται μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν.
Στον κήπο της, στην μπροστινή πλευρά του σπιτιού μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς, μαζί και η Μυρτώ κι ο Νίκος κι έπαιζαν ως αργά το βράδυ. Αριστερά από την αυλόπορτα υπήρχε ένα αγιόκλημα. Τόπος μάζωξης των γυναικών, τόπος αφήγησης παραμυθιών σαν τέλειωνε το παιχνίδι.
Τίποτα δε θύμιζε πια εκείνο το σπίτι με τα μπλε πορτοπαράθυρα και τα ασβεστωμένα πεζούλια. Τη γιαγιά Αμαλία την πήραν τα παιδιά της στην Αμερική και το σπίτι έμεινε ανυπεράσπιστο στο χρόνο. Έγινε ένα άδειο κουφάρι, με τα πορτοπαράθυρα να χάσκουν ξεχαρβαλωμένα. Το αγιόκλημα ξεράθηκε. Μα αυτή η μυρωδιά πάντα εκεί. Να επιμένει.
Η Μυρτώ αντίκριζε τα χαλάσματα  κάθε μέρα. Τι την έπιασε απόψε και ξαναγύρισε πίσω στο χρόνο; Ίσως η μυρωδιά από το αγιόκλημα. Ίσως η εκκωφαντική σιωπή. Πού πήγαν οι φωνές των παιδιών; Τα παραμύθια των γιαγιάδων;
Στ’ αυτιά της έφτασαν ήχοι γνώριμοι. Μπουφ! Η αγαπημένη λέξη των παιδικών της χρόνων. Η λέξη που σηματοδοτούσε την έναρξη της χαράς, της ξεκούρασης, της φυγής από το άγχος των μαθημάτων.
Μπουφ! Να τη πάλι. Κι αυτή τη φορά με συνοδεία …άμπε μπα μπλομ … ο Καρακατσάνης μπήκε στο τηγάνι… άκατα μάκατα… τσακωμοί αν κάποιος έκανε ζαβολιά στο μέτρημα κι έπειτα γέλια, φωνές και φτου ξελευτερία!
Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα, ακούμπησε τα κλειδιά στο τραπέζι και κάθισε δίπλα της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Πρώτη φορά την έβλεπε αμίλητη με το βλέμμα καρφωμένο στα απέναντι χαλάσματα. Το τρίξιμο της πολυθρόνας τον πρόδωσε.
Η Μυρτώ γύρισε και τον κοίταξε. Ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του κι έβγαλε από το ντουλάπι του χρόνου τα χρώματα, τα αρώματα, τα ακούσματα και τις εικόνες μιας άλλης εποχής. Θυμήθηκαν μαζί το κυνηγητό ανάμεσα στα δέντρα, το κρυφτό πίσω από τις μάντρες, τα μήλα μπροστά από την αυλόπορτα αλλά και τα  κεράσματα της γιαγιάς Αμαλίας . Μια φέτα ψωμί αλειμμένη με λάδι και ζάχαρη κι ένα ποτήρι νερό ήταν αρκετά για να τυλίξουν με μεγαλύτερη γλύκα τη θύμηση των παιδικών τους χρόνων.
Η φωνή της κόρης τους διέκοψε το ταξίδι στο χρόνο και τους επανέφερε στην πραγματικότητα.
Ναι! Νίκησα! Φώναζε.
Γύρισαν και την κοίταξαν. Κρατούσε στα χέρια της το τάμπλετ. Με μάτια καρφωμένα στην οθόνη και με χέρια που άπληστα ακολουθούσαν κάτι να κινείται, ζούσε το δικό της όνειρο.
-Μα τι παιχνίδι είναι τούτο; Μονολόγησε η Μυρτώ. Υπάρχει παιχνίδι χωρίς φίλους, χωρίς γέλια και φωνές, χωρίς τσακωμούς, χωρίς αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλα, χωρίς γρατζουνιές στα γόνατα; Και το μπουφ πού πήγε; Δεν μπορεί να χάθηκε. Σίγουρα είναι κρυμμένο εκεί ανάμεσα στα χαλάσματα και περιμένει κάποιες παιδικές φωνές για να βγει και να φωνάξει φτου ξελευτερία!
-Μπα σε καλό σου Μυρτώ. Τι σε έπιασε απόψε; Τι σου φταίει το παιχνίδι των παιδιών; Πάρ’ το απόφαση. Οι εποχές αλλάζουν, το ίδιο και τα παιχνίδια. Μου φαίνεται πως άρχισες να γερνάς… της είπε πειραχτικά ο Νίκος και την τσίμπησε στο μάγουλο.
-Τα παιχνίδια μπορεί να αλλάζουν. Όχι όμως και οι ανάγκες των παιδιών, γύρισε και του είπε κοφτά.
Ήπιε την τελευταία γουλιά κι άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Είχε πάρει την απόφαση να γνωρίσει στα παιδιά της το μπουφ!  Ήταν σίγουρη πως αν το γνώριζαν, θα  το έκρυβαν βαθιά  μες στην καρδιά τους κι  ακόμη κι αν  το τύλιγε ο χρόνος με τη λήθη του, εκείνο θα έβρισκε μια χαραμάδα για να βγει. Αλλά κι αν το έβρισκαν παλιομοδίτικο, άξιζε να το γνωρίσουν και μετά ας αποφάσιζαν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να γίνει η αρχή. Και η Μυρτώ αποφασιστική και πεισματάρα καθώς ήταν, είχε πάρει την απόφασή της. Κι αυτή την απόφαση έπρεπε να την τυλίξει με μυστήριο και φαντασία για να δώσει  κίνητρο στα παιδιά να ανακαλύψουν μόνα τους τα αραχνιασμένα μονοπάτια που θα τα οδηγούσαν σε αυτή τη μαγική λέξη. Ήξερε πως τα παιδιά από τη φύση τους ήταν έτοιμα να δεχτούν αυτή την πρόσκληση και πρόκληση μαζί.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, εκεί, απέναντι στα χαλάσματα,  θα έψαχναν το μπουφ. Θα καλούσαν κι άλλα παιδιά. Εκείνα που βρίσκονταν στα σπίτια τους αναζητώντας τη φυγή μέσα από τα δικά τους μοναχικά παιχνίδια. Ήταν πιο απλό απ’ ότι περίμενε. Το μπουφ βγήκε από τα ερείπια, ταξίδεψε σε άλλο χρόνο, έπιασε από το χέρι τα παιδιά και τα οδήγησε στην πραγματική χαρά του παιχνιδιού. Έδωσε χρώμα στα μάγουλά  τους, ήχο στη φωνή τους, συντροφικότητα στα παιχνίδια τους.  Τα χαλάσματα απέκτησαν ζωή κι η γειτονιά γέμισε φωνές.
Κι αυτή η μυρωδιά από το αγιόκλημα  πάντα εκεί. Να επιμένει και να φωνάζει μαζί με τα παιδιά: Μπουφ  και …φτου ξελευτερία!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου