Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΔΙΗΓΗΜΑ "Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ" ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ - ΜΟΥΛΙΟΥ.


Η ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ

Υπέροχος άνθρωπος η Ελένη. Δυνατό μυαλό ,αν και με μέτριες γραμματικές γνώσεις αν τις μετρήσουμε με πτυχία και ανώτατα εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Και ο λόγος: ο συνήθης ύποπτος .Οι κακές οικογενειακές συνθήκες όπως και οι κοινωνικές. Μεγάλη η ευρυμάθειά της που την απέκτησε διαβάζοντας τα πάντα . Από το πιο απλό βιβλίο μέχρι το πιο δυσνόητο πόνημα ακόμη και για τους σπουδασμένους φίλους της. Ο δείκτης  ευφυΐας  της πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο. Μα και τα έργα των χεριών της συναγωνίζονταν αυτά του μυαλού της. Τα κεντήματά της π.χ. ήταν έργα Τέχνης το ίδιο και …τα μαστορέματά της.
 Κοντολογίς ένα σπουδαίο πλάσμα και για όσον καιρό αγαπούσε κάτι, (γιατί οι αγάπες της είχαν φαίνεται  ημερομηνία λήξεως…., ένα σοβαρό της μειονέκτημα αυτό), δινόταν σ’ αυτό με το 100ο/ο του εαυτού της. Οι δικοί της άνθρωποι την λάτρευαν σαν κάτι το ξεχωριστό, το ίδιο και οι φίλοι της, που θεωρούσαν τον εαυτό τους πολύ τυχερό να τους τιμά με τη φιλία της.
Εκτός της αγάπης που σου πρόσφερε, σε στήριζε, σε βοηθούσε ψυχολογικά, σε σημείο οι φίλοι να την θεωρούν εξομολόγο τους , ψυχολόγο τους και ψυχοθεραπευτή τους .Με άλλα λόγια ήταν ο πιο κοντινός τους άνθρωπος χωρίς να τους υποχρεώνει  σ’ αυτό δεσμός αίματος ….
Για να σπάσει όμως η βαρεμάρα της τελειότητας είχε και άλλο  ένα τόσο δα, μικρό κουσούρι . Είχε αδύνατο νευρικό σύστημα. Κοντά στην κλιμακτήριο και οι ορμόνες της είχαν στήσει  φαίνεται τρελό πανηγύρι με προεξάρχοντα χορό τον πυρρίχιο, που ήταν  ούτως ή άλλως ο αγαπημένος της χορός λόγω καταγωγής!!!
Π. χ.  ενώ μια μέρα μπορεί να  βρισκόταν με παρέα φίλων  , και να ήταν  από υγεία χαρά θεού , ξαφνικά , φυσούσε, λέει, ένα αεράκι( που το ένιωθε σημειωτέον μόνον αυτή) και η διάθεσή της σε ολική έκλειψη μέσα σε δευτερόλεπτα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλοιώνονταν , την έπιανε αναίτιο κλάμα και αν δεν έπαιρνε ένα ηρεμιστικό, η κατάσταση μπορούσε να γίνει άθλια . Οι δικοί της άνθρωποι και οι φίλοι, ναι μεν σέβονταν την κατάστασή της αλλά και κανείς δεν την καταλάβαινε . Ίσως σκεπτόμενοι όλοι, πώς είναι δυνατόν ένας τόσο δυνατός και σώφρων άνθρωπος να εξαρτάται από το φύσημα του αέρα και αν αυτός ερχόταν από το νοτιά ή το βοριά, και αν το σύννεφο  ήταν στάσιμο ή ταξίδευε σαν βαρκούλα στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού! Αυτά, και κάτι άλλα παρόμοιας σημασίας συμβάντα, που για όλους εκλαμβάνονταν σαν κάτι απόλυτα φυσικό, γι’ αυτήν έπαιρναν αλλόκοτες διαστάσεις.
Κουσούρι λοιπόν, για να αποδειχτεί ότι τελικά κανείς  δεν είναι τέλειος στον κόσμο τούτο,  ευτυχώς!!!
Και τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, όπως δυστυχώς το συνηθίζουν ( αυτό κι’ αν είναι κουσούρι !) και ήρθαν πραγματικές, απτές,  στενοχώριες στη ζωή της,  αρρώστιες, θάνατοι προσφιλών της ανθρώπων και όλοι να προσβλέπουν στη δική της βοήθεια, συμπαράσταση και στήριξη. Αυτή η ευθύνη να την πούμε,  βάραινε τους ώμους της  ένιωθε ότι  η ύπαρξή της σπαταλιόταν, ή ότι δεν είχε δική της ζωή. Και έκανε την μικροεπανάστασή της που δεν θα την αναλύσουμε τώρα γιατί άλλωστε κανέναν δεν ενδιαφέρει αυτό το γεγονός .
Μια ημέρα λοιπόν θέλησε να πάει να επισκεφθεί κάποιον φίλο της βαριά άρρωστο στο Νοσοκομείο κάπου σε ένα προάστιο της Αθήνας. Πήρε ένα ταξί και πήγε. Ήταν η Τρίτη φορά που τον επισκεπτόταν και το έκανε ευχαρίστως ξέροντας ότι θα του μετάγγιζε αισιοδοξία, κουράγιο και κυρίως Αγάπη.
Πληρώνει τον ταξιτζή και κατεβαίνει . Με το κλείσιμο της πόρτας γυρίζει το βλέμμα της αφηρημένα και βλέπει ότι βρίσκεται σε ένα τελείως άγνωστό της μέρος, μια ερημιά δίχως δέντρα, σπίτια και Νοσοκομείο με μόνο το ταξί να ξεμακραίνει σηκώνοντας σύννεφο σκόνης ως εάν να διέσχιζε την έρημο.

‘’Γιατί μου το έκανε αυτό ο ταξιτζής; Τι κέρδος είχε να μ΄ αφήσει σ’ ένα τέτοιο φρικτό μέρος;’’ αναρωτήθηκε μη χάνοντας όμως και την ψυχραιμία της .
 Η φυσική σωματική της κατάσταση ήταν άριστη, αποτέλεσμα της άσκησης που έκανε. Μαζί με τον άντρα της δεν είχαν αφήσει βουνό για βουνό που να μη το σκαρφαλώσουν . Οπόταν ο δρόμος που θα έπαιρνε για να απομακρυνθεί από το σεληνιακό τοπίο δεν τη φόβιζε , τη σόκαρε όμως το  γεγονός ότι δεν μπορούσε να προσανατολιστεί. Να πάει Θεέ μου προς τα πού;;;
Για άνθρωπο  δεν συζητάμε , ψυχή ζώσα ούτε καν ένα ζώο ή πουλί.
 Για νερό βέβαια δεν το αναφέρουμε καν , έλα όμως  που άρχισε να διψάει ; Όχι γιατί το είχε και τόσο ανάγκη , αλλά ως γνωστόν αν σου στερήσουν κάτι το ουσιώδες από τη ζωή σου, εσύ εστιάζεις το ‘’θέλω’’ σου σ΄αυτό και γίνεσαι πιο δυστυχής υποφέροντας.
‘’Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η κόλαση’’, ξανασκέφτηκε. ‘’Είναι δυνατόν τέτοια μέρη να υπάρχουν στην Πρωτεύουσα της Ελλάδας και να μη τα έχω ακουστά; Έστω και στα περίχωρα; Μα το θέμα μας είναι , είμαι στην Αθήνα; Πάλι, αν ήταν  να είχα ταξιδέψει για την Έρημο της Σαχάρας ας πούμε,  θα το θυμόμουν, δεν είναι έτσι;
 Για στάσου. Τι έφαγα το μεσημέρι;
 Μπιφτέκια  με πατατοσαλάτα και λαχανοσαλάτα.
Πού ξεκίνησα να πάω;
 Στο Νοσοκομείο να δω τον καημένο το φίλο μου.
 Άρα, για να θυμάμαι,  το μυαλό μου είναι στη θέση του.  
Ε, τότε; Πώς βρέθηκα εδώ; Και οι ερωτήσεις που στον εαυτό μου κάνω , λογικές μου ακούγονται.
Έλα Παναγιά μου…
Να δεις που εγώ τώρα βλέπω όνειρο και χαμπάρι δεν το έχω πάρει, ή είμαι σαν κάποιον που ξυπνάει και προσπαθεί να διώξει τα κατάλοιπα του ονείρου και της νύστας του,’’ μονολόγησε δυνατά, και ακούγοντας τη φωνή της, σαν να άντλησε κάποια ψήγματα αισιοδοξίας.
Έδωσε στον εαυτό της μια γερή τσιμπιά, πόνεσε και κατάλαβε ότι δυστυχώς δεν έβλεπε ενύπνιο εφιάλτη .Τον εφιάλτη τον ζούσε, τον ζούσε Θεέ μου σ’ αυτή τη Σαχάρα που μόνο η παχιά άμμος της έλειπε και οι αμμόλοφοι.
Άτομο φύσει αισιόδοξο, σκέφτηκε: ‘’Αν βρίσκομαι στην έρημο , είτε σε τούτη τη ζωή είτε σε μιαν  άλλη μελλοντική  ε, δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχει και μια όαση, κατά πώς έχουμε ακούσει και δει στο σινεμά…’’ και παρηγορήθηκε!!!
Αλλά πάλι , να είμαι στην έρημο με τέτοιο ντύσιμο και μ’ αυτά τα πεδιλάκια ; Σε λίγο με βλέπω με εγκαύματα και με πόδια που καλύτερα να μη το σκέπτομαι. Μου αρέσει, που ειδικά σήμερα φρόντισα να πάω σε μανικιουρίστα να τα περιποιηθώ! Ωχ Θεέ μου……’’

Τι ήταν να σκεφτεί την Έρημο; Να που άρχισαν και οι αντικατοπτρισμοί. Τι ήταν αυτό που έβλεπε εκεί στο βάθος του ορίζοντα  εκεί που ο ουρανός θαρρείς και ενώνονταν με τη Γη;
‘’Κύριε των Δυνάμεων ‘’ σταυροκοπήθηκε. Μια πολυκατοικία. Και δίπλα της  να, ακόμη μια και ακόμη άλλη μία και μέσα σε δευτερόλεπτα ο τόπος γέμισε κτίσματα και δέντρα και ανθρώπους . Γυρίζει πίσω της και βλέπει να έχει ξεμακρύνει όχι και τόσο, από το γνωστό της Νοσοκομείο που είχε έρθει να επισκεφτεί.
‘’ Σίγουρα κάτι μου συνέβη. Το πιθανότερο να είχα πάθει μια παραίσθηση. Ίσως και να είναι κάτι σοβαρό μα δεν είναι της στιγμής ούτε το κατάλληλο μέρος να το λύσω το μυστήριο,’’ σκέφτηκε.
Φυσικά  μετά από ένα τέτοιο shock, πού διάθεση να επισκεφτεί το φίλο της να του δώσει κουράγιο , τη στιγμή που το κουράγιο είχε εγκαταλείψει και την ίδια εντελώς. Δεν θυμόταν ξανά τον εαυτό της σε τέτοια κατάσταση . Αυτό που έζησε δευτερόλεπτα πριν ήταν κάτι το μεταφυσικό, ήταν σε άλλη Γη σ’ άλλα μέρη , στο φεγγάρι στην αθέατη πλευρά του, ή στον Άρη; Μα σε κάθε περίπτωση, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΤΗ ΓΗ.
Της ήρθαν στο νου ιστορίες με εξωγήινους Να την είχαν απαγάγει με την σύμπραξη του ταξιτζή μόλις κατέβηκε από το ταξί , να την είχαν διακτινίσει και κάποια στιγμή αργότερα το μετάνιωσαν και την ξανάφεραν στη Γή; Όλα μπορούσαν να είχαν συμβεί . ‘’Γιατί όχι ; Οι άλλοι δηλαδή γιατί διηγούνται παρόμοιες ιστορίες; Βρε λες να έχω επηρεαστεί απ ‘αυτές,  και να μην  ήταν μία μου παραίσθηση όπως νόμιζα στην αρχή;’’
Κοιτάζει το ρολόι της δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά από την ώρα που βγήκε από το ταξί.’’ Παναγιά μου , εδώ βρέθηκα στα Σόδομα και τα Γόμορρα, (μετά την καταστροφή τους) , εδώ περπάτησα στην ερημιά τόσην ώρα και ο χρόνος αυτός συμπυκνώθηκε μέσα σε πέντε ασήμαντα λεπτά; Λοιπόν για να τελειώνουμε, ή άρχισα να χάνω δράμια από τα τετρακόσια της …οκάς, ή κάτι συμβαίνει και εγώ δεν πρόκειται να το αφήσω ανεξερεύνητο έτσι, αβρόχοις ποσί.’’
Διηγήθηκε το περιστατικό στους δικούς της και επόμενο ήταν οι άνθρωποι να τρελαθούν.
Είχαν την εντύπωση βλέπεις ότι όλοι μα όλοι μπορούσαν να αρρωστήσουν εκτός από εκείνη. Απλά ήταν αδιανόητο . Εκείνη ήταν άτρωτη. Κάποιοι πιο προσγειωμένοι την συμβούλευσαν να πάει στο γιατρό και μάλιστα επειγόντως.
Δεν πήγε .
Εκτός από το κουσούρι των υποτιθέμενων ‘’νεύρων’’ της ήταν και αγύριστο κεφάλι. Αποφάσιζε κάτι; Πάει και αυτό ήταν, δεν της άλλαζες μυαλό ούτε αν την έβαζες σε θάλαμο αερίων ή ακόμη χειρότερα στην καρέκλα την ηλεκτρική. Και κει να βρισκόταν καθισμένη, θα εύρισκε τον τρόπο να ξεφύγει μαγεύοντας ίσως και τον δήμιό της προσφέροντάς του την …θέση της!!!


« Σιγά, πώς κάνετε έτσι; Ήμουν πολύ απλά κουρασμένη, άυπνη και στενοχωρημένη με την αρρώστια του Μιχάλη που πήγαινα να δω και η φαντασία μου μού έπαιξε ένα θεότρελο παιχνίδι. Τουτέστιν το όλο σκηνικό παραπέμπει σε μια ΠΑΡΑΊΣΘΗΣΗ. Ένα ταβοράκι θα πάρω και θα συνέλθω πλήρως. Άιντε να λειώνουμε κι’ έχουμε και δουλειές», τους είπε και η κουβέντα θεωρήθηκε λήξασα.

Οι ημέρες πέρασαν και το περιστατικό ξεχάστηκε .
Και ήρθε η Άνοιξη , χαρά Θεού και η Ελένη θέλησε να πάει να φρεσκάρει το εξοχικό τους ΜΟΝΗ της, χωρίς βοηθούς και τρέχα γύρευε μέσα στα πόδια της.  Σκυλί αντοχής και στη δουλειά και βέβαια τελειομανής. Εδώ που τα λέμε έκανε και μια σχετική οικονομία, με την κρίση την Οικονομική που μάστιζε την ανθρωπότητα. Να πεις ότι δεν άντεχε και είχε την ανάγκη οικιακής βοηθού ; Δεν το έλεγες, αυτή έκανε για δυο τρεις γυναίκες μαζί.       
Κλείδωσε λοιπόν τις πόρτες από μέσα, γιατί τα κλεφτρόνια είχαν ρημάξει τους γείτονες , άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα να φύγει η κλεισούρα και η μυρωδιά της, να μπει η Άνοιξη στο σπίτι μέσα, να τραγουδήσει μαζί της, όσο αυτή σφουγγάριζε.
Η Ελένη είχε μια θεία φωνή αν και ελαφρώς παλιομοδίτικη για μερικούς, που όμως ήταν εξαίσιο να την ακούς.
Ξάφνου,  βλέπει στην μπεζέρα την μεγάλη , απέναντι στο τζάκι και πλάι στον καναπέ , να κάθεται χαμογελαστή μια κοπέλα παντελώς άγνωστή της. Σταμάτησε το σφουγγάρισμα.

Για να ήταν από πριν αυτή στο σπίτι μέσα και η Ελένη να μην την είχε δει αποκλείεται. Το εξοχικό δεν ήταν δα και κανένα μεγαθήριο που να’ χει κρυφές γωνιές , Ένα δυομισάρι ήταν όλο κι’ όλο που έφτανε και περίσσευε γι’ αυτήν, και τον άντρα της . Παιδιά δεν είχαν.                    
Κοιτάζει κατάματα την κοπέλα και της λέει τούτο το θεόκουφο:
«Κορίτσι μου το ξέρω πως δεν είσαι αληθινή. . Είσαι πλάσμα της φαντασίας μου . Γιατί, ούτε σε είδα να μπαίνεις στο σπίτι διαπερνώντας τους τοίχους, ούτε από τις πόρτες βέβαια που είναι διπλοκλειδωμένες, ούτε από τα παράθυρα που ναι μεν είναι ανοιχτά αλλά για να τα φτάσεις θα χρειαζόσουν ανεμόσκαλα που δεν είναι για σένα, άσε που θα σε είχα δει.
Και δεν μου λες, μόνη σου ήρθες ή  με παρέα; πίσω από το πιάνο τους έχεις ας πούμε, ή πίσω από το μπουφέ, στο μπάνιο, στην κουζίνα, ή μέσα στο ψυγείο ;   
Άκου. Το ξέρω , είσαι μια παραίσθηση . Δεν είναι η πρώτη φορά που το παθαίνω . Νόμιζα ότι δεν θα μου ξανά συνέβαινε , να όμως που γελάστηκα.»
Και η Ελένη κάνει μια έτσι και βγάζει από την τσέπη της ποδιάς της το μπουκαλάκι με τα ταβόρ, παίρνει ένα , το δείχνει στην κοπέλα και της λέει:    
«Το βλέπεις αυτό; Αυτό θα σε κάνει να φύγεις. Μου ήρθες απρόσκλητη και έχω πολλή δουλειά. Οι επισκέψεις του είδους αυτού μου δίνουν πιο πολύ στα νεύρα. Δίνε του κυρά μου, δίνε του …….
Μα η κοπέλα δεν έφευγε.
Και η Ελένη , βλέποντας ότι με το ένα ταβόρ το όραμα δεν διαλύονταν παίρνει και δεύτερο και τρίτο. …..

Οι δικοί της , ανησυχώντας που δεν απαντούσε ούτε στο σταθερό της τηλέφωνο ούτε στο κινητό, έφτασαν ασθμαίνοντες στο σπίτι να δουν τι συμβαίνει αφού ήξεραν ότι ήταν εκεί. Βρήκαν τις πόρτες κλειδωμένες αλλά τα παραθύρια ανοιχτά και το ραδιόφωνο να παίζει μουσική που ακουγόταν μέχρι το δρόμο όπως εκείνη συνήθιζε.
Βρε κτύπησαν κουδούνια.  
Βρε φώναξαν  δυνατά.
Βρε τράνταξαν τις πόρτες.
Απάντηση καμιά . Άκρα του τάφου σιωπή !!!Αλλά η  μουσική , μουσική.
 Λες να μην τους άκουγε εξ’ αιτίας της ;
Αδύνατον , εδώ κόντευαν να γκρεμίσουν το σπίτι , τι διάβολο. Και κουφή να ήταν θα άκουγε τον θόρυβο.
Ο νεαρός ανεψιός σκαρφάλωσε στην υδρορροή και με  κίνδυνο να πέσει να γκρεμοτσακιστεί το παιδί, μπήκε από το παράθυρο. Βλέπει τη θεία του ζωντανή; Νεκρή; Πού να καταλάβει το παιδάκι , μισή πάνω στον καναπέ, τα πόδια κάτω στο πάτωμα και στο δεξί χέρι να κρατάει το κοντάρι της σφουγγαρίστρας που είχε γεμίσει το πάτωμα με βρομόνερα.
Ξεκλείδωσε με τα κλειδιά που ήταν αφημένα στη πόρτα, να μπουν και οι άλλοι, που διαπίστωσαν ευτυχώς ότι η Ελένη ναι μεν ζούσε, αλλά ήταν βυθισμένη σε βαθύ ύπνο, τι ύπνο δηλαδή λήθαργο!
Στο ένα της  το χέρι  είπαμε , η σφουγγαρίστρα και στο άλλο το μπουκαλάκι με τα ταβόρ , δεν ήθελαν και πολύ να καταλάβουν πού οφείλονταν ο λήθαργος.
Κάποτε ξύπνησε , τους είπε τι συνέβη , και ο γιατρός που το άκουσε , είπε στους δικούς της ότι δυστυχώς αυτό ήταν μόνο η αρχή και ότι τα φαινόμενα όλο και θα πλήθαιναν. Ήταν η παρενέργεια ,το αποτέλεσμα της αλόγιστης χρήσης των ηρεμιστικών. Ο οργανισμός της, είχε πια εθιστεί. Το να τα κόψει , ήταν ένα ιατρικό ζητούμενο καθόλου εύκολο. Η απεξάρτηση είναι μια επίπονη και πολυεπίπεδη διαδικασία και φαίνεται να μην υπήρχαν αντοχές και όχι μόνον από κείνη μα απ’ όλους!
Δεν θελήσαμε να μάθουμε τι απέγινε ο υπέροχος κατά τα άλλα αυτός άνθρωπος. Βλέπεις ορισμένες αλήθειες δεν αντέχονται….
Ξέρουμε μόνο ότι η κατάστασή της δικαιολογούσε πρόωρη σύνταξη που σημαίνει τι; Ότι τα είχε πια χαμένα και με την βούλα του Κράτους!
Τι κρίμα Θεέ μου , τι κρίμα.

Και έτσι ο αγέρωχος , ο υπέροχος αυτός γυναικείος τύπος, κατέληξε να μεταλλαχθεί( όπως μάθαμε πολύ αργότερα και δυστυχώς έχοντας προσωπική άποψη) σε μια κακόμοιρη γυναικούλα που κλαψούριζε μπροστά στην όποια αναποδιά μικρή ή μεγάλη παρουσιαζόταν στη ζωή της . Πέρασαν βέβαια και τα χρόνια , έβαλαν και αυτά το χεράκι τους για να μεγαλώσει η κατρακύλα, και κανείς από τους νεότερους δεν μπορούσε να φανταστεί τι υπήρξε η γυναίκα αυτή στα νιάτα της …
Τώρα πια ήταν το θλιβερό κατάλοιπο μιας γυναίκας εθισμένης στα ηρεμιστικά αφ’ ενός και της ξερής της κεφαλής αφ΄ ετέρου .
 Όλα έχουν το τίμημά τους τελικά!!!

ΛΕΝΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ - ΜΟΥΛΙΟΥ
***
  
ΤΕΛΟΣ


***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου