Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ΜΟΥΛΙΟΥ - «ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΤΟΥ ΜΠΑΛΚΟΝΙΟΥ».



Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Β.Ε.
«ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΤΟΥ ΜΠΑΛΚΟΝΙΟΥ»

Το κτύπημα του κουδουνιού, παρά τη γραπτή απαγόρευση στην τζαμαρία της εισόδου της πολυκατοικίας έκανε την Ελίζα να θυμώνει. Τι ήταν πια αυτό το κακό με το κουδούνι; Μέχρι που πια σκέφτηκε να το απενεργοποιήσει για να βρει η γυναίκα την κάποια ησυχία της … Πότε οι διαφημιστές, πότε κτύπημα κατά λάθος, πότε ο ταχυδρόμος που εύρισκε βολικό, άγνωστον γιατί, το δικό της το κουδούνι να κτυπά για να αφήσει μέσα από την πόρτα τα γράμματα, ποντάροντας πιθανόν στην κατανόησή της που πήγαζε από μιαν έμφυτη ευγένεια για την οποία την παίνευαν όλοι. Ευγενής σύμφωνοι, μα τα νεύρα της είχαν γίνει τσατάλια Το σπίτι της κάθε άλλο παρά ήταν το ησυχαστήριο που δικαιούται να έχει καθένας σαν σπίτι του. Έτσι η απόφαση για απενεργοποίηση ελήφθη και το κουδούνισμα που άκουγε αυτή τη στιγμή ήταν ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ίσως. Γι αυτό και του έδωσε μιαν ιδιαίτερη σημασία ανοίγοντας την πόρτα της αφού πρώτα μιλώντας στο θυροτηλέφωνο τής φάνηκε σαν μια φωνή που δεν προμήναγε κακό. Μια φωνή ζεστή και με μια χροιά ικεσίας και ευγένειας έννοιες για τις οποίες η Ελίζα ήταν πολύ ευαισθητοποιημένη. Άνοιξε λοιπόν ρισκάροντας.
Ένας άντρας γύρω στα πενήντα του όπως τον έκοβε, που μπορεί να ήταν και νεότερος αλλά έδειχνε ταλαιπωρημένος. Άψογα ντυμένος και απέπνεε καθαριότητα και φινέτσα. Την χαιρέτησε με μιαν ελαφρά υπόκλιση και της είπε με σταθερή φωνή κοιτάζοντάς την κατ’ ευθείαν στα μάτια:
«Κυρία μου επιτρέψτε μου να συστηθώ, λέγομαι Λεωνίδας Μανιάτης ορίστε και η ταυτότητά μου. Σας παρακαλώ μην έχετε ενδοιασμό. Δεν είμαι μήτε λωποδύτης μήτε κανενός είδους κακοποιός, αλλά ούτε και διαφημιστής ή πλασιέ κάποιου προϊόντος. Δεν κτυπώ έτσι άσκοπα τα κουδούνια ξένων σπιτιών πιστέψτε με. Θα μπορούσα να μπω για λίγο στο σπίτι σας παρακαλώ; Είμαι 54 ετών και πριν πενήντα χρόνια ακριβώς άφησα σε τούτο εδώ το σπίτι την τελευταία μου πνοή».
Η Ελίζα τα έχασε. Σίγουρα είχε να κάνει με κάποιον ψυχοπαθή που της έλεγε πράγματα ΠΑΛΑΒΑ και που αυτή πιο παλαβή ακόμη καθόταν σαν χαζή και τον άκουγε. ‘’Πόσοι κα πόσοι σαν και αυτόν’’ σκέφτηκε ‘’δεν κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσά μας κινδυνεύοντας τόσο οι ίδιοι όσο και αθώοι άνθρωποι θύματα της ψυχικής αρρώστιας τους.’’
Μα η Ελίζα ήταν ένας πονόψυχος και ευγενικός άνθρωπος μα καπάκι και γενναίος γνώστης μιας ή περισσοτέρων Ιαπωνικών πολεμικών Τεχνών και επομένως δεν φοβόταν. Κρίνοντας δε από τη σωματική του διάπλαση κατάλαβε ότι αν μη τι άλλο ήταν …του χεριού της θα τον διέλυε έτσι και ακουμπούσε χέρι πάνω της ή στην περιουσία της. Έτσι του επέτρεψε να μπει. Την έτρωγε η περιέργεια τι άλλο παλαβό θα είχε να της πει.
Κάθισαν στο σαλόνι.
Ο επισκέπτης έριξε μια ματιά ολόγυρα και με φωνή συγκινημένη είπε:
Τίποτα δεν άλλαξε πέρα από την επίπλωση. Ακόμη και το χρώμα στους τοίχους παρέμεινε το ίδιο φρεσκαρισμένο βέβαια πιθανόν πολλές φορές.
Να ρίξω μια ματιά στη βεράντα; Δεν το ελπίζω βέβαια αλλά εύχομαι να υπάρχει ακόμη η απίστευτα ωραία κληματαριά που σκέπαζε τη βεράντα καθώς και το αναρριχώμενο μαγευτικό γιασεμί που μοσχοβολούσε με το άρωμά του όλη η γειτονιά».
Η Ελίζα τον άκουγε κατάπληκτη. Πού ήξερε ο άνθρωπος αυτός τόσο για την αιωνόβια κληματαριά όσο για πανέμορφο γιασεμί; Σίγουρα θα πρέπει να ήταν κάποιος μακρινός συγγενής κάποιος τέλος πάντων που γνώριζε τον χώρο καλά. Αλλιώς πώς γνώριζε τόσα πολλά για την πανέμορφη όντως βεράντα, το καμάρι της Ελίζας και του μακαρίτη του άντρα της;
Ο Λεωνίδας βλέποντας την απορία της τής είπε με απόλυτα φυσική και ειλικρινή φωνή:
«Μην εκπλήσσεστε κυρία μου Σ΄ αυτό το σπίτι γεννήθηκα και εξ αιτίας του ίδιου του σπιτιού πέθανα. Γι‘ αυτό το γνωρίζω καλά».


«Μα επιτέλους ποιος είσαι άνθρωπέ μου και σταμάτα αυτές τις χαζομάρες που λες, άκου ‘’εδώ γεννήθηκα και εδώ πέθανα.’’ ΚΑΙ τι είσαι ο μετά θάνατον αναστηθείς που κάνει επισκέψεις στα περασμένα; Ευγενικά όπως βλέπεις αποφεύγω να σε αποκαλέσω ζόμπι γιατί για τέτοιο δεν μοιάζεις».
«Έχω τον λόγο μου κυρία μου και όχι ούτε ψυχοπαθής είμαι ούτε μυθομανής μα ούτε χαζομάρες λέω όπως πολύ κομψά μού είπατε. Ο λόγος που ήρθα είναι για να δω αν ακόμη υπάρχει η παγίδα που με οδήγησε τόσο πρόωρα στον θάνατο βυθίζοντας στην απελπισία τους άμοιρους γονείς μου. Παρεμπιπτόντως να σας ρωτήσω υπάρχει ακόμη η πανέμορφη ξύλινη σκαλίτσα που οδηγούσε εσωτερικά στο επάνω μέρος της μεζονέτας; ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι να την ανεβοκατεβαίνω. Πρώτα έμαθα αυτό και ύστερα να περπατάω. Θα ήθελα να την δω αν δεν έχετε αντίρρηση αλλά πρώτα ας πάμε στη βεράντα.
Σηκώθηκαν και οι δύο.
Η Ελίζα άνοιξε την πλατειά μπαλκονόπορτα και βγήκαν στην πανέμορφη βεράντα που θύμιζε παλιές εποχές, εποχές ρομαντικές και αξέχαστες μιας Αθήνας που κακώς κάκιστα έπαψε να υπάρχει.
Να ’την η κληματαριά υπερήφανα απλωμένη στην ξύλινη κρεβατή, με τσαμπιά σταφύλια  να κρέμονται υποσχόμενα γεύσεις απολαυστικές σαν έρθει η εποχή του τρύγου.
Να ‘το και το γιασεμί που μαζί με το αναρριχώμενο αγιόκλημα μεθούσαν την γειτονιά απ’ όταν η Ελίζα θυμόταν τον εαυτό της σαν ήρθε νιόπαντρη να μείνει στο αγαπημένο αυτό σπίτι.
Η γυναίκα έκανε να προχωρήσει στην πλατειά βεράντα για να κόψει ένα τριανταφυλλάκι σαν δώρο στον επισκέπτη της όταν κατάπληκτη τον ακούει να την αποτρέπει λέγοντας: «Όχι για τω Θεώ , μην πηγαίνετε τόσο άκρη στο μπαλκόνι Το κάγκελό του είναι σαθρό δεν θ’ αντέξει το βάρος σας αν στηριχτείτε πάνω του. Από κει έπεσα εγώ και σκοτώθηκα βυθίζοντας στο πένθος και την απελπισία τους άμοιρους γονείς μου που δεν ξεπέρασαν ποτέ μέχρι που χάθηκαν σχετικά νωρίς, την απώλειά μου. Δεν το πιστεύω, μετά απ΄ ό, τι έγινε δεν βρέθηκε κανείς να το διορθώσει ή μάλλον να το αντικαταστήσει αφήνοντας μια τέτοια παγίδα καλυμμένη με τα φύλλα της τριανταφυλλίτσας; Δολοφονική αδιαφορία θα μπορούσα να την αποκαλέσω κυρία μου.
Πόσα χρόνια μένετε στο σπίτι αυτό;»
«Αφ’ ότου παντρεύτηκα Το κληρονόμησε ο συγχωρεμένος ο άντρας μου , τον έχασα πριν πέντε χρόνια Και αν δεν κάνω λάθος δωρητής ήταν ένας μακρινός συγγενής του Μανιάτης».
«Μανιάτης είπατε; ΚΙ’ ΕΓΏ από Μάνη ορμώμενος είμαι».
«Σπουδαία σύμπτωση μα την αλήθεια. Και τόσα χρόνια που μένουμε εδώ πώς και δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας το τι συμβαίνει με την σιδεριά της βεράντας μας;»
Ίσως γιατί δεν υπήρχαν παιδιά. Υπήρχαν; Αν ναι θα ήθελαν να ανεβούν στην κουπαστή και να κάνουν ακροβασίες όπως θέλησα να κάνω κι΄ εγώ και σκοτώθηκα πέφτοντας από τον τρίτο όροφο».
«Α για ακούστε με κύριε, κύριε,….»
«Λεωνίδας , κυρία μου…»
«Κύριε Λεωνίδα αρκετά. Το ότι ξέρετε λεπτομέρειες για το σπίτι μου δεν υπάρχει αμφιβολία. Να π.χ αν σας ρωτήσω τι υπάρχει ακριβώς δίπλα στο σαλόνι θα μού πείτε δεν είν’ έτσι;»
«Μάλιστα. Είναι ένας μικρός χώρος, κάτι σαν αποθηκούλα που η μάνα έβαζε τα σύνεργα του σιδερώματος».
«Ακριβώς όπως κάνω κι’ εγώ».
«Βλέπετε που σας λέω αλήθεια;»
«Άνθρωπέ μου ναι, μπορεί να έζησες στο σπίτι αυτό τα πρώτα χρόνια της ζωής σου, αυτής όμως της ζωής που εξακολουθείς να ζεις και όχι κάποιας άλλης προηγούμενης. Πώς σου κόλλησε αυτή η ιδέα και τα έχεις μπερδέψει; τα πράγματα;»
«Θα μπορούσα κυρία μου να ακολουθήσω τον συλλογισμό σας αν δεν ήξερα σίγουρα ΟΤΙ ΕΊΝΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΠΑΤΑΩ ΤΟ ΠΌΔΙ ΜΟΥ ΣΤΟ ΚΛΕΙΝΌΝ ΆΣΤΥ.ΠΟΤΈ ΜΟΥ ΔΕΝ ΉΡΘΑ ΞΑΝΑ ΕΊΤΕ ΜΙΚΡΟΣ ΕΊΤΕ ΣΕ ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΗ ΗΛΙΚΊΑ. Και αν προσωπικά βρισκόμουν να μην έχω θύμησες οι δικοί μου δεν θα μού το έλεγαν; Γιατί ξέρετε είχα γονείς δεν ξεφύτρωσα και μόνος μου. Τους έχασα πρόωρα Ουδέποτε μού έκαναν την παραμικρή αναφορά περί πρωτεύουσας».
«Ίσως να τους διέφυγε, ίσως να μην θεώρησαν απαραίτητο να σας το πουν και ίσως πάλι οι ίδιοι για τον άλφα ή βήτα λόγο να ήθελαν να αποβάλλουν από την μνήμη τους την όποια παραμονή τους στο κλεινόν Άστυ όπως πολύ όμορφα το αποκαλέσατε λίγο πριν. Άβυσσος η ψυχή τ’ ανθρώπου, όλες οι υποθέσεις που σας αραδιάζω παραδεχθείτε ότι έχουν κάποιο λογικό υπόβαθρο όλες όμως, εκτός την δικών σας».
«Μάλιστα. Φανερό ότι δεν με πιστεύετε. Ας είναι. Ο λόγος της επίσκεψής μου δεν ήταν για να σας πείσω για τα λεγόμενά μου αλλά για να σας προστατέψω από την παγίδα της σιδεριάς. Το ότι δεν συνέβη μια νέα τραγωδία οφείλεται στο γεγονός ότι όπως είπαμε δεν υπήρξαν πρίν παιδιά να θέλουν να εξερευνήσουν κάθε γωνιά του χώρου».
«Έτσι όπως το λέτε. Με τη μόνη διαφορά ότι την ερχόμενη εβδομάδα θα έρθει να μείνει σπίτι μια μου ξαδέρφη με τα διδυμάκια της για να κάνει κάτι ιατρικές εξετάσεις».
«Που τι σημαίνει κυρία μου; Ότι ήρθα την πλέον κατάλληλη στιγμή. Θα σας πρότεινα να αλλάξετε όλη την κουπαστή γιατί εκτός από το επίμαχο σημείο ενδέχεται η φθορά, ιδέ σκουριά, να έχει επεκταθεί ως συνήθως συμβαίνει.
Αυτά είχα να σας πω». Είπε ο αξιότιμος κύριος Λεωνίδας ο εκ Μάνης ορμώμενος και σηκώθηκε να φύγει.
Η Ελίζα προβληματισμένη, ενοχλημένη με τις φαντασιώσεις του παράξενου επισκέπτη της ημέρας εκείνης τον είδε να φεύγει με ανακούφιση θα μπορούσε να πει κανείς. Πάντα, τα όποια μεταφυσικά, της έφερναν ένα είδος πονοκεφάλου. Απόλυτα φυσιολογική και γήινη δεν πίστεψε μήτε λέξη μεν απ’ όσα άκουσε, τα απέδωσε δε τόσο στην γνώση του χώρου από τον κύριο Λεωνίδα όσο και σε πιθανή σύμπτωση για τη σαθρότητα της σιδεριάς όπως θα συνέβαινε στα περισσότερα μπαλκόνια παλαιών κατοικιών της περιοχής. Τίποτα δηλαδή το παράξενα καραμπινάτο που να δικαιολογούσε τις παλαβομάρες που της ξεφούρνισε ο κατά τα’ άλλα συμπαθέστατος Μανιάτης.

Πέρασαν οι μέρες, το κουδούνι απενεργοποιήθηκε και η Ελίζα βρήκε την ποθούμενη ησυχία της. Αν κάποιος από τον κύκλο της ήθελε να την επισκεφτεί την έπαιρνε τηλέφωνο ήξερε τι ώρα θα φτάσει είχε το νου της και απλά κατέβαινε με το ασανσέρ και άνοιγε την εξώπορτα.
Μόνο που η ειδυλλιακή της νηνεμία διαταράχτηκε σοβαρά από τον ερχομό της ξαδέρφης που προείπαμε. Τα δίδυμα, ζιζάνια πρώτης γραμμής που δεν γνώριζαν τι θα πει παλουκωμός σε μια θέση, ήταν ένας άνευ προηγουμένου καθημερινός εφιάλτης.
Ένα πρωινό καθώς ετοίμαζε το γάλα τους με την μάνα τους να έχει πάει για ιατρικές εξετάσεις, η Ελίζα βρίσκει  το μεν ένα εκ των δύο ζιζανίων πεσμένο στο πάτωμα και να μη σηκώνεται γιατί λέει ήταν πεθαμένο το δε έτερο κρεμασμένο στον πολυέλαιο να  τον πηγαίνει πέρα δώθε εν είδει κούνιας. Από τύχη πρόλαβε και το κατέβασε πριν πέσει πολυέλαιος και παιδί και γίνουν πάραυτα παρελθόν και τα δύο.
Κατάλαβε  η έρμη τι μέρες την περίμεναν όπως κατάλαβε τι τραβάνε οι baby sitters που η δουλειά τους είναι να προσέχουν παιδιά σαν και τούτα τα δυο. Δεν έβλεπε λοιπόν την ώρα όσο και αν τα αγαπούσε να τα πάρει η μάνα τους και να πάνε στην ευχή της Παναγιάς. Και προς γνώση της και συμμόρφωση θα το σκεπτόταν δυο και τρεις φορές στο μέλλον να προσφέρει φιλοξενία όχι στην ξαδέρφη της μα στον Θεό τον ίδιο που λέει και ο λόγος.
Την παραμονή της αναχώρησής τους, η μάνα τους έφυγε να δει τον γιατρό της για τελευταία ίσως φορά και έμεινε η Ελίζα μόνη με τον ζωντανό εφιάλτη. Ξάφνου ακούει να φωνάζουν το όνομά της –είχε και τα κακά του η παύση χρήσης του κουδουνιού- ήταν ο ταχυδρόμος και έπρεπε να κατέβει να πάρει μια συστημένη επιστολή. Βγάζει την ποδιά της σήμα κατατεθέν νοικοκυράς που σέβεται το όνομά της κλειδώνει την πόρτα μη της ξεφύγει κανένα μπασταρδάκι και έχει φουρτούνες και με την ψυχή στο στόμα κατεβαίνει να υπογράψει και να πάρει την επιστολή..
Μα δεν πρόλαβε καλά καλά να βάλει την υπογραφή της και είδε κόσμο να μαζεύεται από τη μεριά της βεράντας. Με κακά προαισθήματα και το μυαλό στις φαντασιώσεις του Λεωνίδα που σχεδόν τις είχε ξεχάσει, τρέχει και τι να δει; Κατά τον τρόπο που ‘’έπεσε’’ εκείνος σε μια προηγούμενη ζωή, είχε πέσει και το ένα διδυμάκι αλλά για καλή του τύχη προσγειώθηκε πάνω στην κουκούλα φορτηγού ‘’εκτελούνται μεταφοραί’’ και σαν από θαύμα δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά. Ολόκληρη βεράντα το κωλόπαιδο εκείνο το επίμαχο σημείο που υπέδειξε ο Μανιάτης είχε επιλέξει για να κάνει τα ακροβατικά του περπατώντας στην κουπαστή Και έτσι σαθρή που ήταν υποχώρησε . Μα αντί να γίνει ο μικρός αλοιφή είπαμε τι έγινε και σώθηκε σαν από θαύμα, μα για την Ελίζα άρχιζε μια περίοδος εφιαλτική. Το τι της έσουραν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ας μη το συζητήσουμε σε όλη του την έκταση. Και να έφτανε μόνον αυτό λες; Η ίδια η μάνα των διαβόλων υπέβαλε μηνύσεις εναντίον της ξαδέρφης για πλημμελή επίβλεψη των νηπίων της που της εμπιστεύτηκε. Για να αρχίσει ένας Γολγοθάς δικαστηρίων. Έξοδα δικηγόρων και απολεσθείσας ησυχίας που νόμιζε ότι είχε εξασφαλίσει με την απενεργοποίηση του κουδουνιού της!
Και μόνον τότε σκέφτηκε:’’ Βρε λες μήπως κι΄ εκείνος ο βλαμμένος παράξενος επισκέπτης της ήταν κάποιος μεσάζων ενός φύλακα αγγέλου που εγκαίρως την ειδοποίησε για τον επερχόμενο κίνδυνο μα εκείνη δεν έδωσε σημασία;
Και η υποψία της εδραιώθηκε όταν αφού τελείωσε το δράμα της, ζήτησε από το ληξιαρχείο της Μάνης και τον τόπο που της είχε υποδείξει να τον βρει και να του ζητήσει συγγνώμη αν μη τι άλλο για το ότι δεν πίστεψε για την σαθρότητα του κάγκελου που θα έπρεπε να το είχε επισκευάσει. Θα του έλεγε ότι υπήρξε τελικά τυχερή γιατί με το να μην πεθάνει ο μικρός όπως συνέβη στον ίδιο, η Ελίζα γλύτωσε από μια φυλακή αλλά και από τις τύψεις που θα της απομυζούσαν τη ζωή για όσο καιρό της έμελλε να ζήσει. Μα ΔΕΝ ΜΠΌΡΕΣΕ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΕΙ. Έβαλε ως και ικανούς ντετέκτιβς πληρώνοντας μεγάλα ποσά μα για τον άνθρωπο αυτό μήτε η πολιτεία γνώριζε μήτε οι πολίτες. Και έφτασε στο συμπέρασμα αυτή που κορόϊδευε τα μεταφυσικά και τις βλακείες ότι το ‘’σκοτωμένο παιδί του παρελθόντος στην καινούρια του version  θέλησε να την γλυτώσει από βασανα που δεν της άξιζαν μα δεν κατάφερε να κινητοποιήσει τα ανακλαστικά της, με τα γνωστά επακόλουθα. Δακτυλοδεικτούμενη ποια; η Ελίζα ο πιο τίμιος και ευαίσθητος άνθρωπος επί του πλανήτη Γη, που δεν έβλαψε ούτε μυρμήγκι. Και, αθώα, για φαντάσου, η ξαδέρφη, που ενώ ήξερε τι τερατάκια μεγάλωνε δεν έριξε ούτε ένα δίκιο στην Ελίζα. Την αποκάλεσε ΑΝΕΥΘΥΝΗ Και ακόμη την κατηγόρησε ότι επειδή δεν είχε δικά της παιδιά δεν την ενδιέφερε η φύλαξή τους και κατ’ επέκταση η αρτιμέλεια των παιδιών των άλλων.

Τι να πει κανείς;
Πολύ απλά να πει:’’ Θεός σγχώρεστον και κείνον τον Ηρώδη πού ποιος ξέρει τι θα τράβηξε ο βασιλιάς από κάτι παρόμοιους διαβόλους και έκανε ό, τι έκανε. ‘’
Θεούλη μου ήμαρτον.

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου